Περίπτωση ιδιαίτερη στον χώρο του βρετανικού σινεμά, ο Michael Winterbottom έχει συγκροτήσει σε διάστημα λιγότερο των 10 χρόνων ένα έργο που διακρίνεται για την θεματική πολυμορφία του: πορτραίτα της σύγχρονης ζωής, ταινίες εποχής, ιδιόμορφες ιστορίες αγάπης αλλά και σύγχρονο πολιτικό σινεμα. Αν υπάρχει μια συνισταμένη πάνω στη οποίο αναπτύσσεται το έργο του αυτή αναμφίβολα είναι η γεμάτη ένταση και πάθος διερεύνηση των ανθρωπίνων σχέσεων και των συναισθηματικών δεσμεύσεων.
Τέτοια είναι η περίπτωση της πρώτης ταινίας που τον έκανε ευρέως γνωστό. Στην ταινία Butterfly Kiss (Το φιλί της πεταλούδας, 1995) η ζωή στον δρόμο, η ζωή στα όρια, η περιπλάνηση, οι περιστασιακές σχέσεις της μίας βραδιάς που τελειώνουν πάντα άσχημα, αυτό είναι το κέντρο. Η ζωή για την Γιούνις είναι σκληρή. Και η ίδια είναι σκληρή. Το σώμα της διακοσμημένο με τατουάζ, σημάδια από ανοικτές πληγές και ουλές, καλύπτεται από αλυσίδες και piercings. Η Γιούνις αποζητά την ηδονή του σώματος και προσδοκά την γαλήνη της ψυχής. Άγγελος της οργής και προάγγελος του θανάτου, η Γιούνις θα συναντήσει την Μίριαμ, μια υπάλληλο σ' ένα βενζινάδικο. Αυτή η συνάντηση θα σημαδεύει ανεξίτηλα τις δύο γυναίκες: το ερωτικό πάθος που θα τις ενώσει είναι μόνο ένα προκάλυμμα. Καθώς θα περιπλανιούνται στην βρετανική επαρχία , οι δύο γυναίκες θα "διανθίσουν" την ερωτική τους σχέση με μια σειρά από φόνους ανδρών (αλλά και γυναικών). Θύματα ενός ένοχου ερωτισμού, οι άνδρες δεν αποτελούν μόνο τα σφάγια μίας θυσίας που η Γιούνις (και περιστασιακά η Μίριαμ) θα προσφέρουν στον Θεό. Είναι, την ίδια στιγμή, αυτοί οι άνδρες και θύτες των δύο γυναικών: ο ερωτικός τους πόθος σημαδεύει ανεξίτηλα την Γιούνις και την Μίριαμ.
Καθώς όλη η αφήγηση στο Butterfly Kiss περιστρέφεται γύρω από την "ένοχη" ερωτική σχέση των δύο γυναικών, είναι η υποκριτική παρουσία των δύο κεντρικών ηθοποιών -η Amanda Plummer (Pulp Fiction) στο ρόλο της Γιούνις/ Eunice και η Saskia Reeves στον ρόλο της ερωτικής της συντρόφου- που αφήνει έντονα ίχνη στην ταινία. Μέσα στην δραματική πλοκή, οι δύο γυναίκες αποτελούν δύο χαρακτήρες συμπληρωματικούς. Τα υποκοριστικά που χρησιμοποιούν είναι άκρως χαρακτηριστικά: για τη Γιούνις, Γιού (You-Έσυ) και για την Μίριαμ, Μι (Me-Εγώ). Έτσι στην τελευταία σκηνή της ταινίας, στην παραλία, κάτι δραματικό συμβαίνει: στην χαμηλών τόνων Μίριαμ μοιάζει να μεταβιβάζεται κάτι από το πάθος και την ένταση της Γιούνις και μ' ένα ανάλογο τρόπο η Γιούνις, επιτέλους, θα κερδίσει λίγη από την γαλήνη και την εσωτερική ηρεμία της Μίριαμ. Αυτή τελευταία σκηνή εμπεριέχει και όλη την ουσία της ταινίας: αυτό που βλέπει ο θεατής δεν είναι μια ερωτική ταινία. Είναι μία ταινία για έναν έρωτα
Μια ολοκληρωτική στροφή σε σχέση με την προηγούμενη ταινία συνιστά το Go Now, στην οποία στον κεντρικό ρόλο βρίσκουμε τον Robert Carlyle. Υποδύεται έναν νεαρό άνδρα που βρίσκεται μπροστά σε μια ολοκληρωτική ανατροπή της ζωής του. Είναι η σοβαρή ασθένεια που αντιμετωπίζει- πολλαπλή σκλήρωση- που τον οδηγεί σε μια επαναξιολόγηση της ζωής του. Ο σκηνοθέτης σχεδιάζει ένα πορτραίτο και αντιμετωπίζει τον ήρωα και τις δυσκολίες του μέσα από ένα βλέμμα συμπάθειας και ευαισθησίας.
Το Jude (1996) οδηγεί τον Winterbottom ακόμα πιο βαθιά στις σκοτεινές περιοχές του ανθρώπινου πόνου. Βασισμένη στο εξαιρετικό μυθιστόρημα τον Thomas Hardy, Jude the Obscure η ταινία αφηγείται μια ενοχή ερωτική ιστορία. Ταινία εποχής το Jude βυθίζει τον θεατή μέσα στην εξαθλίωση και τον πόνο που βιώνουν οι "καταραμένοι" ήρωες -ο Christopher Eccleston και η Kate Winslet στους ρόλους των εραστών. Η ταινία χαρακτηρίζεται απ' ένα πολλές φορές ο αβάσταχτο πεσσιμισμό και η ερωτική ιστορία ζωγραφίζεται με τα πιο μελανά χρώματα, όχι όμως και το ερωτικό πάθος: αυτό φαίνεται ότι αποτελεί τόσο την αιτία καταστροφής όσο και τον λόγο ζωής για τους δύο εραστές.
Μια επίσκεψη σε μια ταραγμένη περιοχή του πλανήτη συνιστά η ταινία Welcome to Sarajevo (1997). Διαδραματιζόμενη στην σπαρασσόμενη από τον πόλεμο πρωτεύουσα της Βοσνίας η ταινία επικεντρώνεται στις εμπειρίες του πολέμου, όπως τις ζουν μια ομάδα δυτικών δημοσιογράφων. Αν και η ταινία παραμείνει προσκολλημένη στην οπτική γωνία του σκηνοθέτη της - ένας δυτικός που παρατηρεί έναν πόλεμο στα Βαλκάνια- παρ' όλα αυτά συλλαμβάνει την ένταση και αναταραχή που διαποτίζει τις ανθρώπινες σχέσεις μέσα σ' ένα περιβάλλον χάους.
Το With Or Without You (1999) είναι ένα ρομαντικό δράμα με κωμικά στοιχεία. Αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού που αντιμετωπίζει κρίση στον γάμο του. της Rosie κα του Vincent, ενός πρώην αστυνομικού, που εγκατέλειψε το Σώμα μετά από επιμονή της γυναίκας του. Ζουν στην Ιρλανδία και μετά από 5 χρόνια έγγαμης συμβίωσης έχουν αρχίσει να απομακρύνονται συναισθηματικά. Οι απόπειρές τους για ένα παιδί υπήρξαν μέχρι τώρα ανεπιτυχείς, κάτι που επιτείνει την κρίση στο ζευγάρι. Σ' αυτήν την κατάσταση κρίσης ο τρίτος άνθρωπος δεν θα αργήσει να εμφανισθεί: ο Benoit ένας Γάλλος, φίλος της Rosie. Απογοητευμένος συναισθηματικά αναζητά την κοπέλα με την οποία παλιά αλληλογραφούσε. Παρόλο που ποτέ μέχρι τώρα δεν συναντήθηκαν, τα αισθήματα συμπάθειας του για την Rosie παρέμειναν σταθερά όλα αυτά τα χρόνια. Η φιλοξενία που το ζευγάρι προσφέρει στον Benoit θα επιτείνει τις εντάσεις στις μεταξύ τους σχέσεις. Ο λόγος; Η συμπεριφορά του Benoit απέναντι στην παλιά του φίλη και η τρυφερότητα με την οποία τον κοιτάζει η Rosie προκαλούν αισθήματα αντιπάθειας στον Vincent. Αποκορύφωμα της κρίσης είναι η συνάντηση του Vincent με την πρώην φίλη του την Cathy. Ο γάμος της Rosie και του Vincent φαίνεται ότι πλέον βαδίζει προς το τέλος τους. Ταινία για την εσωτερική κατάσταση ενός γάμου το With Or Without You επικεντρώνεται στα συναισθήματα, στην αλλαγή του συναισθηματικού τοπίου, στους ακατάλυτους δεσμούς αισθημάτων που συνδέουν ένα ζευγάρι.
Στην ταινία Wonderland (1999), ο Michael Winterbottom σχεδιάζει τρία πορτραίτα γυναικών που ζουν μέσα σε μια μεγάλη πόλη. Η Nadia είναι μια γοητευτική, αλλά μόνη, σερβιτόρα. Βάζει αγγελίες αναζητώντας ερωτικούς συντρόφους. Η Debbie μεγαλώνει τον γιο της μόνη της, χωρίς την υποστήριξη του πατέρα του. Αναζητά την απόλαυση σε περιστασιακές σχέσεις. Η Molly είναι φαινομενικά ευτυχισμένη. Είναι παντρεμένη και έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Όμως η ανασφάλεια παραμονεύει όταν ο άνδρας της εγκαταλείπει την δουλειά του για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του: θέλει να γίνει σεφ. Η Nadia, η Debbie, η Molly, είναι αδελφές. Οι γονείς τους βρίσκονται στα πρόθυρα της κρίσης. Ο πατέρας τους, ο Bill, έχει χάσει την δουλειά του και περιπλανιέται χωρίς σκοπό και νόημα. Η μητέρα τους, η Eileen βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Τελευταίο πρόσωπο στην αφήγηση ο σχεδόν εξαφανισμένος μοναδικός γιος του ζευγαριού, ο Darren. Μια κατάδυση στο εσωτερικό της οικογενειακής ζωής επιχειρεί μ' αυτην την ταινία ο Michael Winterbottom. Το σκηνοθετικό ύφος - κάμερα στο χέρι, φυσικοί φωτισμοί, χρήση της αργής κίνησης- οι ερμηνείες των ηθοποιών, αλλά και η μουσική του Michael Nyman (Piano), βρίσκονται στο κέντρο. Πίσω όμως από τις εικόνες της ο θεατής μπορεί να αναζητήσει το πορτραίτο μίας πόλης, του Λονδίνου, και τις προσωπογραφίες των κατοίκων της: η απεγνωσμένη αναζήτηση της ευτυχίας, η αποξένωση, η απουσία ουσιαστικών διαπροσωπικών σχέσεων σημαδεύουν τα πρόσωπα σ' αυτήν την ταινία.
Με το The Claim, ένα ιδιόμορφο γουέστερν, ο Winterbottom επιστέφει σ' ένα αγαπημένο του, όπως φαίνεται, μυθιστοριογράφο: τον Thomas Hardy και στο έργο του The Mayor of Casterbridge. Η ταινία περιγράφει το τι ακολούθησε μία από τις μεγαλύτερες μεταναστεύσεις που έγιναν στην παγκόσμια ιστορία την άφιξη μισού εκατομμυρίου χρυσοθήρων, το 1849, στη Καλιφόρνια. Η ενοχή και η λύτρωση, η εκδίκηση, η αναζήτηση του ονείρου, η απληστία, η δημιουργία ενός νέου κόσμου, οι χίμαιρες, η διάψευση των προσδοκιών: σημαδεύουν τις ψυχές των προσώπων αυτής της ταινίας. "Από την μια πλευρά υπάρχει ο Πυρετός του Χρυσού, οι πιονέροι και οι μετανάστες και από τη άλλη η νέα γενιά που αντιπροσωπεύεται από την άφιξη του σιδηροδρόμου και την έναρξη του εκπολιτισμού στην Καλιφόρνια. Στη ταινία υπάρχει η αίσθηση της μετάβασης από μια κουλούρα του μετανάστη μεταλλωρύχου στον Αμερικάνικο πολιτισμό", όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης. Παρακολουθούμε μέσα από τα πρόσωπα των κεντρικών χαρακτήρων έναν τόπο σε διαρκή εξέλιξη, το πως μεταμορφώνεται, το πως αλλάζει, το πως εγκαταλείπει το παρελθόν για να υποδεχθεί το μέλλον.
Η ταινία 24 Hour Party People αποτελεί μία επιστροφή στο πρόσφατο παρελθόν, καθώς διαδρματίζεται στα τέλη της δεκαετίας του 70. Τότε η πανκ μουσική έχει σαρώσει τους δεινόσαυρους της ροκ και έχει ανατρέψει τα δεδομένα στον χώρο της μουσικής. Νέα πρόσωπα έρχονται στο προσκήνιο που ανανεώνουν την ροκ και ποπ και εκφράζουν το πνεύμα της εποχής. Ένα από τα κέντρα αυτού του κινήματος υπήρξε η σκηνή του Μάντσεστερ και συγκροτήματα όπως οι Joy Division, με τον τραγουδιστή τους Ian Curtis (που αυτοκτόνησε σε ηλικία 23 χρονών), οι New Order (η μετεξέλιξη των Joy Division) και οι Happy Mondays με τον Shaun Ryder. Κεντρικό πρόσωπο σ' αυτήν την νοσταλγική επιστροφή είναι ο Tony Wilson, μία αμφιλεγόμενη εκκεντρική προσωπικότητα, το κεντρικό πρόσωπο στην σκηνή του Μάντσεστέρ: η αφήγηση παρακολουθεί την άνοδο και την πτώση του -από το 1976 έως το 1992. Φιλόδοξος αλλά απογοητευμένος τηλεοπτικός ρεπόρτερ, θα αισθανθεί την ζωή του να αλλάζει όταν θα βρεθεί στην συναυλία ενός άγνωστου τότε συγκροτήματος: των Sex Pistols. Όχι μόνο ενεργός ακροατής αλλά από την αρχή διαμορφωτής, ο Tony Wilson ίδρυσε την εταιρεία Factory που στέγασε όλα τα σημαντικά ονόματα της σκηνής, και επιπλέον δημιούργησε το θρυλικό κλαμπ Hacienda, με την οργιαστική ηδονιστική ατμόσφαιρα, την άτυπη έδρα της σκηνής: Μεγαλομανής ή οραματιστής, ο Tony Wilson σφράγισε με την παρουσία του μία ολόκληρη εποχή.
Μακριά από το ύφος των ταινιών που βασίζονται σε κλασικά μυθιστορήματα (Jude, The Claim) o Michael Winterbottom βρίσκεται μ' αυτήν την ταινία πιο κοντά στο ύφος της ταινίας Wonderland: η ενέργεια, η ένταση, η δημιουργικότητα και το χιούμορ κυριαρχούν στις εικόνες. Κινηματογραφώντας ένα πρόσωπο και μία εποχή, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να αποτίσει ένα φόρο τιμής στην χαοτική ατμόσφαιρα και στο δημιουργική αναρχία που σφράγισε αυτή την μουσική. Ο σκηνοθέτης θα δηλώσει σχετικά με την ταινία: "Το στυλ της Factory ήταν καθοριστικό: περιείχε ιδέες όπως αναρχία, χάος, να αφήνεις τους ανθρώπους να κάνουν αυτό που θέλουν. Ήταν εκεί για την πλάκα τους και δεν αντιμετώπιζαν αυτό που έκαναν σαν εργασία, σαν μπίζνες. Θυμάμαι τον Tony Wilson να είναι καθημερινά στην τηλεόραση και να παρουσιάζει τα τοπικά νέα. Με γοήτευε το γεγονός ότι ζούσε μία διπλή ζωή, διοικώντας την Factory Records και όντας μέρος της νυχτερινής ζωής. Αν κάναμε ταινία για μία άλλη εταιρεία δίσκων, τότε τίποτε δεν θα ήταν το ίδιο."
Τους δρόμους της προσφυγιάς και της μετανάστευσης χαρτογραφεί αυτή η βραβευμένη στο Φεστιβάλ Βερολίνου ταινία In This World : από τις έρημους της Κεντρική Ασίας οι δύο νεαροί ήρωες ταξιδεύουν προς έναν φανταστικό παράδεισο. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ διαφορετική. Φεβρουάριος, 2002. Πεσαβάρ, Πακιστάν. Σ' ένα από τα πολλά στρατόπεδα προσφύγων της περιοχής ζουν 53 χιλιάδες Αφγανοί. Ανάμεσα τους είναι ο 16χρονος Jamal που δουλεύει σε μια βιοτεχνία που κατασκευάζει τούβλα και ο μεγαλύτερος του ξάδελφος, ο Enayatullah, που πουλά hi -fi στην τοπική αγορά. Ένα μακρύ και παράνομο ταξίδι προς την Ευρώπη θα ξεκινήσουν οι δύο. Το κόμιστρο είναι και για τους δύο 20000 δολάρια και η μεταφορά από ξηράς. Ιράν, Κουρδιστάν, Τουρκία και από εκεί δια θαλάσσης κλεισμένοι μέσα σ' ένα κοντέινερ το ταξίδι προς το Λονδίνο. Φορτηγά, λεωφορεία, φθηνά ξενοδοχεία όπου περιμένουν το επόμενο μέσο που θα τους μεταφέρει μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο κοντά στην γη του ονείρου. Ο φόβος και η αγωνία.
Επιλέγοντας την φόρμα της ταινίας δρόμου ο Michael Winterbottom προσδίδει στην ταινία ένα ρεαλιστικό ύφος κάνοντας δύο καθοριστικές επιλογές: τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες (που υποδύονται ερασιτέχνες) και το μέσο για την κινηματογράφηση (χρησιμοποιεί δηλαδή την ψηφιακή κάμερα στο χέρι). Μ' αυτή του την ταινία ο σκηνοθέτης επιστρέφει, μετά από το λαμπερό διάλειμμα του 24 Hour Party People, στην γκρίζα και εν πολλοίς αφανή πραγματικότητα: Μια βαθιά αίσθηση ανθρωπισμού διαποτίζει τις εικόνες. Επίκαιρη αναμφίβολα, η ταινία όμως διεκδικεί την προσοχή του θεατή και για ένα άλλο λόγο: καταγράφει εκ του σύνεγγυς τον απέλπιδα αγώνα του ανθρώπου για μια καλύτερη ζωή, την οδύσσεια του προς αναζήτηση ενός φιλόξενου τόπο, τον ξεριζωμό, τον χωρισμό του από φίλους και συγγενείς με σκοπό την επιβίωση.
Μια ταινία που επικεντρώνεται στο πάθος και τις εντάσεις μιας ερωτικής σχέσης, είναι το 9 Songs. Εδώ ο κεντρικός ήρωας Ματ, ένας νέος επιστήμονας, θυμάται την παθιασμένη ερωτική του σχέση με τη Λίσα. Γνωρίστηκαν σε μια συναυλία στο Brixton Academy του Λονδίνου. Και μαζί, για αρκετούς μήνες, βιώνουν ένα αμοιβαίο ερωτικό πάθος, τα αναπόφευκτα στάδια του οποίου -οικεία σε όποιον έχει υπάρξει ερωτευμένος- ξεδιπλώνονται παράλληλα με τα εννέα live τραγούδια, όπως μαρτυρά και ο τίτλος της ταινίας. Το ηχητικό background της σχέσης αποτελεί η μουσική μεταξύ άλλων των Salif Keita, Elbow, Franz Ferdinand, Primal Scream, The Dandy Warhols, Super Furry, Black Rebel Motorcycle Club, The Von Bondies.
Οι δύο εραστές, αφοσιώνονται στην αρχή, στο ερωτικό παιχνίδι, καθώς προσπαθούν να μάθει ο ένας το σώμα του άλλου. Στη συνέχεια, με το η σχέση τους μεταλλάσσεται και μια συναισθηματική δυναμική γεννιέται ανάμεσά τους. Το κεντρικό στοιχείο στην σχέση τους είναι ο σεξουαλικός πόθος και η εξερεύνηση του. Ο Michael Winterbottom σχολιάζει ως εξής την ταινία του: «Οι περισσότερες ερωτικές ταινίες δείχνουν πολύ λίγο σεξ. Στο 9 Songs δεν ήθελα οι θεατές απλώς να ερεθιστούν από μια φευγαλέα ματιά. Είναι η ιστορία μιας σχέσης και το έδαφος όπου διαδραματίζεται είναι το κρεβάτι -η οπτική γωνία είναι αυτή του ζευγαριού που κάνει έρωτα. Κάνω τις ταινίες που θέλω να κάνω. Και μ' αυτήν εδώ θέλω να προκαλέσω, να πω πού βρίσκεται το κακό στο να δείχνεις το σεξ;».
Η επόμενη του ταινία είναι το Tristram Shandy: A Cock and Bullstory, μια ταινία εποχής βασισμένη πάνω στη κωμική πραγματεία του Lawrence Sterne, The Life and Opinions of Tristram Shandy, Gentlemen. Σχολιάζοντας την παρατήρηση ότι το βιβλίο είναι απ' αυτά που δεν προσφέρονται για μεταφορά στον κινηματογράφο, ο Michael Winterbottom δηλώνει καταρχάς ότι αυτό το σχέδιο «τον απασχολούσε για 10 περίπου χρόνια. Το βιβλίο είναι πολύ μεγάλο (σ.τ.σ. έχει συνολική έκταση 720 σελίδες) και από όλο αυτό το τεράστιο υλικό χρησιμοποιήσαμε περίπου 10 σκηνές». Και συνεχίζει: «Το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η ταινία είναι ένα πολύ παιχνιδιάρικο, χιουμοριστικό, κεφάτο βιβλίο. Όταν γράφτηκε -γράφτηκε σαν μια κωμωδία, είναι λίγο μπερδεμένο. Νομίζω ότι επειδή γράφτηκε πριν από 200 χρόνια ο κόσμος πιστεύει ότι υπάρχει σ' αυτό κάποιο είδος ηθικού διδάγματος».
Αναφερόμενος στους λόγους που χρησιμοποίησε την ψηφιακή τεχνολογία σ' αυτήν την ταινία, είπε ότι δεν ήταν οικονομικοί αφού η νέα τεχνολογία δεν είναι πολύ φθηνότερη σε σχέση με τα 35mm. Ωστόσο η ψηφιακή τεχνολογία ήταν γι' αυτόν μια ευκαιρία για αυτοσχεδιασμό. «Όσον αφορά τα σκηνικά και τη χρήση της κάμερας είπαμε όλα να είναι πολύ απλά. Χρησιμοποιήσαμε για φωτισμό, όσο αυτό ήταν δυνατό, τον υπάρχοντα φωτισμό του χώρου».
Το 2006 επιστρέφει με μια ταινία που ανήκει σ' ένα πολιτικά στρατευμένο σινεμά. Αυτήν την φορά εστιάζει στο ζήτημα της παραβίασης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, όπως συμβαίνει με την περίπτωση του στρατοπέδου συγκέντρωσης στο Γκουαντάναμο. Ο τίτλος της ταινίας είναι The Road To Guantanamo και όπως δηλώνει ο ίδιος: «Η ιστορία της ταινίας έχει σαν κεντρικούς ήρωες 3 βρετανούς πολίτες, μουσουλμάνους στο θρήσκευμα που φυλακίστηκαν στη φυλακή ύψιστης ασφαλείας στο Γκουαντάναμο της Κούβας». Οι ιστορίες τονίζει είναι πραγματικές και «το σενάριο βασίστηκε σε συνεντεύξεις με τους αληθινούς πρωταγωνιστές, συνολικής έκτασης 600 σελίδων». Η ταινία παρακολουθεί ένα ταξίδι, «τις διαδρομές των ηρώων από το Πακιστάν μέχρι τον εγκλεισμό τους στη φυλακή του Γκουαντάναμο». Ο Michael Winterbottom αναμειγνύει εικόνες ετερόκλιτες -από ντοκιμαντέρ, τις τηλεοπτικές ειδήσεις αλλά και αυτές που αναπαριστούν τις δραματικές εμπειρίες τριών νεαρών ανδρών που ξαφνικά βρίσκονται κατά λάθος στο μάτι του κυκλώνα. "Δεν νομίζω ότι η ταινία είναι αντι-αμερικάνικη" δηλώνει και συνεχίζει "Είμαι σίγουρος ότι και στην Αμερική υπάρχουν πολλοί που αντιτίθενται στο Γκουαντάναμο. Αυτό που λέμε στην ταινία είναι ότι αυτό που συμβαίνει εκεί είναι σοκαριστικό. Φανταστείτε τι μπορεί να σας συμβεί αν συλληφθείτε χωρίς κατηγορίες από ένα τέτοιο σύστημα." Η ταινία βραβεύτηκε με την Αργυρή Άρκτο στο φεστιβάλ Βερολίνου 2006.