(για την ταινία «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μισούρι»)
της Μαρίας Γαβαλά
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_three-billboards.jpg

Σύμφωνα με τους επικοινωνιολόγους, την ανθρώπινη επικοινωνία την αντιλαμβανόμαστε ως κοινωνική αλληλόδραση μέσω μηνυμάτων. Μετάδοση μηνυμάτων και διαδικασία μέσα από την οποία ένα άτομο επηρεάζει τη νοητική κατάσταση και τη συμπεριφορά ενός άλλου ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων. Πιστεύω πως η ενέργεια της ηρωίδας του «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι» / Three Billboards Outside Ebbing, Missouri συντονίζεται ακριβώς με αυτή την αντίληψη. Ο κύριος σκοπός της, θέτοντας ξανά σε λειτουργία τρεις ανενεργές διαφημιστικές πινακίδες πλάι σε αυτοκινητόδρομο, είναι να αφυπνίσει την ευαισθησία, να διεγείρει το ενδιαφέρον, το συναίσθημα, το φιλότιμο και να διαφοροποιήσει, προς όφελός της, τη συμπεριφορά, πρώτα των αρχών της πόλης, στη συνέχεια και των υπολοίπων μελών της μικρής, κλειστής επαρχιακής κοινωνίας της, τέλος (μέσω της τηλεόρασης) και της ευρύτερης κοινής γνώμης. Επομένως, μεγάλη σημασία έχει όχι μόνο η εκ νέου λειτουργία των πινακίδων, αλλά και το περιεχόμενο του γραπτού μηνύματος πάνω σ’ αυτές. Όσο πιο κατανοητό αλλά και πιο τσουχτερό ή καυτό, στο μάτι και στην αντίληψη, τόσο μεγαλύτερη και η αποτελεσματικότητά του. Από την άλλη, όσο μεγαλύτερη η αποτελεσματικότητά του, τόσο λιγότερο αποδεκτό μπορεί να γίνει από την τοπική κοινωνία –όπως άλλωστε και το ίδιο το διάβημα, η ενέργεια της αφισοκόλλησης, κάτι που από τα πρώτα κιόλας λεπτά κρίνεται ως ατόπημα, ακόμα και ύβρις της γυναίκας προς τους συμπολίτες της.
Το βασικό κίνητρο για όλη αυτή την αναστάτωση είναι κάτι πολύ ανώτερο από την ίδια την αναστάτωση. Ένα τραγικό συμβάν. Μια εγκληματική ενέργεια με θύμα την κόρη της ηρωίδας, γεγονός που επέφερε τον τραγικό θάνατο του νεαρού κοριτσιού. Ένας βιασμός και ένα ανατριχιαστικό τέλος, με τον εμπρησμό του πτώματος. Η κινηματογραφική αφήγηση δεν χασομερεί διόλου, λεπτολογώντας, πάνω στο πόρισμα της αστυνομίας (που φαίνεται να έχει σηκώσει τα χέρια και να έχει βάλει τον φάκελο της υπόθεσης κάπου παράμερα). Αντιθέτως, υπάρχει η «άγρυπνη» γνώμη της μητέρας που έχει αναλάβει τον ρόλο του αστυνόμου/ερευνητή, όσο και του δικαστή. Ακόμα και του εκτελεστή (είναι συγκεχυμένο το τι σημαίνει τούτο το τελευταίο). Η φράση που ξεχύνεται από τα χείλη της, σαν εγερτήριο/ πολεμικό σάλπισμα, θα γραφτεί επίσης και πάνω σε μια από τις πινακίδες του δρόμου, και είναι σχετική με το modus operandi του δολοφόνου ή των δολοφόνων: «τη βίαζαν ενόσω πέθαινε». Υπάρχει όμως μια ακόμα επίμονη φράση, που θα παραμείνει άρρητη και άγραφη, σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, είναι η ίδια που δυνητικά υπάρχει γραμμένη στην από πίσω κενή πλευρά εκάστης πινακίδας, και είναι επίσης βαθιά χαραγμένη στο υποσυνείδητο της ηρωίδας, μια φράση σχετική με την ηθική της μητρικής, πολεμικής οδύνης: «η εκδίκηση είναι δική μου». Η ηρωίδα της ιστορίας, του λοιπού, θα κινείται ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, ανάμεσα στα δύο αυτά δόγματα. Με ποιο τρόπο; Ανάλογα με το πώς το βλέπει ή το διαισθάνεται ο καθένας. Προσωπικά, μου έμειναν πάμπολλα ερωτήματα και πολύ βαθιές απορίες. Τούτη δω η Νέμεσις/μητέρα που περιφέρεται στην πόλη –ανάμεσα σε μειονεκτικούς ή κακομοίρηδες της ζωής (βλέπε τον νάνο ή τη μάνα του αψίκορου μπάτσου), σε ρεμάλια ή σε μάτσο αστυνομικούς, καλούς κατά βάσιν, κακούς όμως λόγω παιδικών ψυχολογικών τραυμάτων–, προκαλώντας, σαρκάζοντας, αποστομώνοντας τους πάντες με τις ατάκες-καταπέλτες της, βρίζοντας, ρίχνοντας κατραπακιές και βόμβες μολότοφ, με απόλυτη ψυχραιμία, σιγουριά και αυτογνωσία, δεν ξέρω από πού ακριβώς μπορεί να έχει βγει, από ποια φωλιά θηλυκού θηρίου. Μόνο στα κόμιξ, στα νουάρ και στα γουέστερν συναντάς παρόμοια δραστηριότητα. Η ταινία του ΜακΝτόνα δεν ανήκει σε κάποιο επικό είδος. Μια ρεαλιστική τοιχοχραφία της βίας και των άγριων ηθών σε μια αμερικανική κωμόπολη φιλοδοξεί να είναι. Τέτοιες χειρονομίες, που στην αληθινή ζωή είναι πιθανές και κατανοήσιμες, στην οθόνη κινδυνεύουν να μετατραπούν σε καρικατουρίστικες επιδείξεις, θυμίζοντας ρίψεις φωτοβολίδων σε ποδοσφαιρικό αγώνα. Ο κινηματογράφος δεν αντιγράφει την πραγματικότητα, οφείλει να φτιάχνει τις δικές του εκδοχές της πραγματικότητας. Αντιθέτως, περισσότερο αληθινή και ανθρώπινη βρήκα την ηρωίδα (όντως εντυπωσιακή η ερμηνεία της Φράνσις Μακ Ντόρμαντ), όταν κουβαλάει λουλούδια στον τόπο της συμφοράς, όταν σταματά να το παίζει καουμπόισσα και βυθίζεται στην περισυλλογή, στις τύψεις, στις ενοχές και στις φαντασιώσεις της γύρω από τις διαστάσεις της ανθρώπινης εκδικητικότητας, ή απλώς στη λύπη της. Ή περιστρέφεται γύρω από το βασανιστήριο των διαφορετικών, υποθετικών εκδοχών: αν δεν είχε προηγηθεί ο καυγάς μεταξύ μάνας και κόρης, το κακό πιθανόν θα είχε αποφευχθεί. Αν η μάνα δεν ήταν τόσο αδελέαστη, τόσο οξύθυμη, τόσο ετοιμοπόλεμη, τόσο αγύριστο κεφάλι, τα πράγματα θα είχαν μείνει στην αρχική τους θέση, με όλα τα δυσεπίλυτα προβλήματα που ταλαιπωρούν κάθε «χαμοζωή», στην προκειμένη περίπτωση τη ζωή μιας οικογένειας, ακέφαλης ως προς τον πατέρα, σφηνωμένης σε κάποιο αφανές σημείο μιας κωμόπολης των ΗΠΑ, σχεδόν αχαρτογράφητης. Τα πράγματα όμως αναποδογυρίστηκαν, με τρόπο μη αναστρέψιμο, κατηγοριοποιημένα με την ένδειξη «άλυτα», αφού ο θάνατος είναι μια ανέκκλητη και μη αναστρέψιμη κατάσταση. Πιστεύω πως έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να χειριστεί κανείς (πρωτίστως σεναριακά) το ερώτημα του τι απομένει σε όσους έμειναν πίσω, ιδιαιτέρως σε όσους έχουν βάσιμους λόγους να παραδίδουν την ψυχή τους και τη ζωή τους στο σαράκι των ενοχών. Η αυτοκτονία αποδεικνύεται ως μια αποτελεσματικότατη κίνηση, ως μια ευέλικτη στροφή σ’αυτό το μπερδεμένο σταυροδρόμι, όπου η εκτός οποιουδήποτε ανθρώπινου ελέγχου απειλή έχει την σαφέστατη υπεροχή. Ένας καρκίνος στο πάγκρεας δεν αφήνει κανένα περιθώριο στον άνθρωπο, που τον έχει, να διαπραγματευτεί οτιδήποτε. Όταν, αντί για την ανάσα σου, στέλνεις αιμάτινες ριπές στον συνομιλητή σου, και εφόσον είσαι άνθρωπος των όπλων, γνήσιο τέκνο των αμερικανικών αστυνομικών ταινιών ή των γουέστερν, δεν διστάζεις και πολύ να τραβήξεις την σκανδάλη, στοχεύοντας το ίδιο σου το σώμα. Από κει και πέρα προς τι όλο το μελό, με τα γράμματα που αφήνει ο αποχωρών πίσω του; Αυτή όντως είναι η πρώτη αντίθετη στροφή που μπορεί να πάρει κάποιος, όταν δεν αντέχει τον μονόδρομο, και είναι μια επιλογή ορθολογισμού και όχι απλώς μια εκκωφαντική χειρονομία λεβεντιάς. Για ποιους λόγους επιπρόσθετης συγκίνησης ή συμπόνιας, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης αποφασίζει να την υποβιβάσει; Από μόνη της η χειρονομία είναι αρκούντως δραματική. Τι χρειάζονται οι εξηγήσεις διά μέσου της φασματικής ανάγνωσης των επιστολών του αυτόχειρα; Ο άνθρωπος πάει, πέθανε.Τι περισσότερα πράγματα προσφέρει η παλιομοδίτικη μέθοδος της επαναφοράς της φωνής του; Στην άσφαλτο τούτη τη φορά, σ’ αυτό το σημαδιακό σταυροδρόμι έξω από το Έμπινγκ, στο Μισούρι, σε έναν κόμβο που σχετίζεται με την ανθρώπινη λογική και την επανεκτίμηση, υποθετικά θα μπορούσαν να υπάρχουν κάποιες οδικές πινακίδες για να επισημαίνουν (επιβεβαιώνοντας την εκτίμηση των οδηγών) πως η εκδίκηση δεν είναι η πλέον ασφαλής και αποτελεσματική μέθοδος ανακούφισης, άρα το νέο πάτημα της σκανδάλης δεν είναι διακύβευμα ώριμου και πολιτισμένου ανθρώπου, αλλά κίνηση ενός αλόγιστα παρορμητικού ατόμου που έχει χάσει το μέτρο και τον μπούσουλα του νοήμονος όντος, άρα «ας το σκεφτούμε καλύτερα», προς αλλαγή κατεύθυνσης. Κάτι όμως που είναι και το αυτονόητο, «η βία προκαλεί βία», το διαρκές φιλμικό μήνυμα και ζητούμενο, το λάιτ μοτίβ που μπαινοβγαίνει από την αρχή ακόμα της ταινίας ως σύνθημα και ως συμπέρασμα, σχεδόν ως πλύση εγκεφάλου, στη συνείδηση κινηματογραφικών προσώπων και θεατών.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_three-billboards-outside-ebbing-missouri-1.jpg
Η ταινία του Μάρτιν ΜακΝτόνα /Martin McDonagh, μια ταινία που κατά τη γνώμη μου φλερτάρει (και όχι μόνο) με ιδέες και αξίες που ήδη έχουν απασχολήσει πάμπολλες φορές τον αμερικανικό κινηματογράφο –με σπουδαία πολλές φορές αποτελέσματα –, δημιουργεί, στον εσωτερικό της κόσμο κυρίως, μεγαλύτερο θόρυβο απ’ όσο χρειάζεται. Ο υπαινιγμός έχει μεγάλη δύναμη, όπως και ο διακριτικός χειρισμός καταστάσεων και ενεργειών, ειδικά εκείνων που σχετίζονται με τη βία. Μπορούν να γίνουν διεισδυτικότερα εργαλεία, αποτελεσματικότερα απ’ το να βροντοφωνάζεις ή να σκηνοθετείς με στόμφο, και κάνοντας κατάχρηση, στο φιλμικό σου κείμενο, συμβόλων και μηνυμάτων. Νομίζω πως είναι μια ταινία που εκμεταλλεύεται (όχι σώνει και καλά με την κακή σημασία του όρου πάντα) πολλές και ποικίλες καυτές αμερικανικές συγκυρίες, κάποια χαίνοντα και αιμορραγούντα τραύματα, ειδικά της σημερινής αμερικανικής πραγματικότητας. Μιας χώρας ουσιαστικά ακέφαλης όσον αφορά τον leader της, μιας «οικογένειας» της οποίας ο pater familias δεν την έχει απλώς κοπανήσει με μια δεκαοχτάχρονη (όπως ο ήρωας της ταινίας), αλλά αντιθέτως της έχει κάτσει στον σβέρκο, χάρη και στην δική της επιτρεπτικότητα, ευνουχίζοντας με ένα υψωμένο δάχτυλο –ένας κανονικός ευνουχισμός από μια χειρονομία που λογικά θα είχε θέση μόνο σε κάποια γελοιογραφία. Αντιθέτως αυτό το δάχτυλο, εργαλείο δολιοφθοράς, ανήκει στην πραγματικότητα, ορθώνεται ως εμβληματικός οδοδείχτης και, το σημαντικότερο, έχει τη δύναμη όντως να Επηρεάζει τους κανόνες κυκλοφορίας και την οριστική κατεύθυνση. Και για να επανέλθουμε στην ταινία του Μακ Ντόνα –μια ταινία που κατά την άποψή μου, όπως και κατά την άποψη πολλών άλλων, θα «σκίσει» στα Όσκαρ και στα άλλα βραβεία –, ακόμα και το γεγονός της έλευσης του μαύρου νέου διευθυντή της αστυνομίας, για να καλύψει την κενή θέση του αυτόχειρα προκατόχου του, συνηγορεί υπέρ αρκετών παραπάνω ισχυρισμών. Με ψυχαναλυτικούς όρους, όταν χάνεις έναν «καλό πατέρα», του οποίου το χρώμα της επιδερμίδας τυγχάνει να είναι μαύρο, την κενή θέση θα σκεφτείς να την καλύψεις με ένα πρόσωπο ανάλογων χαρακτηριστικών –έστω και κινηματογραφικά. Επινοώντας έναν καλοπροαίρετο, αποφασιστικό και ψύχραιμο μαύρο αρχηγό, ο οποίος ακόμα κι αν δεν τα καταφέρνει να φέρει τα πάντα στα ίσα τους, τουλάχιστον κάνει φιλότιμα ό,τι περνά από το χέρι του.