tavernie.jpg

Ο Μπερτράντ Ταβερνιέ/ Bertrand Tavernier από πολύ νεαρή ηλικία αποφάσισε ότι αυτό που θέλει να κάνει είναι να γυρίζει ταινίες. Στην ηλικία των 14 ανακάλυψε τις ταινίες των Ρενουάρ, Φριτζ Λανγκ και Μπάστερ Κίτον στην γαλλική Ταινιοθήκη.
Έκανε το ντεμπούτο του ως βοηθός του Ζαν Πιερ Μελβίλ στην ταινία Léon Morin, prêtre/ The Forgiven Sinner (1961) και με την πρώτη ταινία που σκηνοθέτησε, L' horloger de Saint-Paul/ The Clockmaker of Saint-Paul (1974), απέσπασε την Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ Βερολίνου. 
Τα επόμενα έργα του, Que la fête commence.../ Let Joy Reign Supreme (1975) και Le juge et l'assassin/ The Judge and the Assassin (1976) τον καθιέρωσαν σαν δημιουργό.
Το 1977 ήταν σκηνοθέτης αλλά και για πρώτη φορά συμπαραγωγός στην ταινία Des enfants gâtés/ Spoiled Children, ενώ το 1980 γύρισε την αγγλόφωνη ταινία  La mort en direct/ Death Watch στην Σκότια με πρωταγωνιστές την Ρόμι Σνάιντερ και τον Χάρβεϊ Καιτέλ, ταινία που του χάρισε την διεθνή αναγνώριση.
Επόμενες ταινίες του ήταν οι Une semaine de vacances/ A Week’s Vacation και Coup de torchon /Clean Slate με την Isabelle Huppert/ Ιζαμπέλ Ιπέρ. Το 1984, ο Ταβερνιέ κέρδισε αρκετά βραβεία με την ταινία Un dimanche à la campagne/ A Sunday In The Country, ανάμεσα στα οποία ήταν και εκείνο της σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ των Καννών, το βραβείο κριτικών της Νέας Υόρκης και το βραβείο Βρετανών κριτικών.
Η επόμενη ταινία του, Round Midnight (1985) ήταν μια ταινία για τη τζαζ μουσική που κέρδισε το OSCAR καλύτερης μουσικής επένδυσης.  Στο Παρίσι του 1959 ένας σαξοφωνίστας, που κάποτε ήταν διάσημος, δουλεύει στο «Μπλου Νόουτ». Μένει μαζί με άλλους μαύρους Αμερικανούς σ' ένα ξενοδοχείο και οι συγκάτοικοί του προσπαθούν να τον κρατήσουν μακριά από το αλκοόλ για να μπορεί τα βράδια να εμφανίζεται στο κέντρο. Ενας νεαρός Παριζιάνος θαυμαστής του δεν έχει χρήματα για να μπει στο «Μπλου Νόουτ» να τον ακούσει και κάθεται στο πεζοδρόμιο μέσα στη βροχή για ν' ακούει το σαξόφωνο. Είναι μόνος από τότε που η γυναίκα του τον εγκατέλειψε και ζει πουλώντας αφίσες. Μια βραδιά ο μουσικός τον αντιλαμβάνεται, αγοράζει μια αφίσα και ο νεαρός μπαίνει στο κλαμπ να τον απολαύσει από κοντά. Οι δύο άνδρες θα συνδεθούν, αφού ο νεαρός θα κάνει τα πάντα για να μπορέσει ο σαξοφωνίστας να βρει τον εαυτό του και να ξαναζήσει τη δόξα που του αξίζει.
Οι ταινίες La Passion Béatrice και Life and Nothing But (La Vie et rien d'autre) έγιναν γνωστές για τις εξαιρετικές ερμηνείες τους. Στην ταινία Το πάθος της Βεατρίκης/ La Passion Béatrice (1987) κεντρικός ήρωας είναι ο Φρανσουά ντε Καρτεμάρ, παιδί ακόμη, υπόσχεται στον πατέρα του, που φεύγει για τον πόλεμο, να προσέχει τη μητέρα του και να υπερασπίζεται την τιμή της. Οταν την πιάνει, όμως, με τον εραστή της, τη σκοτώνει. Ο πατέρας του δε θα επιστρέψει ποτέ. Πολλά χρόνια αργότερα, ο Φρανσουά φεύγει για να πολεμήσει τους Αγγλους, αλλά η δειλία του γιου του Αρνό γίνεται αιτία να αιχμαλωτιστεί. Στον πύργο έχει αφήσει την κόρη του Βεατρίκη, η οποία θα κάνει τα πάντα για να τον απελευθερώσει. Οταν, όμως, γυρίσει, θα ακολουθήσουν δραματικές καταστάσεις. Μια αναπαράσταση της σκληρής εποχής του μεσαίωνα, μέσα από μια βίαιη ιστορία με φόνους τιμής και εκδίκησης. Φανερή είναι και η έκφραση του πάθους, που οδηγεί τον άνθρωπο στη ζωώδη κατάσταση.
Αργότερα ο Ταβερνιέ άρχισε να γυρίζει ντοκιμαντέρ όπως οι ταινίες Mississipi Blues και The Undeclared War, μια 4ωρη ταινία για τον πόλεμο στην Αλγερία.
Η ταινία L.627 (1991) αναφέρεται στον νόμο "627" του γαλλικού ποινικού κώδικα που αφορά τη χρήση ναρκωτικών και αποτελεί τον "μπούσουλα", τη Βίβλο, με την οποία κινείται ο αστυνόμος της Δίωξης Ναρκωτικών. Μια ομάδα αστυνομικών παλεύει με κάθε τρόπο να κάνει αποτελεσματικά το καθήκον της σε μια λαϊκή συνοικία του Παρισιού. Ο Ταβερνιέ γύρισε την ταινία έπειτα από την περιπέτεια που είχε ο γιος του με τα ναρκωτικά. Και με λιτό, ρεαλιστικό τρόπο "ζωγραφίζει" μια σκληρή αυθεντική, νατουραλιστική εικόνα της τεράστιας δυσχέρειας που χαρακτηρίζει τη δίωξη ναρκωτικών σε καθημερινή βάση στις λαϊκές συνοικίες. Ο Ταβερνιέ δεν υπερασπίζεται φυσικά την ύπαρξη μιας καταπιεστικής αστυνομίας, αλλά προτείνει να γίνει η αστυνομία πιο αποτελεσματική.
Το 1995 ήταν η χρονιά του να βραβευτεί με την Χρυσή Άρκτο στο φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία The Bait, ενώ το 1996 του απονεμήθηκε το βραβείο CESAR από τους συμπατριώτες του για την σκηνοθεσία της ταινίας Captain Conan.
Αργότερα η ταινία It All Starts Today (1999) απέσπασε το βραβείο κοινού στο Σαν Σεμπάστιαν. O Ζακ Γκαμπλέν πήρε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης ερμηνείας στο φεστιβάλ Βερολίνου για το Safe Conduct (2002), ενώ πρωταγωνίστησε και στην επόμενη ταινία του Ταβερνιέ Holy Lola (2004).
Το In the Electric Mist (2009) βασίζεται στο best seller του Τζέιμς Λι Μπερκ «In the electric mist with confederate dead». Διαδραματίζεται στην Λουιζιάνα και έχει σαν κεντρικό χαρακτήρα έναν ντετέκτιβ -τον υποδύεται ο Tommy Lee Jones- που κυνηγάει έναν μανιακό δολοφόνο που έχει ως θύματά του νεαρές γυναίκες...
Η ταινία La princesse de Montpensier (2010) διαδραματίζεται στη Γαλλία το 1562. Ο πόλεμος ανάμεσα σε Καθολικούς και Προτεστάντες μαίνεται υπό συνθήκες δολοπλοκιών και διαρκώς μεταβαλλόμενων συμμαχιών. Η Μαρί ντε Μεζιέρ (Μελανί Τιερί/ Melanie Thierry), μια όμορφη νεαρή γυναίκα αριστοκρατικής καταγωγής και ο Ανρί ντε Γκίζ, ένας από τους πιο ατρόμητους ήρωες του βασιλείου, είναι ερωτευμένοι, αλλά ο πατέρας της Μαρί την έχει ήδη λογοδοσει με τον Πρίγκιπα του Μονπενσιέ (Γκρεγκουάρ Λεπρίνς-Ρινγκέ/ Grégoire Leprince-Ringuet).

Ο Μπερτράντ Ταβερνιέ δηλώνει σε μια συνέντευξή στη Λένα Παπαδημητρίου (εφ. Το Βήμα, 05/01/1997): «Πιστεύω ότι δεν πρέπει να επιλέγεις ποτέ την πρώτη σου ταινία ­ υπάρχουν άλλωστε αρκετοί σκηνοθέτες που έκαναν μια επιτυχία για να εξαφανιστούν μετά τελείως. Είναι προτιμότερο να ξεχωρίζεις κάποια από τη δεύτερη φάση της καριέρας σου. Και εμένα προσωπικά μου έχει συμβεί αρκετές φορές, μου συμβαίνει μάλιστα ακόμη, να κάνω επιτυχία με πρόσφατες ταινίες μου, με ταινίες που αιφνιδιάζουν τον κόσμο. Αυτό μου λέει ότι δεν πέθανα ακόμη. Η "Κυριακή στην εξοχή" ήταν ίσως η πιο απροσδόκητη επιτυχία μου ­ είχα την αίσθηση ότι δεν αφορούσε κανέναν και είναι αλήθεια ότι είναι μια ταινία πολύ προσωπική. Και όμως έγινε παγκοσμίως διάσημη, έπαιρνα γράμματα από όλο τον κόσμο».

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή, δημοσιεύματα του τύπου)