(...) Πέρα από την τόλμη του να κινηματογραφήσει μία παρεκκλίνουσα ψυχολογία έτσι όπως την αποτυπώνει ο Βέντεκιντ/ Wedekind , πέρα από την τόλμη του να παρουσιάσει την πόρνη ως το θύμα, ο κύριος Παμπστ προχώρησε ακόμα περισσότερο, κάνοντας τη Λούλου το ίδιο αθώα με τα λουλούδια που στόλιζαν το φόρεμά της. Όπως είχε πει ο Βέντεκιντ, «Η Λούλου δεν είναι ένας πραγματικός χαρακτήρας, αλλά η προσωποποίηση της αρχέγονης σεξουαλικότητας, που εν αγνοία της τροφοδοτεί το Κακό. Ένας αμιγώς παθητικός ρόλος». Στο θεατρικό έργο, ο θηριοδαμαστής της λέει καθώς τη βλέπει απέναντί του, ντυμένη με ένα αντρικό κοστούμι Πιερότου: «Μην επηρεάζεσαι από τίποτα και μην λιγοστέψεις αυτήν την υπέροχη, διεστραμμένη τρέλα ακόμα κι αν οι κριτικοί του κόσμου σε παρακαλέσουν. Και θυμήσου ότι οι ανοησίες και οι μορφασμοί αφαιρούν κάτι από την παιδική απλότητα του βίτσιου». Αυτή ήταν η Λούλου του έργου και αυτήν την Λούλου θέλησε να παρουσιάσει η ταινία, αλλά οι κριτικοί δεν την κατάλαβαν. «Η Λουίζ Μπρουξ δεν μπορεί να παίξει. Δεν υποφέρει, δεν ενεργεί», έγραψε ένας κριτικός. Σύμφωνα με τη γνώμη τους, ο Παμπστ είχε προσλάβει μία ατάλαντη. Είχα σοκαριστεί από αυτά τα ανελέητα χτυπήματα, παρότι ο Παμπστ έκανε ό,τι μπορούσε για να με προστατέψει. Ακόμα και κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων, που δεν ήθελε να αποκαλύπτω την ταυτότητά μου. Μια μέρα μόνο, πήγαμε σε μία πρεμιέρα ενός έργου της UFA στο Gloria Palast. Φυγαδευτήκαμε εν μέσω αποδοκιμασιών. Μία κοπέλα ιδίως φώναζε κάτι πολύ δυνατά. Παρακάλεσα στο ταξί τον Παμπστ να μου μεταφράσει τι έλεγε. Ιδού: «Αυτή είναι η Αμερικανίδα που υποδύεται τη δική μας Γερμανίδα Λούλου;» Αλλά και στο γύρισμα έκανε ό,τι μπορούσε για να σταματήσει την περιφρόνηση που μου δείχνανε οι περισσότεροι, από την βοηθό μου μέχρι τον συμπρωταγωνιστή μου Fritz Körtner που δε μου απηύθυνε τον λόγο ποτέ! Κατά τη γνώμη τους, είχα κάνει μάγια στον Παμπστ που τον είχαν τυφλώσει και μου έδωσε τον ρόλο.
Οι περισσότεροι σκηνοθέτες στο Χόλυγουντ δεν αντιλαμβάνονται τις δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ των ηθοποιών. Ο Παμπστ όχι μόνο τις αντιλαμβανόταν, αλλά και τις χρησιμοποιούσε για να αντλήσει ενέργεια κατά το γύρισμα. Η συμπεριφορά του Κέρτνερ είναι ένα τέλειο παράδειγμα του πώς ο Παμπστ χρησιμοποιούσε τα πραγματικά αισθήματα ενός ηθοποιού για να προσθέσει βάθος και ενέργεια στην ερμηνεία του. Ο Κέρτνερ με μισούσε. Μετά από κάθε σκηνή μαζί μου, αποχωρούσε επιδεικτικά για το καμαρίνι του. Ο ίδιος ο Παμπστ πήγαινε και τον έβρισκε και τον παρακαλούσε με χαμόγελο να παίξει στην επόμενη σκηνή. Στον ρόλο του δρ. Σεν, ο Κέρτνερ είχε αισθήματα για μένα (ή για τον χαρακτήρα της Λούλου) που συνδύαζαν σεξουαλικό πάθος με μία επίσης παθιασμένη επιθυμία να με καταστρέψει. Μία σκηνή του επέτρεψε να με ταρακουνήσει με βία. Τα δάχτυλά του άφησαν δέκα βαθιά σημάδια στα μπράτσα μου. Και εκείνος και ο Παμπστ ήταν ιδιαίτερα ευχαριστημένοι με αυτήν τη σκηνή. Ίσως γιατί τα αισθήματα του Παμπστ απέναντί μου, όπως και του Κέρτνερ, δε διέφεραν πολύ από αυτά του Σεν απέναντι στη Λούλου. Νομίζω ότι και στις δύο ταινίες που γύρισε ο Παμπστ μαζί μου, στην πραγματικότητα διερευνούσε τις σχέσεις του με τις γυναίκες και με το κατά πόσο ήταν διατεθειμένος να κατακτήσει κάθε πάθος του που παρενέβαινε στο πάθος του για τη δουλειά. Δεν τον διέγειρε η σεξουαλική αγάπη, την απέρριπτε σαν έναν εξασθενημένο μύθο. Ήταν το σεξουαλικό μίσος, με τον φλογερό του ρεαλισμό, που καθόρισε όλη του την ύπαρξή.
[Louise Brooks, “Pabst and Lulu”, SIGHT AND SOUND, Ιούλιος 1965 (απόσπασμα)]