«Είσαι αυτό που κάνεις και κάνεις αυτό που είσαι». Τα λόγια του Λεονάρντο Φάβιο/ Leonardo Favio εκφράζουν όλη τη διαδρομή της ζωής του.
Σκηνοθέτης και ηθοποιός, συνθέτης και τραγουδιστής, ο Λεονάρντο Φάβιο (1938-2012), ήταν ο αγαπημένος των Αργεντινών: Κινηματογραφιστής και μπαλανταδόρος. Οι μπαλάντες του έμειναν αξέχαστες, οι ταινίες του άλλαξαν το τοπίο του αργεντίνικου σινεμά.
Η εγκατάλειψη από τον πατέρα του, το αναμορφωτήριο, η φτώχεια στην επαρχία Μεντόζα όπου μεγάλωσε, σημάδεψαν τα πρώτα χρόνια του – Σύρου στην καταγωγή – Φάβιο (το πραγματικό του όνομα ήταν Fuad Jorge Jury). Η ζωή του άλλαξε όταν ο κόσμος ανακάλυψε το ταλέντο του. Ξεκίνησε ως ηθοποιός στο ραδιόφωνο, πέρασε στη μεγάλη οθόνη, αποκτώντας πολύ γρήγορα τη φήμη του Αργεντίνου Τζέιμς Ντιν. Στα τέλη του ’50 τον κέρδισε η σκηνοθεσία. Αυτοδίδακτος, με οδηγό του το ένστικτο και το συναίσθημα, κάνει σινεμά λαϊκό και ουμανιστικό, που δύσκολα κατηγοριοποιείται, καθώς ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικά κινηματογραφικά είδη.
Το εκπληκτικό του ντεμπούτο Το χρονικό ενός μοναχικού παιδιού / Crónica de un niño solo (1965) με επιρροές από Μπρεσόν, Μπουνιουέλ και ιταλικό νεορεαλισμό είναι ένα ημιαυτοβιογραφικό πορτρέτο του ανήλικου Πολίν που μπαινοβγαίνει στο αναμορφωτήριο.
Μαζί με την ταινία του Το ρομάντζο του Ανισέτο και της Φρανσίσκα / El romance del Aniceto y la Francisca (1967), μια καταδικασμένη ερωτική ιστορία -βασισμένη σε διήγημα του αδελφού του σκηνοθέτη, Jorge Zuhair Jury- θεωρούνται ορόσημα στο αργεντίνικο σινεμά.
Στο Χουάν Μορέιρα / Juan Moreira (1973), ο Φάβιο αφηγείται τις περιπέτειες του ομώνυμου λαϊκού ήρωα της Αργεντινής που πολέμησε την κρατική καταστολή, αποτυπώνοντας το πολιτικό κλίμα της εποχής με την επάνοδο του Περονισμού.
Η ταινία Ο Ναζαρένο Κρους και ο λύκος / Nazareno Cruz y el lobo(1975), είναι το δημοφιλέστερο φιλμ του κι ένα από τα πιο εμπορικά στην Αργεντινή: Μια ανατρεπτική ματιά στον μύθο του λυκανθρώπου.
Το 1976, υπέγραψε το τρυφερό –αλλά και ειρωνικό- road movie Όνειρα, όνειρα /Soñar, soñar όπου δύο αντιήρωες με καλλιτεχνικές φιλοδοξίες διψούν να κατακτήσουν τη δόξα. Την ίδια περίοδο, ξεσπά στην Αργεντινή το πραξικόπημα κατά της Ισαμπέλ Περόν. Ο Φάβιο, ένθερμος υποστηρικτής του Περόν, εξορίστηκε στην Κολομβία.
Επέστρεψε στην πατρίδα του το 1987 και έξι χρόνια αργότερα γύρισε το Γατίκα, ο πίθηκος / Gatica, "El Mono" , τη βιογραφία του θρυλικού μποξέρ Χοσέ Μαρία Γκατίκα, από τη φτώχεια στην καταξίωση κι έπειτα στην πτώση και τον αιφνίδιο θάνατό του. Το 2008 σκηνοθέτησε την τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του. Είναι το Ανισέτο/ Aniceto, ένα ριμέικ του El romance de Aniceto y Francisca.
Ο Φάβιο έφυγε από τη ζωή το 2012. Δύο χρόνια πριν το θάνατό του, ανακηρύχθηκε πρεσβευτής πολιτισμού της χώρας του από την τότε Πρόεδρο της Αργεντινής, Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ: ένα μικρό δείγμα αναγνώρισης για έναν καλλιτέχνη που σφράγισε με το έργο του μια ολόκληρη ήπειρο.
Ο Λουσιάνο Μοντεαγούδο, κριτικός κινηματογράφου, σημειώνει για το έργο του: "Ο Λεονάρδο Φάβιο (1938-2012) υπήρξε ένας μοναδικός σκηνοθέτης, του οποίου το ταλέντο και η λυρική πνοή δεν είχαν ταίρι στον αργεντίνικο κινηματογράφο, στον οποίο έδωσε κάποιες από τις καλύτερές του ταινίες, από το Χρονικό ενός μοναχικού παιδιού (1964) έως το Ανισέτο (2008). Αλλά ο Φάβιο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από αυτό: μία μοναδική, ασύγκριτη μορφή της λαϊκής κουλτούρας της Αργεντινής των τελευταίων πενήντα χρόνων, την οποία σημάδεψε όχι μόνο με τα τραγούδια του, που ενσωματώθηκαν στο συλλογικό ασυνείδητο κάμποσων γενεών, αλλά και με την άνευ όρων υποστήριξη του Περονισμού, ο οποίος έγινε ένα είδος ενσάρκωσης της φαντασίας του. Υπάρχει ένα βασικό, ουσιώδες κομμάτι της αργεντίνικης ταυτότητας που πάντα εξέφραζε ο Φάβιο, μέσα από τη ζωή και το έργο του.
(...) Ακόμα και στις πιο διαφορετικές πλευρές του, που μπορεί να έμοιαζαν ανταγωνιστικές, ο Φάβιο κατάφερνε πάντα να είναι ο εαυτός του, ένας ακλόνητος βράχος, ένας άνθρωπος με ακεραιότητα και ειρμό, προϊόντα της ταπεινοφροσύνης και της ανυποκρισίας του. Αν στην αρχή ο Φάβιο έκανε ένα οικείο σινεμά, το αντίστοιχο της μουσικής δωματίου, ένιωσε αργότερα την ανάγκη –εκφραστική αλλά και ιδεολογική, που ταίριαζε με τη λαϊκή του απήχηση και την αφοσίωσή του στον Περονισμό– ν’ αλλάξει την πορεία της δουλειάς του προς ένα μαζικό σινεμά, με διαστάσεις πρωτίστως οπερατικές και ύστερα συμφωνικές. Συνακόλουθα, με την έλευση του χρώματος, οι ταινίες του αποκάλυψαν μια φύση υπέρμετρη, διονυσιακή: από τους ψιθύρους του Χρονικού ενός μοναχικού παιδιού πέρασε στις κραυγές του Νασαρένο Κρους και ο λύκος· κι από τη μοναξιά του El dependiente βούτηξε μέσα στα πλήθη του Γκατίκα· κι από τον μονόχρωμο ασκητισμό του Ανισέτο και Φρανσίσκα έστριψε προς το κόκκινο αίμα του Χουάν Μορέιρα. Τέλος, το Ανισέτο, η μπαλετική εκδοχή τής πρωτότυπης ταινίας, εξέφρασε τη στιγμή της σύνθεσης του έργου του Φάβιο, ένα μέρος όπου αυτοί οι δύο μεγάλοι ογκόλιθοι, που μέχρι τότε έμοιαζαν να χωρίζουν αμετάκλητα τη φιλμογραφία του, μπορούσαν επιτέλους να συνυπάρχουν."
(δ.τ.)