της Kelly Reichardt
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
ΛΙΓΕΣ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΠΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΚΗΣ ΧΑΡΑΣ. Το απλό, το λιτό, το διαυγές, πλην όμως επιμελώς επεξεργασμένο σε όλες του τις λεπτομέρειες, τόσο στον πλούτο των σκέψεων και των ιδεών, όσο και στην αισθητική του καλλιτεχνικού αποτελέσματος (την εικαστική αρτιότητα, που είναι ένα από τα δυνατά σημεία της συγκεκριμένης κινηματογραφίστριας, η οποία έχει σπουδάσει και Καλές Τέχνες), είναι αρετές καθόλου αυτονόητες στην επικράτεια του σύγχρονου κινηματογράφου, ειδικά στον τομέα εκείνων των ταινιών, που ως κύριο σκοπό έχουν τον εντυπωσιασμό του θεατή, την μέγιστη αποδοχή του κοινού και τα μεγάλα βραβεία. Από την άλλη μεριά, τώρα… Ο λόγος για την ταινία «Old Joy», 2006, της ανεξάρτητης Αμερικανίδας δημιουργού Kelly Reichardt, και για το πώς είναι εφικτό να κινηματογραφεί κανείς τη φύση, τη μυστικότητα και ιερότητά της, τη γαλήνη, την καταδεκτική και παρηγορητική ομορφιά της, χωρίς να γίνεται καθόλου βαρετός ή απλώς ρουτινιέρης φυσιολάτρης.
Τρεις όλες κι όλες ψυχές, δυο φίλοι από τα παλιά, ο Μαρκ και ο Κερτ, που ξανανταμώνουν μετά από αρκετό καιρό απουσίας του ενός στη ζωή του άλλου, και μια σβέλτη και έξυπνη σκυλίτσα, η γνώριμή μας Λούσι, η «αχτύπητη» παρτενέρ και συμπρωταγωνίστρια της Μισέλ Ουίλιαμς, στην ταινία της Reichardt «Γουέντι και Λούσι», 2008, αναλαμβάνουν να μας ξεναγήσουν στα μονοπάτια των δασών του Όρεγκον, σε αναζήτηση των θερμών πηγών που αναβλύζουν μέσα από τη οργιώδη βλάστηση, πλάι στους βουνίσιους καταρράκτες. Ο παράδεισος, νέτα σκέτα; Δεν είναι και τόσο αυτονόητο, από τη στιγμή που, κατά τη διανυκτέρευσή τους μες στο δάσος, οι δύο αποπροσανατολισμένοι φίλοι, έχοντας ξεφύγει από τον σωστό χωματόδρομο, θα κοιμηθούν πλάι σε έναν σκουπιδότοπο, ενώ ο Κερτ, ο πλέον ένθερμος αυτής της εξόρμησης στο φυσικό τοπίο, θα φτάσει στο σημείο να αναρωτηθεί: «Αφού στην πόλη βρίσκουμε δέντρα και στην παρθένα φύση σκουπίδια, ποιος ο λόγος να ερχόμαστε εδώ πέρα;»
Ανατρέχοντας στον Ζαν-Ζακ Ρουσώ, ίσως είναι η στιγμή να παραδεχτούμε τη συρρίκνωση της φύσης (λόγω ανθρώπινης εξουσίας, αναγκών, προκαταλήψεων, συνηθειών) και την απουσία οτιδήποτε άλλου στη θέση της. «Αυτή θα υπήρχε σαν ένα μικρό δέντρο που από τύχη γεννιέται στη μέση του δρόμου, ενώ οι περαστικοί, πολύ σύντομα, χτυπώντας το από παντού, το αφανίζουν». Άρα, όντας αδύναμοι και ανεπαρκείς, έχουμε ανάγκη από βοήθεια, χρειαζόμαστε εκπαίδευση που μας παρέχεται είτε από τη φύση είτε από τους ανθρώπους είτε από τα πράγματα. Ο εντελώς χαμένος μες στα μονοπάτια της ζωής Κερτ, που είναι και ο πλέον φλύαρος και εξομολογητικός από τους δύο φίλους, και ο φαινομενικά λιγότερο ανήσυχος και επαναστατημένος Μαρκ, ο λιγομίλητος της παρέας, που δείχνει και ο πλέον συμβιβασμένος, έχοντας μπει στο ασφαλές μονοπάτι της εργασιακής και οικογενειακής τακτοποίησης, παρόλα όσα θα συναντήσουν σε τούτο το σύντομο ταξιδάκι εσωτερικής αναζήτησης και αυτεπιβεβαίωσης, τελικά θα αποδεχτούν πως είναι αναγκαίο το εξής: να τρυπώσουν, όσο αυτό είναι εφικτό ακόμη, ο ένας μες στο μυαλό του άλλου, και να προσπαθήσουν να επαναδιατυπώσουν, με νέους όρους, το καθεστώς της παλιάς φιλίας τους. Όσο κι αν είναι ανάσα ζωής και ψυχικό βάλσαμο το βύθισμά τους μέσα στις πρωτόγονες γούρνες των θερμών ορεινών πηγών, εν τέλει το ανθρώπινο, το σωματικό, άγγιγμα είναι αυτό που έρχεται να υλοποιήσει το θαύμα της ανθρώπινης χαράς και ικανοποίησης. Μια νότα μελαγχολικής φιλομόφυλης επιθυμίας και δειλής σαρκικής προσέγγισης, που θα την ξαναβρούμε και στην τελευταία ταινία της Reichardt, το πρόσφατο «First Cow», 2019. Τελικά, μήπως το αίσθημα της αφτιασίδωτης, της παρθένας φιλίας, δεν είναι παρά μια μορφή πηγαίου, αληθινού και δυνατού έρωτα; Πάντως, οι δύο φίλοι, ακολουθώντας ο καθένας τον ξεχωριστό του δρόμο, αφήνουν ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα: το δεντράκι, στην άκρη του χωματόδρομου, μπορεί να ξεριζωθεί από τους ανέμους του βουνού και του δάσους, πλην όμως, δεν αποκλείεται και να σωθεί, από μια βαθιά εσωτερική, φυσική ανάγκη αυτοσυντήρησης και τελικής διάσωσης.
Με τους εντελώς αντισυμβατικούς και ανεπιτήδευτους Will Oldham, Daniel London, τη σκυλίτσα Λούσι, την πανέμορφη φωτογραφία του Peter Sillen και τη λειτουργικότατη μουσική υπόκρουση των Yo La Tengo. Όλοι τους καλλιτέχνες πρώτης γραμμής!
Πού θα βρείτε την ταινία; Μη με ρωτάτε. Προσπαθήστε και καλή σας επιτυχία! Όποιος βρίσκει αμείβεται.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)