Ο Γιαπωνέζος σκηνοθέτης Hiroshi Teshigahara, εκκινώντας από τις τέχνες της ζωγραφικής, της γλυπτικής και της τεχνικής της Ikebana, στρέφει τις δημιουργικές του δυνάμεις προς το ντοκιμαντέρ και τον κινηματογράφο, με μια σειρά από ταινίες μικρού μήκους, αλλά και οκτώ μεγάλου μήκους ταινίες οι οποίες σημάδεψαν το γιαπωνέζικο κινηματογραφικό ρεύμα του Nuberu Bagu (Νέο Κύμα). Επιλέγοντας στα πρώτα του βήματα ως πιστούς του συνεργάτες το συγγραφέα και σεναριογράφο Kobo Abe, καθώς και το μεγάλο συνθέτη της γιαπωνέζικης avant-garde σκηνής Toru Takemitsu, o Teshigahara καταπιάνεται με θεματικές που αφορούν τα κεφαλαιώδη οντολογικά ερωτήματα του ανθρώπου, τη μοναξιά και την αλλοτρίωση του σύγχρονου ανθρώπου μέσα στην ασφυξία του αστικού περιβάλλοντος, το χρόνο, την ανθρώπινη Ηθική, το ζήτημα της ταυτότητας, αλλά και την αναζήτηση μιας φιλοσοφίας ζωής, ένα νιτσεϊκό «αισθητικώς ζην» που ερείδεται στην αφαίρεση, την απλότητα και την ολιγάρκεια.
Έχοντας αυτές τις προβληματικές ως αφετηριακό σημείο, ο σκηνοθέτης εξερευνά σε βάθος το κινηματογραφικό μέσο, δυναμικοποιώντας παραδοσιακές φόρμες και τρόπους με τη δική του εικαστική ματιά, χρησιμοποιώντας εκτεταμένα ευρυγώνιους και υπερευρυγώνιους φακούς, βάθος πεδίου και deep focus τεχνικές, καθώς και αφαιρετικό ντεκόρ και άδειους χώρους, που ανάγονται σε θέατρο υπαρξιακής αγωνίας, ή ου τόπους, όπου εκτυλίσσεται το δράμα των χαρακτήρων. Ο φωτισμός του είναι υποβλητικός, μυστηριώδης, εναρμονισμένος με το ψυχολογικό βάθος της ανθρώπινης συνθήκης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει και η υλικότητα των κοντινών και πολύ κοντινών πλάνων που εστιάζουν εμμονικά σχεδόν και με έντονο αισθησιασμό στη σάρκα, το ανθρώπινο σώμα και τις πτυχώσεις του, το φυσικό περιβάλλον, τα στοιχεία που πλαισιώνουν την καθημερινή μας ζωή και κινούν αθόρυβα τη δράση. Με τον τρόπο αυτό, ο σκηνοθέτης κομίζει τη ματιά του, εμμένοντας στη διαρκή αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τη φύση και τα αντικείμενα, με τους χώρους όπου κινείται και έχει την ψευδαίσθηση ότι καταφέρνει και επιβάλλεται. Συναρμολογεί, δηλαδή, μία γεωγραφία ανθρωποκεντρική και ταυτοχρόνως τραγική και ειρωνική, καθώς μέσα της φανερώνεται με διαύγεια η ματαιότητα της ανθρώπινης ματαιοδοξίας, η παραδοξότητα της ζωής, η αδυναμία στον πυρήνα της βιαιότητας και η απώλεια του προσώπου στον καπιταλιστικό κόσμο.
Το μοντάζ που παραπέμπει σε όνειρα και παραισθήσεις κάτω από τον καυτό ήλιο, με εναλλαγές γενικών και πολύ κοντινών πλάνων στο αχανές της ασιατικής ερήμου και υπνωτιστικά fondu enchaîné, ο διάχυτος ερωτισμός, οι φωτοσκιάσεις στα εξωτερικά και τα έντονα κοντράστα στα μυστηριακά εσωτερικά πλάνα, καθώς και οι απόκοσμοι, συριστικοί ήχοι εγχόρδων του Takemitsu που φαντάζουν να έρχονται από το υπερπέραν, συνθέτουν το κινηματογραφικό σύμπαν της Γυναίκας στους Αμμόλοφους (1964) που σύστησε τον Teshigahara στη Δύση, λόγω της βράβευσής της στο Φεστιβάλ των Καννών και της υποψηφιότητάς του για Όσκαρ την ίδια χρονιά. Στο φιλμ εξετάζεται, στον πυρήνα μιας καταπιεσμένης ερωτικής και ψυχο-πολιτικής συνείδησης, η απόδραση από τον πολιτισμό, η γνωριμία μας με τον Άλλο, η σχέση του ανθρώπου με το κακό, η υποκειμενική ηθική συνείδηση και ο καφκικός φαύλος κύκλος του υπαρξιακού Αngst.
Τόσο στη Γυναίκα στους Αμμόλοφους, όσο και σε άλλες κινηματογραφικές του ταινίες, όπως στο Πρόσωπο ενός Άλλου, στο Λάκκο,καθώς και στις μεταγενέστερες, έγχρωμές του απόπειρες (Rikyu, Antonio Gaudi, Ο Άνθρωπος χωρίς χάρτη), ο σκηνοθέτης ψηλαφεί τη σωματικότητα των υλικών σωμάτων, τη στιλπνή ή τραχιά τους μορφή, επιδεικνύοντας μεγάλο ενδιαφέρον για την αρχιτεκτονική των κτιρίων, τα σχήματα των αξεσουάρ στους εσωτερικούς χώρους και τη λεπτή καλαισθησία των ανθρώπινων όγκων, ακροβατώντας μεταξύ φορμαλισμού και οπτικοποιημένης ποίησης με διαλόγους που αποκαλύπτουν μια γυμνωμένη ύπαρξη που εκφράζεται με παρθενικό τρόπο και εκθέτει την αλήθεια της. Ο χώρος, έτσι, μεταμορφώνεται, αναδιαμορφώνεται, σαν ένα κάτοπτρο εγκεφαλικών και καλλιτεχνικών διεργασιών όπου ο Teshigahara απελευθερώνει τη μεγαλοφυία του για να επιστρέψει από την καταβύθιση στην ανθρώπινη ψυχή στην επιφάνεια της αποθέωσης των αισθήσεων, της εξωτερικότητας, του γήινου κόσμου μας, στη διαλεκτική του φθαρτού μας σώματος που προοδευτικά, μέσα στη ροή της ζωής, μαθαίνει τι έκλεινε μέσα του.