“Μεγάλωσα σ' έναν στρατώνα ιππικού. Θυμάμαι που παρακολουθούσα τα φορτηγά με τα όπλα, που τα 'σερναν τρία ζευγάρια άλογα, να 'ρχονται κουδουνίζοντας μ' ελαφρό καλπασμό. Δεν ήταν εκείνο το είδος των καβαλάρηδων που συναντάς στην Αλλαγή Φρουρά του Λονδίνου. Ήταν αληθινή καβαλαρία, γυμνασμένη να πολεμάει και να σκοτώνει τον εχθρό στην μάχη. Για μένα οι στρατιώτες δεν ήταν ξύλινα παιχνιδάκια αλλά ζωντανοί άνθρωποι που είδα, αγάπησα και γνώρισα”.
Ο Βάιντα /Andrzej Wajda γεννήθηκε στις 6 Μαρτίου του 1927 στο Σουβάλκι, βορειανατολική Πολωνία, σε μια από εκείνες τις μικρές πόλεις όπου οι στρατώνες διαμορφώνουν χαρακτηριστικά το τοπίο. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός καριέρας, ή μητέρα του δασκάλα. Έτσι, όπως όλες οι στρατιωτικές οικογένειες, οι Βάιντα παρακινιόνταν από πόστο σε πόστο, σχεδόν πάντα στην επαρχία. Τέτοια παιδικά χρόνια ήταν φυσικό να σφραγίσουν την ιδιοσυγκρασία του Βάιντα και σε μια συνέντευξη με τον Μπολεσλάβ Σούλικ είπε: “Είμαι ένας απ' τους λίγους ανθρώπους που 'χουν δει σε ασκήσεις κανόνια να βροντούν, σπάθες να αιματοκυλούν, λόγχες να ξεκοιλιάζουν, άλογα να εκπαιδεύονται, ένα ολόκληρο σύνταγμα του πεζικού να επιστρέφει στο στρατόπεδο με σκι, κι ακόμα κηδείες με τα φέρετρα στοιβαγμένα πάνω σε άμαξες πυρομαχικών, όλα οπτικές εμπειρίες που έχουν αναμφίβολα αποτυπωθεί στις ταινίες μου. Κι είναι εμπειρίες που δεν νομίζω ότι έχουν εκφραστεί ακόμα ολοκληρωμένα κάποια μέρα, ίσως πετύχω να κάνω μια ταινία για έναν απ' αυτούς τους απομακρυσμένους επαρχιακούς σταθμούς, στο πνεύμα του Τσέχωφ ίσως, της Ρωσικής μάλλον παρά της Πολωνικής λογοτεχνίας, μια και δεν μπορώ να βρω κάποιο ισοδύναμο γι' αυτήν την απομονωμένη επαρχιακή ζωή στην Πολωνική λογοτεχνία”. Πρέπει να τονίσουμε ότι εκείνο τον καιρό, ο στρατός ήταν κάτι παραπάνω από ένα στρατιωτικό σχήμα ήταν συνεχιστής της αρχαίας λαμπρής παράδοσης, το πιο δοξασμένο έμβλημα της ανεξαρτησίας που κερδήθηκε ύστερα από 150 χρόνια σκλαβιάς, ένα σύμβολο υπερηφάνειας, με τους δικούς του ηθικούς νόμους και τους δικούς του θρύλους.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος ο Βάιντα ήταν μόλις 13 χρονών και 18 όταν τελείωσε. Παρ' όλα αυτά, όλα όσα περιέγραψε στις ταινίες του, ο κεντρικός πυρήνας της δουλειάς του – η επέλαση του ιππικού το 1939, η αντίσταση της Βαρσοβίας στη διάρκεια της κατοχής, το ξεσήκωμα της το 1944, ή απελευθέρωση το 1945 -δεν προέρχεται από τις δικές του εμπειρίες. Στη διάρκεια της κατοχής δήλωσε: “Πήρα μέρος μόνο στη αντίσταση και οι εμπειρίες μου ήταν λιγοστές” και αλλού “υπήρξα πράγματι στρατιώτης του Πατριωτικού Στρατού αλλά το πόστο μου δεν είχε νευραλγική σημασία κι έτσι δεν γνώρισα ποτέ τα αντίποινα των Γερμανών.....Φαντάζομαι λοιπόν ότι οι ταινίες μου για τον πόλεμο, ειδικά οι πρώτες τρεις, ή τέσσερις, γιατί συμπεριλαμβάνω και το “Λότνα” σ' αυτή την κατηγορία αποτελούν για μένα ένα αντιστάθμισμα για την συναρπαστική και ταραγμένη ζωή που πέρασαν οι άλλοι ενώ εγώ είχα την τύχη ν' αποφύγω αυτές τις φοβερές και συγκλονιστικές εμπειρίες”.
Ο Βάιντα πέρασε την κατοχή στην επαρχία και ασχολήθηκε μ' ένα σωρό ιδιόμορφες δουλειές όπως βοηθός στην αποκατάσταση εικόνων σε μια εκκλησία στο Ράντομ. Όταν ήρθε η ειρήνη,το 1945, ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές και μπήκε στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κρακοβίας.....Το 1949 ο Βάιντα εγκατέλειψε την Ακαδημία χωρίς ν' αποφοιτήσει αλλά η οπτική του αισθητική και η αγάπη του για ένα συγκεκριμένο είδος δημιουργίας είχαν ήδη σχηματιστεί. Πήρε μεταγραφή για την Κινηματογραφική Σχολή στο Λοτζ που μόλις είχε ανοίξει. Αντιλήφθηκε ότι μπορούσε να εκφραστεί καλύτερα με το σινεμά παρά με τη ζωγραφική; Η συνηθισμένη του απάντηση σ' αυτό το ερώτημα είναι ότι “έψαχνε μια δουλεία στον καθαρό αέρα”.
Σπούδασε στο Λοτζ από το 1950 μέχρι το 1952 διατηρώντας ακόμη το ενδιαφέρον του για την ζωγραφική....Έγραψε μια μελέτη για τη σύνθεση στις ταινίες του Αϊζενστάιν και έκανε μερικές μικρού μήκους ταινίες. Η διπλωματική εργασία του Βάιντα στη Σχολή, ήταν η συμμετοχή του στο σενάριο της ταινίας “Τρείς ιστορίες” που εμπνεύστηκε ο πιο τολμηρός και ίσως ο πιο δημοφιλής καθηγητής της Κιν. Σχολής, ο Α. Μποντζίεβιτς.
Τον ίδιο καιρό, τέλος του 1953, ο Αλεξάντερ Φορντ, προσωπικότητα τότε στο Πολωνικό σινεμά, σχεδίαζε μια σημαντικότερη ταινία με θέμα πάλι την νεότητα, το “ Πέντε αγόρια από την οδό Μπάρσκα” και διάλεξε τον πολλά υποσχόμενο Βάιντα σαν βοηθό του. Αυτή η δουλεία με τον Φορντ ήταν η πρώτη ουσιαστική εμπειρία του Βάιντα. Και συνέπεσε με το 1954, μια χρονιά που προμηνούσε σημαντικές αλλαγές, για τον Πολωνικό κινηματογράφο και γενικότερα.
Το έργο
Ο Βάιντα δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τον τύπο του κοσμοπολίτη σκηνοθέτη. Γεννήθηκε και έζησε συνέχεια στην Πολωνία και είναι σε μεγάλο βαθμό δημιουργία της ιστορίας της, της μυθολογίας και της τέχνης της. Σ' όλες του τις ταινίες διατηρεί την ανταλλαγή των απόψεων, τις κοινές επιθυμίες, του πόθους της Πολωνέζικης φιλολογίας και της φιλοσοφικής παράδοσης που εγκυμονεί πάντα μια έκρηξη στη χώρα της αλλά δεν έχει σε τίποτα να συγγενέψει έξω απ' τα σύνορα της. Τελικά, με τα προσωπικά του γούστα και την ιδιοσυγκρασία του, τις αγάπες του και τις απέχθειές του, την μοναδική του ευαισθησία τοποθετείται πάνω από καταστάσεις, θεαματικά αποτελέσματα και σύμβολα. Μια ρετσινιά που του 'χουν κολλήσει είναι “μπαρόκ”, χωρίς όμως τα σύμβολα του να προκύπτουν από κάποιο απόθεμα καθιερωμένων αρχών του εικοστού αιώνα, όπως του Φρόιντ. “Θα χρησιμοποιούσα με ευχαρίστηση” έχει πει, “αυτό το σύμπλεγμα των εθνικών συμβόλων -σαύρες, άσπρα άλογα, κόκκινες παπαρούνες, ρίζες -με αντάλλαγμα μια χούφτα σεξουαλικών συμβόλων του Φροϊδικού καταλόγου. Το πρόβλημα είναι ακριβώς, ότι δεν ανατράφηκα με το Φρόιντ. Στη θέση που είμαι, όμως, δεν έχω ελπίδες-ήρθα αργά”. Ο συμβολισμός του ωστόσο, είναι κλειστός, ριζωμένος στη γη που τον ανάστησε, στο περιβάλλον που τον μεγάλωσε και στα πλαίσια που του καθόρισε η εποχή του.
Ίσως αυτός είναι ο λόγος που οι ταινίες του Βάιντα δεν αντήχησαν τόσο ηχηρά όσο αξίζουν πολύ παραπάνω, οι ιστορικοί, κοινωνικοί και ακόμα πολιτικοί υπαινιγμοί του έχουν αποδειχτεί συχνά μάταιοι. Δυτικοί κριτικοί έχουν διαπιστώσει στη δουλεία του “απελπισία” και “στοιχεία μπαρόκ”, “πίκρα και αγάπη για τη ζωή” πιο εύστοχο θα 'ταν να ανασκαλέψει κανείς τις ιδιαίτερες διαθέσεις, ελπίδες και ανησυχίες της πατρίδας του με την οποία είναι στενά δεμένος, ενώ παρόλο που φαινομενικά δίνει άλλη εντύπωση, οι ταινίες του δεν υπήρξαν ποτέ μια αντίδραση ατομικής κρίσης απελπισίας ή αμφιβολιών.
Και παράλληλα, παρακολουθεί, συλλαμβάνει και εκφράζει στη δουλεία του την εξελικτική πορεία της Πολωνίας ψυχολογικά, κοινωνικά και πολιτικά απ' το 1954 ως σήμερα.
Στα πρώτα χρόνια του εξήντα, όταν τα μεγαλύτερα του έργα φτάσαν στη Γαλλία βρέθηκαν εκείνοι που τα χαρακτήρισαν “αμφισβητήσιμα” από αισθητική άποψη. Για παράδειγμα, στο περιοδικό “Κινηματογραφικά τετράδια”, (no 102, 1959), εμφανίστηκε ένα άρθρο κάτω απ' τον δεικτικό τίτλο “Πολωνέζικο ξεγύμνωμα”, που αναφερόταν στον “μηδενισμό μιας επαρχιακής αισθητικής”. Πραγματικά, αν η τέχνη του Βάιντα είναι αμφισβητήσιμη, θα πρεπε να το ψάξει κανείς αυτό, κατ' αρχήν, στην περιοχή της ιστορικής κοινωνικής και πολιτικής του επαφής. Δεν χρειάζεται μεγαλύτερη απόδειξη από τους ατέλειωτους, καυτούς και περιπτωσιακά πικρούς αγώνες στην Πολωνία έξω και πάνω απ' τα μηνύματα καθεμιάς απ' τις ταινίες του. Μερικές απ' αυτές έχουν, ακόμα, προκαλέσει θύελλα αμφιλεγόμενων κοινωνικο-πολιτικών συζητήσεων που ξέφυγαν πολύ παραπέρα απ' το σινεμά και την τέχνη. Εδώ βρίσκεται και η πρωταρχική πηγή της τεράστιας ζωτικότητας τους.
(Αποσπάσματα και στοιχεία, απ' το “The cinema of Andrzei Wajda, του Boleslaw Michatek, Μετάφραση -σύντμηση κειμένου: Αφροδίτη Κοτζιά, Λιάνα Οικονόμου. Αναδημοσίευση από το περιοδικό Τσόντα)