Claire Denis: οι δημιουργίες συγκεντρώνουν αποθεωτικούς επαίνους από τους κριτικούς του εξωτερικού (με πιο πρόσφατη την εφημερίδα New York Times η οποία τοποθέτησε το «White Material» στη λίστα της με τις καλύτερες ταινίες του 21ου αιώνα μέχρι στιγμής), απασχολούν αξιοσέβαστα κινηματογραφικά έντυπα και ιστοσελίδες και έχουν μια θέση μονίμως κρατημένη στο διαγωνιστικό τμήμα των μεγάλων φεστιβάλ του κόσμου.
Σε μια από τις ωραιότερες σκηνές από το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Κλερ Ντενί /Claire Denis, το «Chocolat» του 1988, ένα μικρό λευκό κορίτσι αντικρίζει τον καταγάλανο ορίζοντα που απλώνεται πάνω από την αφρικανική γη και αναρωτιέται μέχρι πού εκτείνεται. «Αυτό που βλέπεις δεν υπάρχει», σπεύδει να της εξηγήσει ο πατέρας της. «Όσο πλησιάζεις τη γραμμή αυτή, άλλο τόσο εκείνη θα απομακρύνεται».
Σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά, στην μεγάλου μήκους ταινία της, την υπαρξιακή κομεντί που τιτλοφορείται «Η Λιακάδα Μέσα μου» («Un beau soleil intérieur»), η Ζιλιέτ Μπινός αναζητά την αγάπη και τη ρομαντική ουτοπία στους δρόμους, τα καφέ και τα διαμερίσματα του Παρισιού.
Ανάμεσα στις δυο αυτές εικόνες, το σινεμά της Ντενί έχει κατορθώσει να τροφοδοτήσει το πιστό κοινό του με μερικές από τις πιο αξέχαστες σκηνές και ιστορίες που έχει καταγράψει το σινεμά των τελευταίων ετών.
Ανάμεσά τους, την απελπισμένη φιγούρα του ερωτοχτυπημένου Ντενί Λαβάν καθώς ξεσπά σε ένα μοναχικό, σπασμωδικό χορό, στο φινάλε του εκπληκτικού «Beau travail». Την Ιζαμπέλ Ιπέρ, περήφανη και πεισματάρα Ευρωπαία στο «White Material», να αγωνίζεται για τη ζωή της ίδιας και των ανθρώπων της σε μια αδιευκρίνιστη γωνιά της Αφρικής που τελεί υπό καθεστώς εμφυλίου αναβρασμού. Τη Βαλερί Λεμερσιέ του «Friday Night» να γνωρίζεται με ένα μυστηριώδη άγνωστο στη διάρκεια ενός πολύωρου παρισινού μποτιλιαρίσματος και να παρασύρεται μαζί του σε ανεξερεύνητα νυχτερινά μονοπάτια. Ή την διψασμένη για αίμα και σάρκα Μπεατρίς Νταλ να παρασύρει με τα ερωτικά της θέλγητρα ανυποψίαστα αρσενικά θύματα, προτού τα κατασπαράξει στο «Τrouble Every Day».
Στο σύνολο μιας συναρπαστικής φιλμογραφίας, η εικονογραφική δύναμη της οποίας ελάχιστα συναντάται πλέον, εντοπίζει κανείς αρκετές από τις αιτίες για τις οποίες η γαλλικής καταγωγής σκηνοθέτης (και πρώην συνεργάτης του Τζιμ Τζάρμους, του Ζακ Ριβέτ, του Ντούσαν Μακαβέγιεφ) απολαμβάνει τέτοιου σεβασμού.
Το φιλμικό σύμπαν της δονείται από πάθος και από παρόρμηση, δανείζεται συχνά από τη ρευστή αλληλουχία των ονείρων, ανοίγει ενστικτωδώς δρόμο μέσα από διηγήσεις για ολέθρια πάθη, για νυχτερινές αποπλανήσεις, για εύθραυστους οικογενειακούς δεσμούς, για χαρακτήρες που ζουν στο περιθώριο, για βαμπιρικές σεξουαλικές επαφές, για πολυφυλετικές κοινότητες στην καρδιά αφιλόξενων αστικών κέντρων.
Η Ντενί ουδέποτε καταπιάστηκε με κάτι, αν δεν παθιαζόταν μαζί του. Όπως έχει παραδεχτεί η ίδια, άλλωστε, «το σινεμά για μένα δεν βρίσκεται στις εξηγήσεις. Βρίσκεται στην εξερεύνηση ενός συναισθήματος, μιας αντίληψης για το πώς θα έπρεπε να μοιάζει μια ιστορία. Είναι μια διαδικασία προσωπική, εσωτερική και όχι εύκολο να περιγραφεί. Περισσότερο τη νιώθεις μέσα σου. Κι αυτό προσπαθώ να μεταδώσω κι εγώ μέσα από το φιλμ. Θέλω να ξεφορτωθώ την τυραννία του να πρέπει να εξηγείς τα πάντα. Γιατί μόνο τότε μπορείς να εμπιστευτείς το δικό σου κριτήριο, τα αισθητήρια όργανά σου και να φτάσεις σε συμπεράσματα που δεν φανταζόσουν ότι υπήρχαν».
(δ.τ. Νύχτες Πρεμιέρας 2017)
Αποσπάσματα από μια συνέντευξη
(...) O κινηματογράφος δεν είναι μια θεραπεία αλλά, παραδόξως, δίνει μια εικόνα πολλές φορές βάναυση αναφορικά με την σχέση που έχουμε με τους άλλους. Για παράδειγμα, έχω δει κομμάτια του εαυτού μου εξαιρετικά αρνητικά και ηλίθια λόγω του κινηματογράφου, πράγματα που οι γονείς ή οι δάσκαλοί μου δεν κατάφεραν να μου δείξουν. Tο παράξενο με τον κινηματογράφο, όταν είμαστε ηθοποιοί ή σκηνοθέτες, είναι ότι πιστεύουμε πως μπορούμε με τις προσωπικές μας ιστορίες να θρέψουμε τις ταινίες μας. Aλλά μερικές φορές οι χαρακτήρες έρχονται προς τα εμάς και στο τέλος της ταινίας ανακαλύπτουμε ένα άγνωστο κομμάτι του εαυτού μας.
(...) Aναφέρομαι σε κάτι που έχει να κάνει με την ματαιοδοξία της ψυχολογίας. Σκεφτόμαστε πως η ψυχολογία επιτρέπει να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα, αλλά τελικά είναι σχεδόν πάντα τα μη ψυχολογικά πράγματα του κινηματογράφου που μας μαθαίνουν τη ζωή. Eπειδή η ζωή βρίσκεται πέρα από τα στενά όρια της ψυχολογίας. Bλέπω απέναντι τη θάλασσα. H θάλασσα υπάρχει, μπορούμε να κάνουμε θαλάσσιο ποδήλατο, για παράδειγμα. E, λοιπόν η ψυχολογία είναι σαν το ποδήλατο, μας βοηθάει να πάμε πιο γρήγορα αλλά δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την έκταση της θάλασσας μ'ένα θαλάσσιο ποδήλατο. Στον κινηματογράφο είναι σαν να κολυμπάμε, να βουτάμε στη θάλασσα και να νιώθουμε ανήκουστα πράγματα. Kαι να βγαίνουμε από την άλλη μεριά όχι καθαρισμένοι, επειδή δεν πρόκειται για μια κάθαρση, αλλά ακόμη πιο ερεθισμένοι για να γνωρίσουμε τη ζωή, έχοντας βιώσει την ευκαιρία του να έχουμε δει ένα κομμάτι ζωής για ένα χρονικό διάστημα. Mια ταινία είναι μια μίμηση της ζωής, είναι η δημιουργία μιας ψεύτικης ζωής. Aλλά παραδόξως αυτή η ψεύτικη ζωή δημιουργεί την πραγματική. Λέγεται πως ο κινηματογράφος είναι μια κάθαρση, ή το να κάνεις μια ταινία είναι σαν να κάνεις ένα παιδί. Kι όμως δεν έχει καμμία σχέση με όλα αυτά. Eίναι πολύ περισσότερο ένα ζήτημα ηθικής.
(...) [Ο κινηματογράφος ξεχωρίζει το καλό από το κακό; ] Kατά κάποιον τρόπο. Θέλω να πω πως ο κινηματογράφος δεν υπάρχει στην ψυχολογία αλλά πολύ περισσότερο στην μάχη ανάμεσα σ' αυτό που πιστεύουμε ως σωστό ή λάθος. Mια ταινία μπορεί να έχει ηθική δύναμη χωρίς να είναι διδακτική.
(Συνέντευξη: Χρήστος Καλλίτσης , Πρώτο Πλάνο #60, 17/11/1999)