Η ανεξαρτησία, το τσιγγάνικο πάθος, η τσιγγάνικη μουσική, ο τρόπος ζωής και ο πολιτισμός των Rom, η σκληρότητα και η τρυφερότητα, οι χαρές και οι λύπες, οι εντάσεις μιας ζωής στον δρόμο ή στο περιθώριο: αυτά είναι τα κεντρικά στοχεία που σημαδεύουν το έργο του Tony Gatlif.
Οι εικόνες των ταινιών του Latcho Drom, Vengo, Swing πάλλονται στον ρυθμό της τσιγγάνικης μουσικής και υπόθεση γίνεται πρόσχημα για να ακουστούν οι μελωδίες της ψυχής. Μελαγχολική ή εύθυμη, ρυθμική ή λυρική, η μουσική στις ταινίες του Tony Gatlif σημαδεύει ανεξίτηλα τις εικόνες: η μουσική αναβλύζει απο τα μείχια της ψυχής και τα βάθη της καρδιάς. Οι μελωδίες δημιουργούν μ' ένα τρόπο μοναδικό τις εικόνες (και τις εντυπώσεις του θεατή), τις χρωματίζουν με συναισθήματα χαράς ή θλίψης, ελπίδας ή απόγνωσης. Το σινεμά του Tony Gatlif και οι μουσικές των ταινιών του συνεπαίρνουν τους θεατές, όπως στα παλιά χολιγουντιανά μιούζικαλ.
Συχνά σε ταινίες όπως το Gadjo Dilo και Les princes οι εικόνες έχουν την δύναμη και την ευθύτητα μιας ρεαλιστικής καταγραφής, ενός ντοκιμαντέρ. Ενώ διαθέτουν την ένταση και τις κορυφώσεις μιας τραγωδίας.
Τα πρόσωπα στις ταινίες του Tony Gatlif χαρακτηρίζονται από μια ψυχολογία ανέγγιχτη από τις συγκλονιστικές αλλαγές του μοντέρνου κόσμου, από ένα πρωτογονισμό στην συμπεριφορά πρωτόγνωρο, από μια ειλικρίνεια και μια αμεσότητα στην έκφραση του συναισθήματος, μοναδική στο τοπίο του σύγχρονου σινεμά.
Ο Tony Gatlif (Τόνι Γκάτλιφ) γεννήθηκε στην Aλγερία, το 1948. Σπούδασε δραματική τέχνη στην Ecole des Beaux Arts. Η καταγωγή του είναι τσιγγάνικη αλλά και αλγερινή, στοιχείο που τον επιρρέασε καθοριστικά στην ζώη και στο έργο του. Έχει γυρίσει πολλές ταινίες με θέμα τους τσιγγάνους. Ενώ η δεύτερη ταινία του με τίτλο La terre au ventre αναφέρεται στον πόλεμο της Αλγερίας.
Έκανε την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία το 1975 κι από τότε δε σταμάτησε να υμνεί το ανεξάρτητο πνεύμα και την πολύχρωμη ζωή των τσιγγάνων. Το 1993 το Latcho Drom -ένα μουσικό ντοκιμαντέρ- βραβεύεται, μεταξύ άλλων, και στο Φεστιβάλ Καννών, ενώ το 1997 κερδίζει την παγκόσμια αναγνώριση με το Gadjo Dilo (ε.τ. Yπάρχουν ακόμα γελαστοί τσιγγάνοι), με την οποία κέρδισε πολλά βραβεία σ' όλο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων την Aσημένια Λεοπάρδαλη και τη Xάλκινη Λεοπάρδαλη καλύτερης ηθοποιού στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο 1997.
Η ταινία - μουσικό ντοκιμαντερ Latcho drom τον έκανε γνωστό και τον σύστησε σ' ένα διεθνές κοινό. Η αφήγηση της παρακολουθεί την ιστορική διαδρομή των τσιγγάνων: από την Βορειοδυτική Ινδία, διαμέσου της Αιγύπτου, Τουρκίας, Ρουμανίας, Ουγγαρίας και Γαλλίας, στην Ευρώπη. Η έναρξη της περιπλάνησης συνέβη πριν 1000 χρόνια και οι λόγοι της παραμένουν αδιευκρίνιστοί. "Τσιγγάνοι", "Gitan", "Halab", "Tsigane", "Bohemian" και "Gypsy" είναι οι λέξεις που χρησιμοποίησαν οι λαοί της Ευρώπης για να αναφερθούν στου Rom. Η ταινία ταξιδεύει σε 8 χώρες με όχημα την μουσική και τον χορό των Rom. Απεικονίζει ένα πολιτισμό πολύχρωμο και πολυποίκιλο, γεμάτο ενέργεια και πάθος, σκιαγραφεί τόσο την παράδοση όσο και το πολιτιστικό παρόν, που συχνά σημαδεύεται από το μίσος και την απόρριψη. Χαρτογραφεί μια ολόκληρή μουσική ήπειρο που εκτείνεται απο την Ινδία μέχρι την Ανδαλουσία. Ο Gatlif δηλώνει για την ταινία του: "Στα Romani, "Latcho drom" σημαίνει "Καλό ταξίδι". Αυτή είναι η ευχή μου για τους τσιγγάνους όλου του κόσμους".
Η ταινία Les princes επικεντρώνεται σε μια ομάδα τσιγγάνων που ζει σε μια μη- προσδιορισμένη περιοχή, γεμάτη από εγκατελειμένες βιομηχανίες. Κεντρικά πρόσωπα είναι ο Nara, ηλικίας 30 χρονών που έδιωξε την γυναίκα του γιατί έπαιρνε κρυφά αντισυλλυπτικό χάπι, η Zorka, η 9χρονη κόρή τους και μια ηλικιωμένη γυναίκα που το παρελθόν βαραίνει τους ώμους της. Ο Nara ακολουθεί της γραμμές του τραίνου, καβάλα σ' ένα άσπρο άλογο και επιστρέφει γεμάτος δώρα: μια παλιά τηλεόραση, μια γάτα για την μικρή και μια χαλασμένη πολυθρόνα για την γιαγιά. Γύρω τους υπάρχουν φίλοι και εχθροί, άνεργοι και περιθωριακοί, ζουν από τα απορρίματα μιας κοινωνίας που τους έχει πετάξει στο περιθώριο. Είναι σαν τα χόρτα που μεγαλώνουν στις ρωγμές του τσιμέντου. Όπου και να πάνε είναι ανεπιθύμητοι. Ωστόσο υψώνουν το κεφάλι και προσωρούν μπροστά. Η ταινία εστιάζει τόσο στις συνθήκες ζωής όσο και στην εσωτερική φλόγα που κρατά ζωντανούς αυτούς τους ανθρώπους: Η υπερηφάνεια, το πάθος για την ζωή και η ένταση των συναισθημάτων σημαδεύουν ανεξίτηλα την ύπαρξή τους.
Το Gadjo dilo έχει ως κεντρικό χαρακτήρα τον Stephane, ένα νεαρό Παριζιάνο που φθάνει εν μέσω του χειμώνα στην Ρουμανία. Κουβαλά μαζί του γραμμένη σε μια κασέτα την φωνή μιας μυστηριώδους γυναίκας, την οποία και αναζητά. Ο Stephane θα καταλήξει σ' ένα τσιγγάνικο καταυλισμό στο Valachie, στην χώρα των πιο βασανισμένων ανθρώπων, των "Lautaris", των τσιγγάνων μουσικών. Ο ηλικιωμένος Isidor θα γίνει ο συνοδός του, που θα τον επιτρέψει να εισέλεθει σ' ένα κόσμο χαοτικό, γραφικό και βίαιο, διασκεδαστικό αλλά και σκληρό: είναι ο κόσμος των τσιγγάνων μουσικών. Ο Stephane θα ζήσει στον ρυθμό της ζωής τους και θα βιώσει από κοντά όλες τις περίπλοκές και αντιφατικές πλευρές της ζωής τους. Κυρίως όμως θα συνατήσει μια σαγηνευτική και γήινη νεαρή τσιγγάνα που θα τον μυήσει στην χαρές της ζωής και του έρωτα. Ο Stephane, είναι ένα gadjo (ξένος) από το Παρίσι, ο οποίος θα βρεί κοντά σ' αυτήν την κοινότητα των τσιγγάνων μουσικών το νοήμα της ζωής, καθώς την ίδια στιγμή η φωνή της μυστηριώδους γυναίκας θα εξακολουθεί να στοιχείωνει την ύπαρξή του.
Στην ταινία Vengo ο κεντρικός ήρωας είναι ο Kάκο, γύρω από τον οποίο πλέκεται μια ιστορία εκδίκησης και έρωτα. Περήφανος και όμορφος, είναι αρχηγός της οικογένειάς του και πολύ ισχυρός στην περιοχή όπου ζει. Ωστόσο, έχει καταρρακωθεί από το θάνατο της πολυαγαπημένης του κόρης. Πηγαίνει συνέχεια στον τάφο της, κλαίει σιωπηλά κι έχει διοχετεύσει όλη την αγάπη και την προσοχή του στον ανιψιό του, Nτιέγκο. Φαίνεται πως ο πατέρας του Nτιέγκο και αδελφός τού Kάκο κρύβεται επειδή σκότωσε ένα μέλος της οικογένειας Kαραβάκα, μιας οικογένειας εξίσου ισχυρής. Oι Kαραβάκα ζητούν εκδίκηση κι έχουν έρθει στον Kάκο για ν' αποδώσει δικαιοσύνη...
Tο γήινο αυτό δράμα συνοδεύει, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας, μια άγρια μουσική φλαμένκο με τσιγγάνικες επιρροές τόσο διεισδυτική, που γίνεται σχεδόν ξεχωριστός χαρακτήρας στην ιστορία. Πάνω απ' όλα το Vengo είναι ένα εξαιρετικό πορτραίτο των τσιγγάνικων κοινοτήτων με ύφος μουσικού δράματος και δομή αρχαίας τραγωδίας. Στην ταινία δένονται ιδανικά το πάθος αυτού του λαού με το άγριο φλαμένκο και τις τσιγγάνικες μελωδίες, σε τέτοιο σημείο που η μουσική αποσπάται και αποκτά αυτόνομο ρόλο. H μουσική της ταινίας είναι ένα μείγμα από ήχους φλαμένκο και τσιγγάνικα πνευστά, που ο Gatlif παντρεύει μ' ένα φλογερό και φωτεινό αποτέλεσμα. Aκούγεται, επίσης και το τραγούδι του Διονύση Tσακνή, Mπαλαμός, σε στίχους που έχει γράψει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Μετά το Vengo, την ιστορία μιας βεντέτας, ο Gatlif επικεντρώνεται στον κόσμο της παιδικής ηλικίας. Στην ταινία Swing κεντρικός ήρωας είναι ο Mαξ είναι ένα δεκάχρονο αγόρι που απρόσμενα, κάνει μια μεγάλη ανακάλυψη. Ακούγοντας μια μέρα τον Μιράλντο, έναν τσιγγάνο βιρτουόζο της κιθάρας, ανακαλύπτει την μουσική ενός ολόκληρου λαού και έναν ρυθμό που μοιάζει να συγκλονίζει την ύπαρξη του. Σύντομα θα βρεθεί στις τσιγγάνικες γειτονιές, θα αγοράσει μια κιθάρα και ο Μιράλντο θα δεχτεί να του δώσει μαθήματα. Ένας νέος κόσμος ανοίγεται μπροστά του και η τσιγγάνικη τζαζ θα γίνει το πάθος του. Η ζωή του θ' αλλάξει ακόμα περισσότερο όταν θα γνωρίζει μια μικρή τσιγγάνα την Σουίνγκ. Οι δυο τους θα γίνουν κοντινοί φίλοι, όμως η Σουίνγκ επιφυλάσσει μια έκπληξη στον Μαξ, που θα τον κάνει να δει τα πράγματα με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Ο Gatlif ακολουθεί για άλλη μια φορά τα ρυθμούς και τις μελωδίες της τσιγγάνικης μουσικής και δημιουργεί εικόνες που δονούνται στο ρυθμό και στην ένταση της μουσική.
(δ.τ.)