(αποσπάσματα απο ένα masterclass)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_luciano-tovoli.jpg

[Για την ορολογία: Oπερατέρ, κινηματογραφιστής και διευθυντής φωτογραφίας] Όλοι αυτοί οι όροι περιγράφουν το ίδιο επάγγελμα. Όταν οι αμερικανοί σκηνοθέτες ίδρυσαν την ένωσή τους, το Directors Guild of America, οι κινηματογραφιστές που ήθελαν να έχουν το προνόμιο των σκηνοθετών, επέλεξαν να ονομάζονται ‘διευθυντές φωτογραφίας’, χωρίς όμως τελικά να κερδίσουν κάτι. Σήμερα επανερχόμαστε στον όρο ‘κινηματογραφιστής’. Μου αρέσει η λέξη ‘κινηματογραφία’, προέρχεται από το ‘γράφω’ και την ‘κίνηση’, κι επειδή βρισκόμαστε στην Ελλάδα με καταλαβαίνετε: αυτό που με ενδιέφερε ήταν πώς μπορούμε να γράψουμε το φως με μία κίνηση. Πολλοί μεγάλοι φωτογράφοι ήταν σπουδαίοι καλλιτέχνες, δεν ήθελαν όμως να περάσουν στην κινηματογραφική φωτογραφία. Ο οπερατέρ είναι ο αρχηγός επί του πεδίου, όχι ένας καλλιτέχνης που δουλεύει για τον εαυτό του. Σήμερα οι ομάδες στα γυρίσματα μειώνονται λόγω της τεχνολογίας, ενώ παλιότερα το πλατό ήταν ένα τσίρκο, μία γιορτή γεμάτη θόρυβο. Σήμερα όλα γίνονται διακριτικά, δεν υπάρχουν φωνές, ούτε σκόνη. Ο καθένας παραμένει στη γωνιά του. Κι έτσι ο κινηματογράφος άλλαξε πρόσωπο.

[Για τους Ληστές του Οργκόζολο του Βιτόριο ντε Σέτα] Βρεθήκαμε στα βουνά της Σαρδηνίας, όπου μείναμε για έξι μήνες ανάμεσα σε βοσκούς. Ο σκηνοθέτης δούλεψε μία μυθοπλασία με ήχο και εικόνα, χωρίς σχόλια, στηριζόμενος στην καθημερινότητα των βοσκών που ανεβαίνουν στα βουνά και γίνονται κακοποιοί. Βρεθήκαμε ξαφνικά σε μία νεορεαλιστική ταινία, που ήταν κάτι μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Για μένα ο κινηματογράφος είναι ντοκιμαντέρ, δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στη μυθοπλασία και το ντοκιμαντέρ. Υπάρχει πάντα ένας κοινός παρονομαστής, θέλουμε να παρουσιάσουμε στην οθόνη μία κατάσταση είτε πραγματική είτε μυθοπλαστική.

[Για το ρεπορτάζ ] Το 1974, πάλι με τον ντε Σέτα, γυρίσαμε μία σημαντική ταινία, το Un año en Pietralata, στα προάστια της Ρώμης, σε περιοχές με σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Καταγράψαμε ένα δημόσιο σχολείο που έδιωχνε από τις τάξεις του κάποια παιδιά, τα οποία στη συνέχεια γίνονταν κλέφτες. Ο σκηνοθέτης συνάντησε τα παιδιά και τους γονείς τους, απευθύνθηκε στο υπουργείο παιδείας και κατάφερε να επαναφέρει τους μαθητές στο ίδιο σχολείο. Χάρη στην κάμερα, ίσως να άλλαξε η κατάσταση. Τέσσερις μήνες αργότερα, τα αγοράκια αυτά που είχαν εμπλακεί σε κλοπές, πέτυχαν καλύτερα αποτελέσματα στις εξετάσεις από τα άλλα παιδιά. Η ταινία γνώρισε τεράστια επιτυχία, παίχτηκε και στον τηλεοπτικό σταθμό RAI. Είδαμε έτσι το πάθος για ρεπορτάζ σε κοινωνικό επίπεδο να μεταφέρεται στο σινεμά».

[Για τον Μικελάντζελο Αντονιόνι και το ντοκιµαντέρ του Κίνα] Ο Αντονιόνι ήταν ο απόλυτος μύθος και ξαφνιάστηκα όταν δέχτηκα ένα τηλεφώνημά του στο οποίο μου πρότεινε να πάω στην Κίνα μαζί του. Η Κίνα του Μάο ήταν για εμάς μία χώρα άγνωστη, ξέραμε περίπου τι συνέβαινε, αλλά όχι πολλά. Για μένα η φωτογραφία συνδέεται περισσότερο με την πολιτική και την κοινωνία παρά με την τεχνική. Βρεθήκαμε λοιπόν στην Κίνα της πολιτιστικής επανάστασης -κακώς μιλάμε για πολιτιστική επανάσταση γιατί καταδιώκονταν όλοι οι άνθρωποι του πνεύματος -, καλεσμένοι της κινέζικης κυβέρνησης και υπό διαρκή παρακολούθηση. Μείναμε πολλούς μήνες κι όταν γυρίσαμε προβάλλαμε την ταινία στην Ουάσιγκτον, παρουσία του Κινέζου πρέσβη κι έγινε σκάνδαλο. Όλη η κινεζική αντιπροσωπεία έφυγε από την προβολή, η ταινία λογοκρίθηκε και δεν προβλήθηκε στην Κίνα για 30 χρόνια. Μας κατηγόρησαν ότι ήμασταν καπιταλιστές, ότι δείξαμε μία πλευρά της Κίνας που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα κι ότι κάναμε σφάλματα για τα οποία έφταιγα εγώ. Τέτοια σφάλματα, ήταν για παράδειγμα μια σκηνή σε χοιροστάσιο, όπου ακούγεται ένα κινέζικο τραγούδι καθώς οι χοίροι τρώνε. Όπως μάθαμε αργότερα, το τραγούδι έλεγε ‘λαέ ήρθε η ώρα να εξεγερθείς κατά των καπιταλιστών’ κι εμείς το είχαμε αφήσει να παίζει καθώς δείχναμε τους χοίρους. Μας κατηγόρησαν ότι παρομοιάζαμε τους χοίρους με τον κινέζικο λαό, ότι ήμασταν προδότες.
(...) Το 1972 στα νοσοκομεία του Πεκίνου η αναισθησία γινόταν με βελονισμό. Δείξαμε αυτό το πλάνο αργότερα σε ένα ιατρικό συνέδριο και μας έλεγαν ότι κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Αυτό είναι για μένα το ντοκιμαντέρ, να δείχνεις κάτι που ο κόσμος δεν έχει ξαναδεί. Αυτήν την ταινία σήμερα την αναφέρουν οι ίδιοι οι Κινέζοι ως καταγραφή του ποια ήταν η κατάσταση στη χώρα τους εκείνα τα χρόνια. Η πραγματικότητα είναι πολύ ενδιαφέρουσα όταν μπορούμε να τη συλλάβουμε εκείνη την ώρα. Μπορούμε να αφηγηθούμε ενδιαφέρουσες ιστορίες μέσω του κινηματογράφου.

[Για τα πλάναστην ταινία Οι ληστές του Οργκόζολο] Ο χρόνος είναι το μυστικό. Πήγαμε στη Σαρδηνία για 15 μέρες και μείναμε 8 μήνες. Έμεινα μόνος με την κάμερα και τους βοσκούς στα πανέμορφα βουνά, υπήρχαν μέρες που δεν δούλευα, απλά χάζευα, έτρωγα τυρί και έπινα κρασί. Κι έτσι με οδήγησε ένας βοσκός σε δυσπρόσιτα μέρη. Είχα τον χρόνο.
professione-reporter.jpg
[Για το Επάγγελμα ρεπόρτερ του Μικελάντζελο Αντονιόνι] Μετά την Κίνα θεωρούσα ότι είχα τελειώσει με τον Αντονιόνι, είχαμε γίνει φίλοι και νόμιζα ότι δεν θα δούλευα ξανά μαζί του. Ξαφνικά με πήρε τηλέφωνο και μου είπε ότι έπρεπε να εμφανιστώ την επόμενη μέρα γιατί ξεκινούσε την ταινία Επάγγελμα ρεπόρτερ με τον Τζακ Νίκολσον, ο οποίος τότε ήταν ακόμη στην αρχή της καριέρας του. Πήγα στο Μόναχο και βρήκα μία ομάδα που δεν γνώριζα καθόλου, πράγμα δύσκολο, διότι σε μία καινούργια ομάδα πρέπει να εξηγείς τα πράγματα από την αρχή. Ήταν επαγγελματίες που είχαν κάνει πολύ περισσότερες ταινίες από μένα, είχαν μεγάλα μηχανήματα, βαριά, με μανιβέλες. Ήταν σαν χειρουργική επέμβαση. Σήμερα όλα αυτά έχουν γίνει πιο εύκολα. Τότε έπρεπε να δείξω εμπιστοσύνη σε συνεργάτες που δεν ήξερα. Ο Αντονιόνι μου είπε ‘κάνε σαν την Κίνα’ κι εγώ του είπα ‘μα υπάρχει ο Τζακ Νίκολσον’ κι αυτός μου απάντησε ‘κάνε σαν να είναι Κινέζος!»

[Για το Επάγγελμα ρεπόρτερ και το τελευταίο μονοπλάνο του φιλμ] Ο Αντονιόνι μου έλεγε ότι ήθελε σε αυτό το τελικό πλάνο να περάσουμε από μία υποκειμενική σε μία αντικειμενική θεώρηση. Για μένα, που δεν είμαι τόσο φιλόσοφος, το θέμα μου φαινόταν περίεργο. Για τα γυρίσματα επιστρατεύσαμε μία σφαίρα μέσα στην οποία έμπαινε η κάμερα και την οποία είχαν επινοήσει δύο Καναδοί πιλότοι, τεράστια γυροσκόπια κι έναν γερανό 40 μέτρων που μας τον έφεραν από τη Μαδρίτη. Γυρίζαμε αυτό το πλάνο επί μία ολόκληρη εβδομάδα, η κάμερα σχεδόν χάλασε, ένα καλώδιο έπεσε στη μέση του πλάνου, επειδή δεν έβαλε αρκετό σελοτέιπ ο βοηθός κι επιπλέον χάλασαν τα γυροσκόπια, ενώ επίσης φυσούσε αέρας που μας εμπόδιζε και ο παραγωγός Κάρλο Πόντι μας έβρισε γιατί καθυστερούσαμε, αποκαλώντας ‘τρελό’ τον Αντονιόνι. Όμως τελικά το πλάνο γυρίστηκε κι έφτασε να αποτελεί αντικείμενο μελέτης στις σχολές κινηματογράφου. Κάναμε μία εβδομάδα για ένα πλάνο. Καταλαβαίνετε ότι χρειάζεται χρόνος, αυτό είναι το σημείο – κλειδί.

(αποσπάσματα απο το masterclass που παρέδωσε την Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016 στην κατάμεστη αίθουσα Παύλος Ζάννας, στο πλαίσιο του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
(