bunuel8.jpg

Μια εκ βαθέων εξομολόγηση για τον μεγάλο του σινεμά, τον Λουίς Μπονιουέλ από έναν εξίσου μεγάλο, τον Κάρλος Σαούρα/ Carlos Saura – Άρθρο στον «Νουβέλ Όμπζερβατέρ»

«Τώρα δεν βλέπω πια τον Λουίς Μπονιουέλ/ Luis Buñuel, όπως τον έβλεπα πριν. Οι καιροί άλλαξαν, πολλά πράγματα έχουν αλλάξει μέσα σε τριάντα χρόνια και απομένει να γίνει ο χάρτης του κόσμου. Άλλοτε με θάμπωνε, τώρα αναγνωρίζω τον εαυτό μου σ’ αυτόν, όχι σαν συνεχιστή του έργου του ή σαν μαθητής του, αλλά σαν κάποιον που κάθησε στο ίδιο τραπέζι, ζεσταίνοντας τα πόδια στην ίδια πολεμική θερμάστρα.
Εδώ, τώρα κοντά του, θεωρώ κάπως άσκοπο το να πω ότι είναι ένας από τους μεγαλύτερους κινηματογραφιστές και θα προτιμούσα να μην πω για μια ακόμα φορά ότι έκανε ταινίες γεμάτες ευφυΐα, ταινίες αντιρητορικές, γεμάτες χιούμορ, ένα χιούμορ κάπως ιδιαίτερο, είναι αλήθεια. Ιδιαίτερα αραγωνέζικο, θα έλεγα, καθώς δε βρίσκω καλύτερο ορισμό… Θα πρόσθετα, είναι ένας από τους κινηματογραφιστές που έδωσε τους ομορφότερους τίτλους στις ταινίες του: «Λος Ολβιντάντος» («Οι λησμονημένοι») [Los olvidados], «Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» [Le charme discret de la bourgeoisie], «Γαλαξίας» [La Voie Lactée], «Το φάντασμα της ελευθερίας» [Le fantôme de la liberté], «Αυτό το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου» [Cet obscur objet du désir] και πρόσφατα «Ο τελευταίος στεναγμός» ένας είδος αταξινόμητης ταινίας -βιβλίου…. . Ό,τι θα του έλεγα με ευχαρίστηση, είναι ότι έκανε πολύ καλό κινηματογράφο και ότι το έκανε αυτό με αγάπη και πάθος.
bunuel4.jpgΑυτός ο γαλλοποιήμενος Μεξικανοισπανός είναι μισός καλόγερος και μισός στρατιώτης, σαν τον κάθε καλό Ιησουΐτη και όπως αρέσει στους παπάδες του χωριού, έτσι αρέσει και σ’ αυτόν να καλοπίνει και να καλοτρώει. Όσο για τα υπόλοιπα δεν γνωρίζω πολλά πράγματα. Δεν μιλά σχεδόν καθόλου. Η ντροπαλοσύνη του είναι το μεγαλύτερο από τα ελαττώματα του.
Όταν καταλόγιζαν στον Θερβάντες [Miguel de Cervantes] ότι ο «Δον Κιχώτης» [Don Quixote] ήταν το έργο ενός γέρου, ενώ ήταν μόλις 60 χρόνων, απαντούσε ότι δεν έγραψε με τα λευκά μαλλιά του, αλλά με την ευφυΐα του.
Με ευφυΐα και ευαισθησία ο Μπονιουέλ σκηνοθέτησε ανάμεσα στα 1950 και στα 1980 ένα αριθμό ταινιών με εκθαμβωτικές εικόνες. Τώρα που βρίσκεται τόσο κοντά μας θα ήθελα να του πω πόσο με ανησύχησαν αυτές οι εικόνες, το φοβερό όνειρο κινούμενης σάρκας, σάρκας χωρίς ζωή, νεκρής σάρκας. Εκείνα τα πρόσωπα που εμφανίζονταν και εξαφανίζονταν, για να μας αφηγηθούν κάποια ιστορία της παιδικής ηλικίας: Ο διάδρομος του πατρικού σπιτιού, το κιτρινωπό φως, τα γεμάτα μυστήρια συρτάρια, οι ολοφώτεινες πόρτες στο βάθος…σίγουρα μαζί τα ονειρευτήκαμε. Ή είναι μήπως πραγματικότητα «ο ήχος της σκέψης» για τον οποίον μιλούσαν οι μυστικοί;
Ο Λουίς μου είπε ότι δεν αξίζει πια τον κόπο να σκανδαλίζεσθε με το ο,τιδήποτε, γιατί κανένας δεν σκανδαλίζεται με τίποτα πια. Μπήκαν μέσα στα σπίτια μας οι πιο φοβερές εικόνες, και έγιναν καθημερινές οι φοβερότερες ομότητες. Τρώμε ήσυχοι, αδιαφορώντας για τα βασανιστήρια και για τις σφαγές που μας δείχνουν χωρίς την ελάχιστη αιδώ, και όταν ταραζόμαστε από αυτές πατάμε το κουμπί και κλείνουμε την τηλεόραση.
Τίποτα πια δεν μας ξαφνιάζει. Η απάνθρωπη πραγματικότητα, η καθημερινή βία, βρίσκονται εδώ, σ’ αυτήν την κολασμένη οθόνη, μια πληροφόρηση που μας αγγίζει καθώς βρισκόμαστε άοπλοι. Η επιστήμη χρησιμεύει στο να βλέπουμε να σκοτώνουν. Η τεχνολογία εφαρμόζεται κύρια για να σκοτώνονται περισσότεροι και καλύτερα. Ίσως είναι αυτός ο λόγος της επιστροφής στην παιδικότητα των παραμυθιών, που φθάνουν σ’ εμάς μέσα από την ηλεκτρονική, θαυμαστές περιπέτειες σε εξωτικούς τόπους, που πληρώνουν το τμήμα της δράσης για τη δράση ή στην χειρότερη περίπτωση της βίας για τη βία.
bunuel9.jpgΚαι ο Λουίς Μπονιουέλ; Ο Λουίς κοιτάζει τον κόσμο με το βλέμμα του προφήτη μιας άλλης εποχής, ενός άλλου κόσμου, όπου είναι ακόμα πράγματα εφικτά ο νεωτερισμός, η εφευρετικότητα, η ελεύθερη άσκηση της φαντασίας. Είναι αυτός που μας έκανε να ανακαλύψουμε ό,τι υπάρχει πιο πέρα. Εκεί όπου η πραγματικότητα μπερδεύεται με το όνειρο.
«Ένα μονάχα πράγμα καταλογίζω στον Λουίς Μπονιουέλ: Του καταλογίζω το ότι πολύ μεγάλωσε. Καταλαμβάνει μια τεράστια θέση, ήταν ιδιαίτερα γόνιμος: Καταλαμβάνει μια θέση που ανήκει μονάχα σ’ αυτόν. Μα παραμένει πάντα ένα σκανδαλιάρικο παιδάκι, το παιδάκι των ιησουΐτικων κολεγίων, με το ναυτικό κοστουμάκι του, γεμάτο αρώματα. Το παιδί αυτό που έχει τώρα ένα πρόσωπο σκαμμένο από έναν καλλιτέχνη, που επιθυμεί να δείξει την σοβαρότητα του, κάθεται στο ίδιο τραπέζι μ’ εμάς. Τα πόδια του ζεσταίνονται δίπλα στα δικά μας πόδια, σκεπασμένα με μια πράσινη κουβέρτα».
Κάποιος αφηγείται επίμονα τα σχετικά με μια λιτανεία σε κάποιο εκκλησάκι. Κάποιος άλλος με ιδιαίτερη προσοχή καθαρίζει το νέο πολύτιμο πιστόλι. Κάποιος ακούει την σιωπή των σκέψεων και τους θορύβους ενός σεισμού που μεταφέρεται από το ένα πνεύμα στο άλλο. Πράγμα που δημιουργεί σ’ όλους μας ένταση. Και όταν αυτή η ένταση κορυφωθεί, χιλιάδες ασθμαίνουσες ατμομηχανές, λες και περνούν και οι φίλοι που είναι γύρω στο τραπέζι και ο Λουίς Μπονιούελ, φωτίζονται από εξωπραγματική λάμψη και από το φως που ρίχνει η οθόνη.

(η ελληνική μετάφραση του άρθρου από το περιοδικό «Νουβέλ Όμπζερβατέρ» [Nouvel Observateur] , δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Οδός Πανός τ.10, Ιούλιος –Σεπτέμβριος 1983)