b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_just-dont-think-ill-scream.jpg

Ne croyez surtout pas que je hurle (Just Don't Think I'll Scream),  Frank Beauvais

Κυριολεκτικά βυθίζομαι μέσα στις ταινίες των άλλων. Χάνω κάθε διάθεση να γράψω, να κινηματογραφήσω ή να κάνω οτιδήποτε άλλο. Η φωλιά μου γίνεται κλουβί, το καταφύγιο μου φυλακή. Και όλες αυτές οι ταινίες δεν είναι πια παράθυρα αλλά καθρέφτες.”

Ένας άντρας σε κατάσταση πανικού. Κινηματογραφιστής. Μόνος. Έξι μήνες έγκλειστος σε ένα σπίτι στην αλσατική επαρχία, μετά από έναν επώδυνο χωρισμό. Κοιμάται τη μέρα, βλέπει ταινίες τη νύχτα. Σταχυολογεί. Στοχάζεται. Σχολιάζει με έναν έντονο σαρκαστικό τόνο. Τη ζωή του σε φλας μπακ. Την απώλεια του πατέρα του. Τη χώρα του σε εμπόλεμη κατάσταση. Τους συμπολίτες του. Το προσφυγικό. Τη δική του αδράνεια. Και φυσικά το σινεμά, το καταφύγιο που φθονεί. Σαν τους καταραμένους ποιητές... Είναι ο 45χρονος Frank Beauvais, προγραμματιστής φεστιβάλ και δημιουργός οχτώ ταινιών μικρού μήκους σε μια αυτοβιογραφική ταινία στην οποία δεν εμφανίζεται ποτέ. Για 75 λεπτά ακούμε μόνο τη φωνή του, ενώ παράλληλα μια αδιάκοπη ροή εικόνων κατακλύζει την οθόνη. Ενας καταιγισμός αποσπασμάτων διάρκειας ελάχιστων δευτερολέπτων από εκατοντάδες ταινίες, κυρίως τρόμου και B-movies της δεκαετίας του 70. Μια μονταρισμένη κραυγή από εικόνες και λέξεις που εκφράζουν την αίσθηση της απόλυτης μοναξιάς και εγκατάλειψης του δημιουργού τους. Τη βαθιά του μελαγχολία. Το φόβο, την κατάθλιψη. Αλλά και την απεγνωσμένη του προσπάθεια για έξοδο από την εσωστρέφεια και επιστροφή στην κανονικότητα.
Αυτοβιογραφικό χρονικό μιας περιόδου απόγνωσης, ημερολόγιο από συρραφή μονταρισμένων κινηματογραφικών πλάνων (βωβών, ασπρόμαυρων και έγχρωμων) ή μελαγχολική ωδή στο σινεμά; Το Just don't think I'll scream είναι κυρίως ένας καθηλωτικός μονόλογος. Μια υπνωτική εμβύθιση στο σώμα και στον ψυχισμό του Beauvais, ενός ανθρώπου παγιδευμένου στην ηρεμία της κατατονικής γαλλικής επαρχίας, στην εμμονή του στο σινεμά, στον ίδιο του εντέλει τον εαυτό. Η κατασκευή του είναι άψογη. Μια λεπτομερειακή καταγραφή του εξάμηνου εγκλεισμού του, μια εκ βαθέων σε voiceover εξομολόγηση, εικονογραφημένη σε κάθε της βήμα από σύντομα βωβά πλάνα, ασπρόμαυρα ή έγχρωμα στο κανονικό τους φορμάτ. Εικόνες απρόβλεπτες, απωθητικές αντικειμένων, σπανίως προσώπων, που ξεκομμένες από το κινηματογραφικό τους σώμα αποκτούν νέα διάσταση. Συνδιαλέγονται με τις σκοτεινές μέρες του δημιουργού, απεικονίζουν την προβληματική σχέση με τον πατέρα του, την οργή του, την ενοχική του συνείδηση. Φωτίζουν την οξυδερκή του ματιά, τονίζουν το σαρκασμό και τον αυτοσαρκασμό του. Ένα παιχνίδι αντανάκλασης οπτικού- λεκτικού, που εξελίσσεται σε κινηματογραφικό δοκίμιο. Μια τολμηρή απόπειρα που με αφετηρία της μια προσωπική παρόρμηση μεταλλάσσεται σε φιλοσοφική προσέγγιση ενός μοναχικού λύκου της στέππας. Μια μαρτυρία που ταλαντεύεται ανάμεσα σε έναν νοσηρό μηδενισμό και σε έναν παροξυστικό ενθουσιασμό, και που παρά τον επιφανειακό ναρκισσισμό της δεν καταντά ποτέ ομφαλοσκοπική. Ο Beauvais που ξεκινάει από το σινεμά και καταλήγει σ' αυτό -ευχή και κατάρα για τον ίδιο -θα βρει τη δύναμη μέσα από ένα καθαρτήριο ταξίδι ψυχοθεραπείας να συνθέσει από τα θραύσματα του εαυτού του και της τέχνης του ένα μοναδικό δημιούργημα που συνδυάζει την ονειρική- σουρεαλιστική δύναμη του Απολλιναίρ, με την ποιητική του Πεσσόα και την καυστική του Μισέλ Ουελμπέκ.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_monos.jpg
Monos, Alejandro Landes
Σε μια απομονωμένη βουνοκορφή των Άνδεων, κάπου στη λατινική Αμερική, τα οχτώ μέλη μιας ετοιμοπόλεμης παραστρατιωτικής ομάδας εφήβων εκπαιδεύονται σκληρά κάτω από την επίβλεψη μιας αόρατης αρχής -της επικαλούμενης “Οργάνωσης”-, ενώ παράλληλα φρουρούν μια αμερικανίδα όμηρο. Έχοντας ο καθένας το δικό του κωδικό όνομα και τα δικά του ιδιαίτερα χαρακτηριστικά συνιστούν ωστόσο ένα ενιαίο σώμα που ακούει στο όνομα “Μόνος”. Ο Patagrande, η Rambo, ο Bum Bum είναι κάποιοι από αυτούς, ενώ η Doctora η πολύτιμη αιχμάλωτός τους. Κατά διαστήματα δέχονται την επίσκεψη ενός μικρόσωμου αλλά σκληροτράχηλου εκπαιδευτή που ελέγχει την πειθαρχία και την ετοιμότητά τους. Ο “Μόνος” κινείται στο πρώτο μέρος της ταινίας στα περιορισμένα πλαίσια αυτού του ανώνυμου χωροχρονικά απόκοσμου τοπίου, κάτω από τα μνημειώδη ερείπια ενός ορυχείου. Μια ιδιόμορφη κοινότητα με τα δικά της ιδιαίτερα τελετουργικά, φαινομενικά πειθαρχημένη αλλά εσωτερικά άναρχη, μέσα σε ένα γεωμετρικό τοπίο απόκοσμης αγριότητας και αρχέγονου ηδονισμού. Όταν ένα ατύχημα προκαλέσει μια σημαντική απώλεια για την “οικογένεια” και θέσει την ύπαρξή της σε κίνδυνο, οι σχέσεις γρήγορα μεταβάλλονται, οι ισορροπίες κλονίζονται και η συμβίωση των νεαρών κομμάντος μετατρέπεται σε εφιάλτη. Η κάθοδος της ομάδας προς τη βαλτώδη και υγρή ζούγκλα, με όλες της ανατροπές που συμπαρασέρνει στο διάβα της, εξελίσσεται σε μια κάθοδο στον Άδη, ένα κλειστοφοβικό πολεμικό όσο και ψυχολογικό θρίλερ, μια απεγνωσμένη και εντέλει μοναχική προσπάθεια επιβίωσης.
Αλληγορική απεικόνιση της ταραχώδους πολιτικής κατάστασης στην Κολομβία -αλλά και σε άλλες ενδεχομένως χώρες της λατινικής Αμερικής- το Monos του βραζιλιάνου σκηνοθέτη Alejandro Landes είναι παράλληλα και ένα σκοτεινό υπερρεαλιστικό παραμύθι για τον πόλεμο, τα εφηβικά ένστικτα, το στυγνό και αποτρόπαιο πρόσωπο της επιβίωσης σε καταστάσεις κρίσης. Ακολουθώντας μια μη συμβατική για το συγκεκριμένο είδος αφήγηση που στερείται πραγματολογικών στοιχείων, η ταινία κινείται σε έναν τόπο άχρονο που δεν προσδιορίζεται, ενεργοποιώντας τη δύναμη του φυσικού τοπίου -είτε πρόκειται για το άγονο του βουνού είτε για το οργιώδες της ζούγκλας-, το μυστικισμό των διαπεραστικών όσο και τεταμένων ήχων (ένα περίεργο μείγμα σφυριγμάτων και τυμπάνων), τις εναλλαγές του φωτός, τη συνεχώς μεταβαλλόμενη δράση των ηρώων της. Ειδικότερα ο τρόπος κινηματογράφησης αυτής της δράσης, τόσο των παιδιών-στρατιωτών όσο και της κρατούμενής τους (γκρο πλαν, νευρώδες απρόβλεπτο μοντάζ) είναι που αποδίδει την ένταση και την έμφυτη βία που υπονομεύουν διαρκώς οποιαδήποτε προσπάθεια ειρήνευσης ή προσωρινής ανακωχής, την απεγνωσμένη μοναχική προσπάθεια για απόδραση.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_shooting-the-mafia.jpg
Shooting the Mafia, Kim Longinotto
    Πορτρέτο της σιτσιλιάνας Letizia Battaglia, δυναμικής φωτορεπόρτερ και ακτιβίστριας αλλά και χρονικό της σκοτεινής επικράτειας της Μαφίας στο νησί της Σικελίας, το Shooting the Mafia της γνωστής ντοκιμαντερίστριας Kim Longinotto έρχεται να προσθέσει άλλη μία ξεχωριστή γυναικεία προσωπικότητα στο έργο της βρετανίδας δημιουργού.
    Με ευθύτητα και αφοπλιστική ειλικρίνεια , αλλά και με μία εγκράτεια όταν αναφέρεται σε κάποια προσωπικά θέματα, η ογδοντατριάχρονη πλέον Battaglia μιλάει μπροστά στο φακό για τη φωτογραφία και κυρίως για τη ζωή της μέσα από ένα πλούσιο αρχειακό υλικό. Για τα ανέμελα χρόνια της παιδικής ηλικίας, την καταπιεστική περίοδο της πατρικής και μετέπειτα συζυγικής εξουσίας στο Παλέρμο και για τα ξέφρενα χρόνια της προσωπικής της επανάστασης, όταν τα πάθη και το ανήσυχο πνεύμα της την ώθησαν να αφήσει πίσω της συμβάσεις και οικογένεια και να ακολουθήσει ό,τι την ολοκλήρωνε προσωπικά και πολιτικά. Aπό τις αναδρομές αυτές δε λείπουν και οι κατά πολλά χρόνια νεότεροι σύντροφοί της, άνθρωποι που τη σημάδεψαν και με τους οποίους τη συνδέουν ακόμα σχέσεις αγάπης. Για τη Battaglia ωστόσο (που το όνομά της στα ιταλικά σημαίνει μάχη) ό,τι την απελευθέρωσε και της έδωσε πραγματική υπόσταση ήταν η φωτογραφία και συγκεκριμένα το φωτορεπορτάζ,  που στόχευε στο κοινωνικό και εγκληματικό τοπίο της Μαφίας και  που ερχόταν σε μια κρίσιμη περίοδο της ζωής της (στα σαράντα της) ως πρόκληση,  ιδανικό μέσο έκφρασης αλλά και ως σανίδα σωτηρίας.
    Η ταινία αρθρώνεται πάνω σε τρεις άξονες, τις τρεις διαφορετικές πτυχές της Battaglia: τη φωτογράφο, την επαναστάτρια και τη γυναίκα. Αυτή τη φορά η Longinotto καταφεύγει σε ένα διαφορετικό τέχνασμα όσον αφορά τη φόρμα. Με τη βοήθεια του μοντέρ Ollie Huddleston υφαίνει φωτογραφίες και οικογενειακά βίντεο της Battaglia με αρχειακό τηλεοπτικό υλικό της εποχής αλλά και με αποσπάσματα από κλασικές ιταλικές ταινίες των δεκαετιών του 50 και του 60 για να αποδώσει το  ελεύθερο πνεύμα της νεαρής Letizia (αναγνωρίζουμε σίγουρα μέσα από τα αποσπασματικά πλάνα τη Silvana Mangano στην Anna). Μια πινελιά γοητείας που σε συνδυασμό με τραγούδια όπως το Volare λειτουργούν ως αντίβαρο στην τραγικότητα του σκληρού φωτορεπορτάζ της ηρωίδας.  Παράλληλα από την αρχή ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη και η αφήγηση της δράσης της Cosa Nostra, μέσα από τις εμβληματικές ασπρόμαυρες φωτογραφίες της τολμηρής φωτογράφου, τις προσωπικές της μαρτυρίες και ένα πλούσιο βιντεοσκοπημένο δημοσιογραφικό υλικό (όπως οι περίφημες δίκες των μαφιόζων και οι κηδείες των δικαστικών Φαλκόνε και Μπορσελίνο, προσωπικών φίλων της φωτογράφου). Η εξιστόρηση αυτή σταδιακά καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο χώρο στο σώμα του ντοκιμαντέρ σε βαθμό που να του προσδίδει και ιστορικό χαρακτήρα.  
   Επιχειρώντας να ισορροπήσει το βιογραφικό με το ιστορικό η Kim Lοnginotto μας παραδίδει τελικά ένα ετερογενές αλλά γοητευτικό ντοκιμαντέρ στο οποίο η φωτογραφία δυστυχώς αυτή καθεαυτή αποδυναμώνεται προς χάρη της πληροφορίας. Η δύναμη ωστόσο των  ασπρόμαυρων φωτογραφιών, κυρίως στις πρώτες εισαγωγικές σκηνές, είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες στιγμές αυτού του πολυδιάστατου ντοκιμαντέρ. 

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]