(μια εξ' αποστάσεως συνέντευξη)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_achilleas-kyriakides.jpg

Σκηνοθέτης, συγγραφέας και μεταφραστής, αντιπρόεδρος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Υπεύθυνος μεταξύ άλλων για τη μετάφραση των πεζογραφικών "Απάντων" του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, αλλά και για επιμέλειες εμβληματικών εκδόσεων της ελληνικής κινηματογραφικής βιβλιογραφίας -όπως τις συζητήσεις του Αλφρεντ Χίτσκοκ με τον Φρανσουά Τριφό-  ο Αχιλλέας Κυριακίδης διαθέτει μια σκοτεινή πλευρά: την περιοδική άσκησή του στην κινηματογραφική κριτική. Η έκδοση Φωτεινό σκοτάδι – Κείμενα για τον κινηματογράφο (Πατάκης, 2020) μια συλλογή των κινηματογραφικών του κριτικών, έδωσε την αφορμή για μια εξ' αποστάσεως συνέντευξη.
Δ.Μ.

Έχετε ασκήσει τη συγγραφή και τη μετάφραση, την κινηματογραφική σκηνοθεσία και την κριτική. Η συγγραφή και η σκηνοθεσία θεωρούνται πρωτογενείς δημιουργίες, εν αντιθέσει με τη μετάφραση και την κριτική που είναι ένας «μετά-λόγος», μια δευτερογενής δημιουργία. Ό,τι μεσολαβεί στη δεύτερη περίπτωση –ταινία, κείμενο για μετάφραση- πόσο σημαντικό εντέλει είναι για το τελικό αποτέλεσμα; Πόσο είναι εύκολη η μετάβαση από τη μια δραστηριότητα στην άλλη; Πόσο εύκολα κρατούνται οι ισορροπίες;

Δεν ξέρω αν συμφωνώ εκατό τοις εκατό με αυτή τη διάκριση που κάνετε. Ο Πλάτων είχε φροντίσει προ πολλού να τα διαλύσει όλα με το «τρίτον (και τέταρτον;) από της αληθείας». Αν η συγγραφή δεν είναι παρά η αποτύπωση μιας εικόνας ή μιας ιδέας σε λέξεις, η σκηνοθεσία δεν είναι η αποτύπωσή τους σε εικόνες; Όσο για τη μετάφραση, δεν μπορώ να σκεφτώ άλλον ορισμό της εκτός απ’ αυτόν: «δημιουργική ανάγνωση». Μένει η κριτική, η μόνη από τις τέσσερις δραστηριότητες που δεν θα την «προσέβαλλε» ο χαρακτηρισμός της ως «μετά-λόγου», αν και πάλι υπεισέρχεται εδώ η έννοια της πρωτογενούς σκέψης επ’ αφορμή (όπως είναι όλες, άλλωστε). Ή όχι..; Η αμφιβολία μου αυτή επιχειρεί ν’ αποδώσει, όσο λιγότερο αδέξια μπορεί, τη σύγχυση που ενδέχεται να με διακατέχει σε ό,τι αφορά αυτή την πολυσχιδή μου δραστηριότητα, αλλά σίγουρα αυτή η σύγχυση είναι γόνιμη και, καμιά φορά, οδηγεί σε ευπρόσωπα αποτελέσματα.


Αν χωρίζαμε τη διαδικασία της συγγραφής της κριτικής σε στάδια, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε το στάδιο της θέασης της ταινίας, το στάδιο του αναστοχασμού και το στάδιο της γραφής. Σε ποίο στάδιο αισθάνεστε ότι «δημιουργούνται» τα κείμενα του βιβλίου σας; Ποίο θεωρείτε ως το πιο σημαντικό στάδιο στην τελική διαμόρφωσή ενός κριτικού κειμένου;

Αναμφίβολα το δεύτερο, το στάδιο του «μηρυκασμού» όπως το λέω εγώ, που είναι το πιο μακροχρόνιο, το πιο βραδυφλεγές, το στάδιο όπου η εντύπωση κατασταλάζει και μεταλλάσσεται σε διαπιστώσεις, σε συλλογισμούς, σε εικασίες που καμιά φορά είναι ωραία αυθαίρετες! Γι’ αυτό και δεν θεωρώ τα κείμενά μου «κριτικές», αλλά καταγραφές ερωτικών μου συναντήσεων με τα κινηματογραφικά έργα ή με το σύνολο έργο ενός κινηματογραφικού δημιουργού με τον οποίο είμαι βαθιά και διόλου ανανταπόδοτα ερωτευμένος.  

Ποία είναι η θέση της κριτικής κινηματογράφου (εννοώ στην φόρμα που την ασκείται εσείς) στο σημερινό τοπίο των ιδεών;

Με αυτά που είπα πριν, γίνεται σαφές, νομίζω, ότι κατά τη γνώμη μου η υπό αυστηρή έννοια «κριτική κινηματογράφου» δεν κατέχει και καμιά περίοπτη θέση στο τοπίο των ιδεών. Ιδίως έτσι όπως ασκείται σήμερα, «έναστρη». Η κριτική οφείλει να είναι αντικειμενική, δηλαδή να αναλύει το έργο με βάση τις επιταγές του κινηματογραφικού Κανόνα (όπως και σε όλες τις τέχνες). Η δική μου προσέγγιση είναι καθαρά υποκειμενική και συναισθηματική. Ελάχιστα είναι τα κείμενά μου που ασχολούνται με έργα ή/και δημιουργούς που δεν αγάπησα. Γράφω μόνο για έργα ή/και δημιουργούς που «άγγιξαν» την προσωπική μου αισθητική, που συμφωνούν με –ή και διαμορφώνουν– την άποψή μου γι’ αυτή την έξοχη παράλληλη πραγματικότητα που είναι ο κινηματογράφος και κάθε τέχνη. Και, ακριβώς γι’ αυτό, δε θα περιαυτολογούσα αν έλεγα ότι, αν έπρεπε σώνει και καλά να δώσω ένα χαρακτηρισμό στα κείμενά μου, θα τα έλεγα «δοκιμές», γιατί η λέξη εμπεριέχει και τον ορατό κίνδυνο να φας τα μούτρα σου.


Ποια συμβουλή θα δίνατε σ’ ένα νέο κριτικό; Πώς γίνεται κάποιος «καλός» κριτικός κινηματογράφου; Πώς πρέπει να ασκήσει το βλέμμα του και πως την γραφή του;

Μετά απ’ όλα όσα προηγήθηκαν, μάλλον πρέπει να αυτοθεωρηθώ ο λιγότερο κατάλληλος να δώσω «συμβουλές σ’ έναν κριτικό». Θεωρώ… υπεράνθρωπη τη δουλειά ενός διανοούμενου- ευσυνείδητου επαγγελματία που πρέπει να γράψει και να υποβάλει στην εφημερίδα του «κριτική» για μια ταινία που μόλις είδε. Αυτό δεν σημαίνει ότι, για να μείνουμε στην Ελλάδα, δεν είδαμε (και, ευτυχώς, δεν εξακολουθούμε να βλέπουμε) κάποια σπουδαία θεωρητικά κείμενα που κάλυψαν/καλύπτουν τις δημοσιογραφικές ανάγκες, χωρίς να παραβλέψουν την κατά το δυνατόν αντικειμενικότητα, την «επιστημονικότητα» της προσέγγισης.

Αν ο Μπόρχες είναι η μεταφραστική σας εμμονή και ο Ολυμπιακός η ποδοσφαιρική, ποία θα μπορούσε να είναι η κινηματογραφική σας εμμονή; Ίσως ο Ταρκόφσκι;

Η διατύπωση του ερωτήματός σας και το ευγενικό και διακριτικό σας «ίσως» υποβαθμίζουν σε εμμονή έναν φλογερό και –όχι με την τρέχουσα έννοια– μυστικό έρωτα που μ’ έκανε να υποβαθμίσω κι εγώ με τη σειρά μου όλους τους άλλους (κινηματογραφικούς) και να τους φυλάω πια σ’ ένα πολύτιμο σεντούκι, σαν μονάκριβα ερωτικά γράμματα που, παρ’ όλα αυτά, ούτε ξεθώριασαν ούτε το άρωμά τους έχασαν. Ως αθεράπευτα πολυγαμικός, αντίστοιχους τέτοιους κραταιούς ερωτικούς δεσμούς έχω συνάψει και με λειτουργούς άλλων τεχνών όπως δείχνει και το «Βιογραφικό [μου] Σημείωμα» στην τελευταία μου συλλογή διηγημάτων.

[Μια κουβέντα με αφορμή το βιβλίο του Φωτεινό σκοτάδι – Κείμενα για τον κινηματογράφο (Πατάκης, 2020). Η συζήτηση διεξήχθη διαδικτυακά. Υπεύθυνος για τις ερωτήσεις Δημήτρης Μπάμπας]

b_505X0_505X0_16777215_00_images_2021_foteino-skotadi.jpg