(Κινήσεις στο σκοτάδι)
της Kelly Reichardt
(κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
Οι αστάθμητοι παράγοντες, το ανθρώπινο λάθος, η παρεμβολή του τυχαίου, το βάρος της ενοχής και ο φόβος της αποκάλυψης. Η έγνοια για τη σωτηρία του πλανήτη και ο ριζοσπαστικοποιημένος οικολογικός ακτιβισμός. Πόσος ορθολογισμός και ουμανισμός εμπεριέχονται στο σύνολο των μεθόδων των σκληροπυρηνικών μαχητών, αυτών που αποφασίζουν να ανατινάξουν ένα υδροηλεκτρικό φράγμα, διαμαρτυρόμενοι για την οικολογική καταστροφή που συντελείται στην περιοχή του Όρεγκον των ΗΠΑ με ολέθριες επιπτώσεις στη γεωργία και την κτηνοτροφία; Τα ωφέλιμα αποτελέσματα, όμως, μιας τέτοιας ενέργειας, δικαιολογούν την απώλεια ανθρώπινων ζωών ή μήπως η όλη δράση δεν είναι παρά απλό θέατρο, καταπώς ισχυρίζεται μες στην ταινία ο σκεπτικιστής βιοκαλλιεργητής. Πώς αποκολλάται η οικοδόμηση του πολιτικού φαντασιακού από το αρχιτεκτόνημα του κόσμου της πραγματικότητας; Η ριζοσπαστική βία, μέσω μιας οικολογικής δράσης, όχι και τόσο καλά οργανωμένης μάλιστα, αποτελεί τρομοκρατική ενέργεια, σύμφωνα με τον νόμο που ορίζει ισόβια κάθειρξη, με 300 επιπλέον χρόνια (με τα λόγια ενός από τους τρεις ακτιβιστές), όταν έχει και ως επακόλουθο την απώλεια ανθρώπινων ζωών. Άρα, ο ριζοσπαστικοποιημένος οικολογικός ακτιβισμός μπορεί να αποτελεί δείγμα μιας ακόμη φονικής θρησκείας; Στην ταινία της Κέλι Ράιχαρντ, οι δράστες μιας τέτοιας ενέργειας, από τον κολοφώνα της μαχητικότητας, θα βρεθούν, εν μια νυκτί, στον πάτο του πηγαδιού, ενώ δεν τους μένει παρά να εξαφανιστούν από προσώπου γης, και να μείνουν για πάντα εξαφανισμένοι. Αυτά και μερικά παρόμοια ερωτηματικά απασχολούν το «Night Moves-Κινήσεις στο σκοτάδι» της Kelly Reichardt, που προβάλλεται στην πλατφόρμα Cinobo.
Xρονολογικά τοποθετημένες μεταξύ των «Old Joy», 2006, «Wendy and Lucy », 2008, και «Certain Women», 2016, οι «Night Moves», 2013, σε μια πρώτη ματιά, δίνουν την εντύπωση ενός αλλόκοτου φιλμικού εγχειρήματος, ενδεχομένως σε διάσταση με τα υπόλοιπα της Αμερικανίδας δημιουργού – ένα επιχείρημα που μάλλον δεν τεκμηριώνεται πλήρως. Η ταινία μοιάζει να έχει δυο πλευρές, ακριβώς όπως ένας καθρέφτης διπλής όψεως. Στη μία εγγράφονται λεπτομερώς και με αρκετή διαφάνεια, το ιστορικό των αιτίων και του σκοπού της ενέργειας, η αφετηρία, τα μέσα, οι λεπτομέρειες της κατάστρωσης του πλάνου δράσης, η εξέλιξη της επιχείρησης, η εκτέλεση του σχεδίου. Κι από την άλλη, υπογείως, αλλά τρίζοντας πάντα, στο βάθος του σκότους της νύχτας, διαγράφονται, αναδύονται, ξεκαθαρίζουν, αναπτύσσονται λεπτομερώς, οι ιδιαίτεροι μηχανισμοί που κινούν τα νήματα της δράσης των πρωταγωνιστών τούτης της επιχείρησης – τριών ηρώων, που περισσότερο από υπαρκτά πρόσωπα θυμίζουν πλάσματα της νύχτας. Ο Τζος (Jesse Eisenberg), η Ντίνα (Dakota Fanning) κι ο Χάρμον (Peter Sarsgaard) είναι υπέρμαχοι του δόγματος «Σώστε τον Πλανήτη», που είναι το κοινό συνδετικό τους (συναγωνιστικό-συνωμοτικό) χαρακτηριστικό. Από κει και πέρα, ο καθένας κουβαλά τα προσωπικά του βιώματα, την ατομική αγωνία του, τις ξεχωριστές εμπειρίες του, τη μοναδικότητα των προσωπικών αδιεξόδων του. Ο τρόπος κοινής δράσης τους, από την πρώτη στιγμή της επιχείρησης, μπορεί να χαρακτηρισθεί αρκετά ερασιτεχνικός και εγωιστικός, με πολλές ρωγμές ως προς την κατάστρωση, οργάνωση και εκτέλεση του στρατηγικού πλάνου. Και οι τρεις (άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο) κινούνται μηχανικά, αυτοματικά ή νευρωσικά, άλλοτε ενθουσιώδεις- άλλοτε απαισιόδοξοι και με ισχυρές δόσεις μελαγχολικής παραίτησης, κι άλλοτε απλοί, αμέτοχοι, θεατές της εικόνας της καταστροφής ή της αυτοκαταστροφής της φύσης. Αφήνονται στο να διαπράττουν το ένα λάθος μετά το άλλο, μπαίνοντας συνεχώς στο στόχαστρο καμερών ασφαλείας και της αστυνομίας –χαλάρωση που αποτελεί ένα είδος παραδοχής της ήττας και παραίτησής τους.
Από το ξεκίνημα λοιπόν της δράσης τους, ο θεατής συμπορεύεται με τη σιγουριά, πως και οι τρεις, μαζί με την καταστροφή του φράγματος, σχεδιάζουν και την ανομολόγητη, την ανεπίγνωστη προσωπική καταστροφή τους. Φυσικές καταστροφές, λοιπόν, ως αποτέλεσμα θανάτου της φύσης, από ανθρώπινη υπαιτιότητα. Αυτοκαταστροφή όμως και του ίδιου του ανθρώπου-καταστροφέα, ενός ατόμου εντελώς γυμνού, εκτεθειμένου στη δίνη των καιρών και όλων των αδυναμιών που συνοδεύουν και βαρύνουν τον Ξένο και τον Ένοχο, κοντολογίς έναν ήρωα που θα μπορούσε να βγαίνει από σελίδες του Κάφκα ή του Καμύ.
Υπάρχει μια αλυσίδα καταστροφών, την οποία η ταινία της Reichardt, καταγράφει με επιμονή, σχολαστικότητα, αυστηρότητα, βραδύτητα, προσεγγίζοντας πόντο πόντο, την τραγικότητα του τετελεσμένου. Μαζί με το κατεδαφισμένο φράγμα, οι τρεις μαχητές της οικολογίας, κατεδαφίζουν και τη ζωή ενός ανυποψίαστου εκδρομέα-κατασκηνωτή, που έτυχε να κοιμάται στις όχθες του ποταμού, αλλά και τις δικές τους ζωές. Κι αυτό επειδή, εκτός από παράτολμοι και δυνατοί, υπήρξαν άτολμοι, ασυλλόγιστοι και αδύναμοι. Η μία όμως καταστροφή φέρνει την άλλη, ο ένας θάνατος ή φόνος προϋποθέτει κι έναν άλλο, μεταγενέστερο και σχεδόν μοιραίο, ως συμπλήρωμα του παζλ της καταστροφής, ενώ ο φόβος κουκουλώνει κάθε σκέψη κι αντίδραση, οποιαδήποτε αντίσταση με σκοπό την αυτοσυντήρηση και διάσωση του δράστη. Εκτός από το όραμα για το μελλοντικό τέλος του κόσμου, υπάρχει και το γεγονός του τέλους των υποκειμένων που δρουν κατά μόνας. Το πλέον τραγικό πρόσωπο της τριάδας, εκείνο του Τζος, όσο κι αν θέλει να στηριχτεί πάνω στο τελευταίο του δεκανίκι παρηγοριάς κι αυτοσυντήρησης, το μπαγιάτικο και σαπισμένο επιχείρημα «ήταν ατύχημα και όχι φόνος εκ προμελέτης», βλέπει τον εαυτό του να πλησιάζει στο χείλος του γκρεμού, με μοναδικά πλέον εφόδια την ακύρωση του ονόματός του, βαπτιστικού ή συνωμοτικού, την αχρηστία των βεβαρημένων στοιχείων της ταυτότητάς του, την ανυπαρξία τόπου και χώρου διαμονής, πόρων διαβίωσης, και με μοναδική πλέον έξοδο διαφυγής εκείνην της συμβουλής του αθέατου δυναμιτιστή φίλου του, που ως ο πλέον καταφερτζής και κυνικός της παρέας, μπορεί να πιάσει ασφαλές πόστο μες στο χάος του μηδενός, συνιστώντας το ίδιο και στο «ράκος», που αποτελεί πλέον ο πρώην συναγωνιστής του: την ολοκληρωτική εξαφάνιση από προσώπου γης, το μόνο καταφύγιο των μη τιμωρημένων από την πολιτεία δολοφόνων. Η Reichardt, με ελάχιστα κινηματογραφικά μέσα, με τη γνωστή μινιμαλιστική κινηματογραφική γλώσσα της, πιστεύω ότι έχει πετύχει να φτιάξει μια στιβαρή, νυχτερινή, ποιητική, υδάτινη, αστυνομική αλλά και πολιτική ταινία – φαντάζομαι με τον τρόπο που το εννοούσε ο Γκοντάρ.
Στο Cinobo, όπως είπαμε.
(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)