(σχόλια για το σινεμά του Σταύρου Τσιώλη)
“(…) ανακάλυψα αυτή τη γραμμή του δρόμου όπου ξαφνικά χάνεις τη συναίσθηση της πραγματικότητας και περνάς σε μια άλλη διάσταση, που στη καθημερινή εμπειρία ποτέ δε θα βιώσεις. Κι όλα αυτά τόσο κοντά στον θάνατο… Αν λίγο ξεφύγεις απ’ αυτή τη γραμμή σε περιμένει ο θάνατος. Ίσως βέβαια και μια ευχάριστη έκπληξη”.
(συνέντευξη του Σταύρου Τσιώλη στην Βούλα Παλαιολόγου, Πρώτο Πλάνο #38, 15 Νοέμβριου 1998)
Απόρροια μιας πληθωρικής υποκριτικής παρουσίας, ο πλεονασμός λόγου που χαρακτηρίζει την ταινία Ας περιμένουν οι γυναίκες κρύβει μια φράση που περνά μάλλον απαρατήρητη. “Από τότε που του είπαν ότι η Μυρτώ πρέπει να μπει στο ψυχιατρείο κάθεται στο μαγαζί πολλές ώρες ακίνητος”: ο Μιχάλης εξηγεί στον Αντώνη τους λόγους της οργισμένης και πολλές φορές αλλοπρόσαλλης συμπεριφοράς του ετέρου μπατζανάκη, του Πάνου. Για το ευφρόσυνο κλίμα, που ο σκηνοθέτης έχει επιβάλλει στην ταινία –όπου κάθε παρέκκλιση από την κανονικότητα οφείλεται πάντα στη διαβρωτική γοητεία των γυναικών– η “πληροφορία” αυτή δείχνει παράταιρη: μια δυσάρεστη υπενθύμιση καταστάσεων και προσώπων που οι τρεις ήρωες (και μαζί τους οι θεατές) θέλουν να ξεχάσουν; ή ένας υπαινιγμός για την αληθινή ζωή;
Φέροντας τους κόπους και τα βάσανα μιας ζωής στο άστυ, αυτά τα τρία πρόσωπα -αλλά και τα άλλα στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη (Ακατανίκητοι εραστές, Έρωτας στη χουρμαδιά, Παρακαλώ γυναίκες μη κλαίτε, Ας περιμένουν οι γυναίκες)-, σφραγίζονται από μια αδιόρατη μελαγχολία. Πάντα στο φόντο της κάθε αφήγησης υπάρχει μια σκοτεινή σκιά, κάτι που διαβρώνει τη διάχυτη ευφορία που επιβάλλει ο σκηνοθέτης, κάτι που υπονομεύει το κωμικό των χαρακτήρων και των καταστάσεων. Η διαβάθμιση ως προς το πώς εκφράζεται αυτή η μελαγχολία κυμαίνεται: σαφής και έντονη στο Έρωτας στην χουρμαδιά, υπαινικτική στο Ακατανίκητοι εραστές και Παρακαλώ γυναίκες… και σχεδόν αδιόρατη στο Ας περιμένουν…
Η αβάσταχτη ζωή
Αυτού του είδους τα στιγμιότυπα αποτελούν θραύσματα μιας αβάσταχτης πολλές φορές ζωής, και η σημασία τους είναι αντιστρόφως ανάλογη του πλήθους των: Η Όλια Λαζαρίδου να κάθεται μόνη, ανεξήγητα μελαγχολική και θλιμμένη, με τα μάτια δακρυσμένα στη ταινία Ακατανίκητοι εραστές, ο θάνατος της αγαπημένης συζύγου (και ερωμένης;) και το βαρύ πένθος που συντρίβει τους δύο πρωταγωνιστές στον Έρωτα στην χουρμαδιά, η ερωτική απόρριψη και η μορφή την αγαπημένης που διαρκώς στοιχειώνει το παρόν του Αργύρη Μπακιρτζή στο Παρακαλώ γυναίκες…, τα οικογενειακά προβλήματα που συνεχώς υπό μορφή αστειοτήτων επανέρχονται στον λόγο των τριών ανδρών στο Ας περιμένουν… κρατώντας τους δέσμιους.
Στο σινεμά του Σταύρου Τσιώλη ο βίος της πόλης αλλοιώνει με βιαιότητα, παραμορφώνει το ανθρώπινο πρόσωπο, το φυλακίζει, το στιγματίζει με την μελαγχολία. Το αίτημα είναι η ανασύσταση αυτού του προσώπου –κάτι που άλλοτε δείχνει μάταιο και ανέφικτο (Ακατανίκητοι εραστές, Έρωτας στη χουρμαδιά) και άλλοτε εφικτό (Παρακαλώ γυναίκες…, Ας περιμένουν…)-, το πέρασμα από την καθήλωση στην κίνηση, η διεκδίκηση της ανεμελιάς της ύπαρξης, η ανάταση.
Παρόλη την ελαφρότητα των καταστάσεων, τα πρόσωπα στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη λυγίζουν από τα βάρη, δεν έχουν τόπο να σταθούν. Καθώς η θλίψη τούς οδηγεί μακριά από τις εστίες του πόνου (1), γίνονται οι φυγάδες του αστικού χώρου, που αναζητούν προφάσεις (και τις βρίσκουν) για να περάσουν μια ζωή στο δρόμο. Έχουν αποδράσει από το άστυ (και ότι αυτό συνεπάγεται) και κινούνται ή μάλλον περιπλανιούνται σε τόπους και χώρους εν πολλοίς άγνωστους και ανεξερεύνητους. Την ελληνική επαρχία αντιμετωπίζουν ως μια terra incognita, ένα τόπο όπου μπορούν να χαθούν και να ξεχαστούν.
Γι’ αυτά τα πρόσωπα η ενήλικη ζωή –το σημείο αφετηρίας για την περιπλάνηση- είναι το βάρος της ψυχής: η θλίψη, η πλήξη, η ανία, η ερωτική απόρριψη, η διάψευση των ελπίδων, η ματαίωση αποτελούν τις αιτίες της καθήλωσης. Αναζητούν εκεί στον πλάνητα βίο, τους θύλακες, τους χώρους όπου μια άλλη ζωή υπάρχει και όπου εκεί μπορούν και αυτοί να υπάρξουν πάλι. Ζουν την ζωή στο δρόμο, γίνονται νομάδες χωρίς σπίτι. Και η περιπλάνηση, η περιήγηση στον ελληνική επαρχία θα μπορούσε να ‘ναι η φυγή προς ένα ειδυλλιακό παρόν. Η είσοδος τους λοιπόν στις επικράτειες της ελληνικής ενδοχώρας συνιστά είτε απρόσμενη επιστροφή στις χαρμόσυνες στιγμές της παιδικής ηλικίας, είτε εντρύφηση στις ανεμελιές της νεανικής ζωής (η συμπεριφορά της Όλιας στη ταινία Ακατανίκητοι Εραστές και η κάθε άλλο παρά ενήλικη διαχείριση των ερωτικών στις ταινίες Έρωτας στις χουρμαδιά και Ας περιμένουν…).
Η ελληνική ενδοχώρα
Τα πρόσωπα στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη κινούνται στις επικράτειες της ελληνικής επαρχίας, εκτός των εθνικών οδών, στους αφανείς και ταπεινούς τόπους (λουτρά, εκκλησίες, εγκαταλειμμένα χωριά, ερημικές παραλίες)- αναζητούν ελεύθερους χώρους και μια άλλη ταυτότητα- αποζητούν με ένταση και επιμονή τις ανέμελες στιγμές –και ορισμένες φορές τις βρίσκουν: η Όλια να χορεύει να τσιφτετέλι ή παρέα με τον μικρό δραπέτη να περιηγείται χωρίς σκοπό και νόημα την Αρκαδία οδηγώντας, πίνοντας, καπνίζοντας και ακούγoντας Mink DeVille, η ανδρική παρέα που φλερτάρει έτσι ανέμελα και ανεύθυνα στο Ας περιμένουν… και στο Έρωτα στην χουρμαδιά.
Εδώ σ’ αυτούς τους χώρους αποκόβονται από τον αστικό ιστό και τα βάρη (συναισθηματικά ή άλλα) που εξ’ ανάγκης φέρουν, αποποιούνται των όποιων ευθυνών (συνήθως οικογενειακών), αναστέλλουν (προσωρινά ή μη) τις δεσμεύσεις τους. Ζουν επιπόλαια. Απελευθερώνονται (2).
Η επαρχία λοιπόν δεν είναι απλώς το φόντο για την ισχνή έτσι και αλλιώς δραματική πλοκή, δεν είναι ο χώρος όπου συνήθως αναπτύσσεται η σχέση (και τα κωμικά της παρεπόμενα) μεταξύ των πρωταγωνιστών, δεν μόνο είναι ένας τόπος εξερεύνησης, ούτε καν το εμπόδιο που πρέπει να υπερπηδήσουν για να κατακτήσουν την ηρεμία και το γαλήνεμα της ψυχής.
Η συστηματική επιλογή των ερασιτεχνών ηθοποιών εμβληματικών μορφών των τόπων, οι περιπλανήσεις στην ελληνική ενδοχώρα και οι άγνωστες και αθέατες πλευρές της που καταγράφει ο κινηματογραφικός φακός, οι ήχοι της και οι μουσικές της (είτε παραδοσιακή μουσική παιγμένη από κομπανίες τσιγγάνων, είτε σύγχρονη λαϊκή μουσική, τα “σκυλάδικα” a capella ή unplugged) είναι καθοριστικές σκηνοθετικές επιλογές: δημιουργούν ένα περιβάλλον εικόνων, ήχων και συναισθημάτων στο οποίο οι ήρωες (και θεατές) εμβαπτίζονται και προετοιμάζονται για μια διαφορετική εμπειρία. Εδώ είναι ο τόπος που θα πραγματοποιηθεί η ανάταση της ψυχής.
Ο Σταύρος Τσιώλης προσεγγίζει όλη την ελληνική ενδοχώρα με αθωότητα και παρθενιά στο βλέμμα του, και αυτό τού επιτρέπει να ανακαλύπτει μια όψη της ζωής που συχνά μας διαφεύγει. Αυτό που αντικρίζουν οι ήρωες καθώς περιηγούνται είναι ένας κόσμος καθαρός, αγνός, ευθύς, χωρίς επιτήδευση, όπου η ζωή και η καθημερινότητα παρουσιάζεται χωρίς επικαλύψεις ή ωραιοποιήσεις και το συναίσθημα είναι γνήσιο και άμεσο. Πρόσωπα όπως οι γυναίκες, ο βοσκός στο Παρακαλώ γυναίκες…, η ηλικιωμένη DJ στο Ας περιμένουν…, ο μικρός δραπέτης στο Ακατανίκητοι Εραστές ή οι τσιγγάνοι περιπλανώμενοι πωλητές έχουν την λάμψη και την αυθεντικότητα της αληθινής ζωής: με την καθαρότητα του λόγου, την αυθόρμητη και αδιαμεσολάβητη υπόστασή τους, την απουσία κάθε είδους ναρκισσισμού ή εκζήτησης και το ανεπιτήδευτο της παρουσίας τους απομακρύνουν τις όποιες αναμνήσεις του άστεως.
Η συνάφεια
Αυτό που είναι σημαντικό σ’ όλα αυτά τα πρόσωπα με τα οποία έρχονται σε ουσιώδη συνάφεια οι κεντρικοί ήρωες (και ηρωίδες), αυτό που τους γοητεύει είναι ότι δεν υπάρχει στους συνομιλητές τους η προσποίηση, το ψέμα -αντίθετα υπάρχει η καθαρότητα, η διαφάνεια, η κρυστάλλινη παρουσία. Παράλληλα κάποια απ’ αυτά έχουν και μια άλλη λειτουργία: ο μικρός δραπέτης, οι γυναίκες, ο βοσκός είναι σε αρμονία με τον τόπο και τα συναισθήματά τους και λειτουργούν ως άγγελοι συνοδοί, πρόσωπα που με την παρουσία τους υπαινίσσονται και υποδεικνύουν τη δυνατότητα της ανάτασης(3).
Καθώς οι ήρωες περιηγούνται σ’ αυτούς τους τόπους, καθώς έρχονται σε επαφή μ’ αυτά τα πρόσωπα και συγχρωτίζονται μαζί τους, όλα αυτά κατά κάποιο τρόπο τούς αποκαθαίρουν από τις επικαλύψεις του άστεως (τον ναρκισσισμό, την έπαρση, την ψύχρανση, την μελαγχολία της ύπαρξης). Βρίσκονται αντιμέτωποι με μια άγνωστή τους πραγματικότητα, “συνομιλούν” κατά κάποιον τρόπο με τον χώρο, την φύση, τα κτίρια (η εκκλησία στο Παρακαλώ…). Οικειώνονται εντέλει αυτόν τον κόσμο. Εδώ στο τέλος τα άτομα δεν αισθάνονται αποξενωμένα ή θλιμμένα, αντίθετα μια παράδοξη (εκ πρώτης όψεως) οικειότητα αναπτύσσεται μεταξύ αυτών και των προσώπων που συναντούν (τα μέλη ενός ΚΑΠΗ, τις μοναχικές γυναίκες, τον βοσκό, τους τσιγγάνους κ.λπ.). Η τρυφερότητα, η γλυκύτητα και η αγαπητική διάθεση με την οποία παρατηρεί ο σκηνοθέτης αυτόν τον “ξένο” τόπο και τα πρόσωπα που τον ενοικούν οδηγεί στην πλήρη οικείωση του: χώροι, πρόσωπα, συναισθήματα, καταστάσεις, μουσικές όλα μοιάζουν ασυνήθιστα γοητευτικά και οικεία.
Και μέσω της οικείωσης, καθαρά αυτά τα πρόσωπα από τις αστικές παρεμβολές, προετοιμάζονται για μια διαφορετική εμπειρία. Όλα αυτά είναι στάδια κάθαρσης, προετοιμασίες για κάτι άλλο- είναι ένα στάδιο προπαρασκευής για να μπορέσουν να έρθουν σε επαφή με αυτή την “άλλη διάσταση που στη καθημερινή εμπειρία πότε δεν θα βιώσεις” (όπως περιγράφει ο σκηνοθέτης).
Υπάρχει πέρα από το εμφανές εξωτερικό τοπίο της κάθε ταινίας (η λίμνη Βόλβη, η Αρκαδία) ένα εσωτερικό τοπίο. Εδώ η επαρχία είναι η παραμεθόριος περιοχή- είναι ο τόπος όπου ο ήρωας ή ηρωίδα (και ο θεατής) προετοιμάζονται για να κάνουν την εισπήδηση, για να βιώσουν τη διαφορετική εμπειρία ζωής (ή θανάτου). Η περιπλάνηση στην ελληνική επαρχία είναι η ψηλάφηση ενός ορίου, η ιχνηλάτιση του συνόρου ανάμεσα στην πραγματικότητα και την “άλλη διάσταση”. Η επαρχία είναι η διαχωριστική γραμμή. Και η περιπλάνηση γίνεται ένα ταξίδι, όπου κατά αναλογία με την καβαφική αντίληψη περί ταξιδιού, αυτό που έχει σημασία είναι οι στάσεις, οι αναπνοές, οι αναπαύσεις, οι μικρές μαγικές στιγμές.
Η γαλήνη και η παραμυθία
Υπάρχει στις ταινίες μια αισθητική της λιτότητας και της απλότητας και αυτά ακριβώς –απλότητα και λιτότητα- είναι και τα αιτήματα των ηρώων. Η σκηνοθετική εμμονή για μια δραματουργία χωρίς κορυφώσεις και συγκρούσεις και η εκφραστική λιτότητα, η εστίαση στο ανεπιτήδευτο και καθημερινό οδηγεί βήμα- βήμα προς την υπέρβαση (4). Είναι η είσοδος του ήρωα (και του θεατή) σ’ ένα παράλληλο του πραγματικού κόσμο που επιδιώκεται, εκεί όπου προσφέρεται η παραμυθία, η γαλήνη.
Εδώ δεν υπάρχει κάποια διεισδυτική ενόραση, αλλά το πρόσωπο απαλλαγμένο από τα βάρη που κάνουν την ζωή του αφόρητη, βρίσκεται σε αρμονία με τον κόσμο που τον περιβάλλει και τους άλλους. Οι ενδείξεις υπήρξαν αρκετές: Είναι μικρές στιγμές μέσα στη δραματική πλοκή όπου το πρόσωπο απελευθερώνεται (προσωρινά ή μόνιμα) από τα δεσμά του. Οι δύο αγιογράφοι υπό το φως του δειλινού ατενίζουν το αρκαδικό τοπίο (Παρακαλώ…), η Όλια Λαζαρίδου σκεπασμένη από λευκά σεντόνια να κοιμάται (Ακατανίκητοι εραστές), μια μοναδική εικόνα ευφροσύνης γαλήνης, ο “Μαέστρος” και ο Αργύρης Μπακιρτζής στην άδεια παραλία του χειμώνα καθώς ο θάνατος ρίχνει την βαριά σκιά του (Έρωτας στη χουρμαδιά), οι γυναίκες που κοιμούνται στη σκηνή και η νεαρή γιατρός ντυμένη λευκά να κάνει βόλτα στην παραλία (Ας περιμένουν…) και τέλος πάλι οι δύο αγιογράφοι σκεπασμένοι με τις κουβέρτες να κοιμούνται έχοντας σχεδόν ενσωματωθεί στον ζωγραφικό διάκοσμο της εκκλησίας (Παρακαλώ γυναίκες…). Αυτές οι στιγμές είναι ένας τρόπος να απαλυνθεί ο πόνος, είναι η πρώτη ένδειξη, το πρώτο βήμα προς την υπέρβαση.
Και όταν συμβεί η πλήρης οικείωση αυτού του ξένου τόπου, όταν βρεθούν σε αρμονία τότε υπάρχουν οι παύσεις, ο κενός χρόνος εκεί όπου συμβαίνει η παραμυθία και η γαλήνη. Σ’ αυτές τις στιγμές ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με το τρέμισμα της ψυχής, τον μετεωρισμό της ύπαρξης: Ο θόρυβος του δρόμου με τα αυτοκίνητα να περνούν το ένα μετά το άλλο, ο παφλασμός των κυμάτων ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, οι ήχοι της νύχτας ένα κρύο φθινοπωρινό βράδυ, η μαγική στιγμή λίγο πριν τη δύση, η σιωπή στην εκκλησία όπου ακόμα αντηχούν οι ψαλμωδίες της Ανάστασης, το ορεινό ομιχλώδες τοπίο της Αρκαδίας, το πρωινό ξύπνημα στις όχθες της λίμνης. Αυτές οι στιγμές είναι το τέλος της διαδρομής για τους ήρωες, είναι το αίτημά τους που εκπληρώθηκε.
Και καθώς κάθε τέλος διαδρομής είναι πάντα προσωρινό, στις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη, η επιστροφή στο δρόμο γίνεται αναπόφευκτη: κάθε ταινία τελειώνει με τους ήρωες να επιστρέφουν πάλι πίσω στο δρόμο καθιστώντας έτσι αυτά τα πρόσωπα κυνηγούς, στο διηνεκές, των φευγαλέων ανέμελων στιγμών.
Δημήτρης Μπάμπας
(Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 2004)
Σημειώσεις
1 Ο λόγος της μελαγχολίας; “Φταιει η ζωή που μας στήνει παγίδες” (από το Ας περιμένουν…).
2 Κατά έναν ανάλογο τρόπο το χιούμορ και η ελαφρά ειρωνεία που διατρέχει όλες τις ταινίες μοιάζει να είναι η συνεισφορά του σκηνοθέτη για να ελαφρυνθεί η μελαγχολία και να απαλυνθεί ο πόνος.
3 Οι γυναίκες στις ανδρικές ταινίες του Σταύρου Τσιώλη σχεδόν πάντα έχουν μια αγγελική υπόσταση και κινηματογραφούνται μέσα απ’ αυτήν την οπτική (Ας περιμένουν…).
4 Οι εικόνες του τοπίου που χρησιμοποιούνται ευρέως σ’ όλες σχεδόν τις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη υπακούν σε μια “στρατηγική Όζου” .