της Andrea Arnold
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΗΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ. Πάμε να πιάσουμε λεφτά ή μια γερή μπάζα από τσίγκινα αστέρια και χάρτινα όνειρα made in USA! Αυτό θα μπορούσε, επιγραμματικά, να είναι το σκεπτικό τούτης της θεοπάλαβης νεανικής εξόρμησης στα θεοσκότεινα σπλάχνα της σημερινής Αμερικής, όπου λουφάζουν αυτοί ακριβώς οι αφελείς, οι αναξιοπαθείς ή εξαπατημένοι που πασάλειψαν το ξερόψωμο του Νόναλντ Τραμπ με άφθονο μπαγιάτικο βούτυρο και μέλι. Σε όποιο καθεστώς φτώχειας, ανεργίας, αγραμματοσύνης κι αμάθειας, ανασφάλειας, πνευματικής και συναισθηματικής εξαθλίωσης κι αν ζουν οι άνθρωποι σε τούτη τη «φέτα» του πλανήτη, που εξακολουθεί, παρά τις δοκιμασίες της, να είναι άρχουσα, πάντα θα υπάρχουν τόποι πίσω από γιγαντιαία σούπερ μάρκετ, με τους τεράστιους σκουπιδοτενεκέδες γεμάτους τροφές πέραν ημερομηνίας λήξης, εκεί ακριβώς όπου τα εγκαταλελειμμένα, από τον θεό και τους ανθρώπους, υποσιτισμένα αμερικανάκια, λευκά εν προκειμένω, μπορούν να βρουν από σαπισμένα κοτόπουλα, σε πακέτο, μέχρι το πλέον άχρηστο μπιχλιμπίδι για να παίξουν, κάνοντας υπέροχα το κομμάτι τους (νιώθοντας ακριβέστερα) ως μικροί Σπάιντερμαν και Σούπερμαν των σκουπιδότοπων. Ο λόγος για την ταινία «Αmerican Honey», 2016, της πάντοτε αξιομνημόνευτης βρετανίδας Andrea Arnold, την οποία γνωρίσαμε στις αθηναϊκές αίθουσες με τις ταινίες της «Red Road», 2006 (μια αστυνομική έρευνα του είδους ψυχολογικό θρίλερ, που ακολουθεί κατά γράμμα τις αρχές και τους κανόνες του Δανέζικου Δόγματος 95), «Fish Tank», 2009, (η σκληρή ενηλικίωση και χειραφέτηση μιας ρέμπελης εφήβου των υποβαθμισμένων ανατολικών λονδρέζικων προαστίων) και «Wuthering Heights», 2011, (απόπειρα για φιλμική απόδοση του ορμέμφυτου σκληρού και χωμάτινου ρομαντισμού, μια ακόμη αιρετική μεταφορά στον κινηματογράφο του μυθιστορήματος της Έμιλυ Μπροντέ, μετά από εκείνην του Λουίς Μπουνιουέλ).
Ταινία δρόμου, το «Αmerican Honey», φέρνει επί σκηνής ένα πουλμανάκι που διασχίζει τις Μεσοδυτικές Πολιτείες των ΗΠΑ, μεταφέροντας μια ετερόκλητη ομάδα από νεαρές και νεαρούς, λευκές και λευκούς, λίγο μετά την εφηβεία τους, ένα συνονθύλευμα από νεαρά άτομα (αυτά ακριβώς τα οποία ο Νόρμαν Μέιλερ θα χαρακτήριζε ως «κάποια μεταγενέστερη γενιά που θα άνοιγε τρύπες στα μυαλά της, χρησιμοποιώντας το speed») που κυνηγούν τυφλά μετά μανίας το φάντασμα του αμερικανικού ονείρου. Η δεκαεξάχρονη Σταρ και ο πρεσβύτερός της Τζέικ (από κοντά και όλο το φασαριόζικο τσούρμο του mini bus ) ανήκουν στην κατηγορία αυτών των διά βίου ανήλικων ατόμων, που αναγκάστηκαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, χωρίς να είναι κατάλληλα προετοιμασμένα γι’ αυτό, χωρίς να γνωρίζουν πώς να διαχειριστούν την ελευθερία τους, αφού ποτέ δεν κατάφεραν ή δεν πρόλαβαν να αναρωτηθούν ποια συγκεκριμένη ρότα ζωής όφειλαν να διαλέξουν. Περνώντας παραπλεύρως από κάθε απρόσκοπτη, ήρεμη, αποφασιστική ενηλικίωση και ωρίμανση, ξεκινούν να «εξερευνήσουν» τη χώρα τους, μέσα από μια κατ’ όνομα και κατ’ επίφασιν επιχειρηματική δουλειά: πουλώντας συνδρομές σε περιοδικά ή φούμαρα (ένα και το αυτό) πόρτα πόρτα, κατώφλι κατώφλι, βίλα βίλα, σε γειτονιές βολεμένων νοικοκύρηδων, αφελών φραγκάτων και θεοσεβούμενων πολιτών, στην ουσία φλομώνοντάς τους στα ψέματα και προσπαθώντας να τους εξαπατήσουν, σερβίροντάς τους διάφορες μπούρδες που βασίζονται, κυρίως, σε μια αναξιοπάθεια κοινωνικού τύπου (αδυναμία ολοκλήρωσης σπουδών λόγω οικονομικής ανέχειας, απώλεια γονέα στον πόλεμο του Ιράκ, και πάει λέγοντας). Ένας ολόκληρος κόσμος άτεχνων μεταμφιέσεων, θλιβερών ψεμάτων, εξαπάτησης των άλλων, αδέξιας απατεωνιάς, αυτοεξαπάτησης στην πραγματικότητα, ψευδαισθήσεων και κατόπιν οδυνηρής προσγείωσης, πορεύονται πλάι πλάι με ένα βεβιασμένο ερωτικό συναπάντημα δύο νέων ανθρώπων, που δεν καταφέρνουν, επί της ουσίας, να ολοκληρώσουν κανένα συναισθηματικό, ερωτικό, δέσιμο, πέρα από διάσπαρτα, περιστασιακά, σωματικά πυριγενή ξεσπάσματα (κάτι άλλωστε που αποτελεί και το φόρτε της Άρνολντ, αυτό ακριβώς που μας εντυπωσίασε και στις προγενέστερες ταινίες της). Όσο κι αν σιγουρευόμαστε σταδιακά για την καλή, τη θετική, όψη της ανθρώπινης φτιαξιάς, του καλά κρυμμένου θετικού χαρακτήρα του Τζέικ (δευτερευόντως) και της Σταρ (πρωτίστως), όσο κι αν προσπαθούμε να παρηγορήσουμε τον εαυτό μας, ως θεατές, πως αυτά τα δυο νεαρά άτομα, μαζί με το υπόλοιπο ξεστρατημένο τσούρμο που τα περιβάλλει, δεν αποτελούν εντελώς καμένο χαρτί και διαλυμένα μυαλά, ούτε ελαττωματικές ανθρώπινες φιγούρες ή αμερικανικά λευκά σκουπίδια, δεν παύουμε στιγμή να είμαστε ανήσυχοι, προβληματισμένοι κι απαισιόδοξοι. Θα τους ευχόμασταν, να συνεχίσουν να αποτελούν τους σκασιάρχες ενός ανάπηρου, αποπνικτικού αυταρχικού κοινωνικού συστήματος, πλην όμως κυνηγώντας όνειρα που ανήκουν περισσότερο στον φωτεινό κόσμο της ορθολογικής πραγματικότητας και όχι στο απατηλό, θολό, σύμπαν του αυτοεξευτελισμού, με τη βοήθεια και τεχνητών παραδείσων, εντελώς ξεκούρντιστων ή αποσυναρμολογημένων επιπροσθέτως.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)