της Sara Driver
(αποσπάσματα από μια συζήτηση)
Ο Ζαν Μισέλ είχε ζήσει για μήνες στο σπίτι της Αλέξις(της φίλης του Αλέξις Άντλερ) μεταξύ 1979 και 1980. Πρόσφατα η Αλέξις ανακάλυψε ξανά, ψάχνοντας στο αρχείο της, έργα του -τόσο ζωγραφικά όσο και γραπτά-, μεταξύ των οποίων ένα δικό του τετράδιο, ένα κουτί γεμάτο φορέματά της ζωγραφισμένα από τον ίδιο, αλλά και φωτογραφίες του που είχε τραβήξει εκείνη. Όταν, λοιπόν, είδα όλα αυτά σκέφτηκα: ‘’Θεέ μου, αυτό είναι ένα παράθυρο στο πώς ξεκίνησε ο Ζαν Μισέλ ως καλλιτέχνης! Αυτό με ώθησε να αποφασίσω να κάνω την ταινία. Όλοι γνωρίζουμε μία ιστορία για τον Μπασκιά, την καλλιτεχνική πορεία του, την αναγνώριση, τη φήμη και τελικά τον τραγικό θάνατό του. Όμως εγώ ήθελα να αφηγηθώ μιαν άλλη ιστορία, το πώς ανακαλύπτει τον εαυτό του ως καλλιτέχνη. Κι αυτό γίνεται ακριβώς αυτήν την εποχή που εξελίσσεται το φιλμ, λίγο πριν γίνει διάσημος.
(...) Πράγματι, όταν είδα το υλικό σκέφτηκα ότι δεν είναι μόνο ένα παράθυρο στην τέχνη του Ζαν Μισέλ, αλλά και στη Νέα Υόρκη εκείνης της περιόδου. Η Νέα Υόρκη ήταν μια πόλη όπου κανείς δεν ήθελε να μείνει τότε. Εμείς είχαμε μια κοινότητα καλλιτεχνών, οργανικά δεμένη, εν μέρει εξαιτίας και του κινδύνου που υπήρχε. Η πόλη έμοιαζε σαν μια παιδική χαρά χωρίς κανόνες, όπου ακόμη και οι αστυνομικοί ένιωθαν φόβο. Έπειτα, υπήρχαν και τα ναρκωτικά. Στις αρχές του ’80 αρχίσαμε να χάνουμε φίλους από τα ναρκωτικά που μέχρι τότε ανάμεσα στους καλλιτέχνες ήταν απενοχοποιημένα. Αυτή η κοινότητα καλλιτεχνών ήταν μικρή, όλοι γνωριζόμασταν. Τον θυμάμαι πολύ καθαρά τον Ζαν Μισέλ, τον συναντούσα συνεχώς στους δρόμους, πάντα έκανε περίεργα πράγματα με τα μαλλιά του, με τα ρούχα του, ξεχώριζε. Θυμάμαι όταν γυρίζαμε μαζί με τον Τζιμ Τζάρμους το φιλμ Διακοπές διαρκείας, ο Ζαν Μισέλ ήταν εκεί. Συχνά κοιμόταν στο πάτωμα κι έπρεπε να τον ξυπνήσουμε για να συνεχίσουμε το γύρισμα. Κάθε μορφή τέχνης -ζωγραφική, λογοτεχνία, φωτογραφία, σινεμά, περφόρμανς, μουσική, χορός, γονιμοποιούσε την άλλη τότε. Όλοι μας προσπαθούσαμε να πρωτοπορήσουμε, όλοι μας προσπαθούσαμε να γίνουμε ποιητές και είχαμε μεταξύ μας μία τρομερή αίσθηση κοινότητας και αλληλεγγύης.
(...) Πολλοί τον θεωρούν καλλιτέχνη γκράφιτι. Ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά ποτέ δεν υπήρξε κάτι τέτοιο. Ήταν ποιητής. Έγραφε ποίηση στους τοίχους. Ήθελε να συγκινήσει τους ανθρώπους μέσω των λέξεων, να στείλει ένα μήνυμα εκεί έξω. Κυκλοφορούσε στο Μανχάταν και έγραφε στους τοίχους του πολύ κοντά σε γκαλερί, εκεί που ζούσαν και κινούνταν καλλιτέχνες και γενικότερα άνθρωποι της τέχνης.
(...) Ήθελα να τον απεικονίσω κάπως σαν…φάντασμα. Φυσικά δεν υπήρχε κάτι σαν ηχητικό ντοκουμέντο και ο Ζαν Μισέλ δεν ήταν το επίκεντρο εκείνης της εποχής. Ήθελα όμως να κάνω ένα πορτρέτο του με απόλυτο σεβασμό στον ίδιο. Αυτός ήταν ο στόχος μου από την αρχή ως το τέλος.
(αποσπάσματα από μια συζήτηση το Σάββατο 3 Μαρτίου 2018, στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο του 20ού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης)