της Chloé Zhao
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
”All the pretty horses”, με αυτόν τον τίτλο υπέγραφε, το 1992, o Cormac McCarthy το αυστηρό και λιτό western οδοιπορικό του, απογυμνωμένο από κάθε επικό κλέος. Το μελαγχολικό χρονικό ενός πεισματάρικου καλπασμού φυγής τριών σκασιαρχών, δύο έφηβων κι ενός παιδιού, σε μια μετ’ εμποδίων πορεία –ξεκινώντας από το Σαν Άντζελο του Τέξας και διασχίζοντας τις νότιες αμερικανικές πεδιάδες. Σε μια απελπισμένη αναζήτηση εξόδου διαφυγής προς το Μεξικό, καθώς και στην αναπόφευκτη επιστροφή σε μια Αμερική, δύσκολα αναγνωρίσιμη και αποδεκτή, ως πατρίδα. Το μυθιστόρημα («Όλα τα όμορφα άλογα»,εκδ. Καστανιώτης, 2000, μτφ. Αλέκος Μπενρουμπής ), χρονολογικά τοποθετείται στο 1949, σε μια εποχή που το μέλλον για τους cow-boys διαγράφεται εντελώς σκοτεινό, αποτελώντας, στην πραγματικότητα, ένα χαμένο όνειρο. Το περήφανο άτι και τα αξιόπιστα κολτ, πλάι στα απαιτούμενα αντρίκεια χαρίσματα, φαντάζουν πλέον παρωχημένα, σε αδυναμία να συμπληρώσουν το μυθικό, φασματικό παζλ του αλλοτινού ένδοξου west. Το "The Rider" (2017) της Chloé Zhao (πασίγνωστης πλέον, παγκοσμίως, λόγω της αποδοχής του “Nomadland” και κυρίως των Όσκαρ), στα ελληνικά προβλήθηκε (σήμερα το βρίσκουμε στην πλατφόρμα Cinobo), με τον αρκετά καυχησιάρικο, αρρενοπρεπή τίτλο «Καλπάζοντας με το όνειρο», ενώ το περιεχόμενό του κάθε άλλο παρά επηρμένο ή macho μπορεί να χαρακτηρισθεί. Πρόκειται για μια ταινία που, με την καλή έννοια πάντα, υπερβαίνει τα εσκαμμένα, καταργώντας τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ, και αποδεικνύοντας με τον δικό της, πολύ προσωπικό και ξεχωριστό τρόπο, ότι τα στερεότυπα της συμπεριφοράς (εν προκειμένω, όσα έχουν σχέση με τον μυθοποιημένο κόσμο των ανδρών) δεν είναι πάντα μονόδρομος. Υπάρχουν και εναλλακτικά μονοπάτια, ακόμη και στις πλέον αχανείς ερήμους, τόσο σε εκείνες που σημειώνονται στους χάρτες της παγκόσμιας γεωγραφίας, όσο και σε εκείνες που εκτείνονται αποκλειστικά μες στις ψυχές των ανθρώπων. Ο νομαδισμός, ως κύριο χαρακτηριστικό, τόσο στη συμπεριφορά των ανθρώπων, όσο και στον γεωγραφικό χώρο όπου αθροίζονται τα στοιχεία της ταυτότητας των κινηματογραφικών ηρώων, νομίζω πως είναι μια από τις συνιστώσες του έργου της Zhao (κάτι που διακρίνουμε, ομοίως, εξίσου καθαρά, και στο έργο της ομοτέχνου της Kelly Reichardt). Το "The Rider" είναι, ομοίως, το μελαγχολικό οδοιπορικό ενός νεαρού ατόμου, που όλος του ο κόσμος περικλείεται μες στη λογική της νομαδικότητας των ranchs, των rodeos, των διάσπαρτων στην ύπαιθρο τροχόσπιτων και μιας ερημωμένης, εγκλωβισμένης στην ίδια της τη μειονεξία, επαρχιακής, βουκολικής Αμερικής, αλλά και στην ηθική ενός πολύπτυχου δόγματος: μάθε να παλεύεις και να στέκεσαι στο ύψος ενός αληθινού καουμπόι, η ξεροκεφαλιά αποτελεί αρετή και είναι ασπίδα απέναντι στην αδιαλλαξία των άλλων ανθρώπων, ιππεύοντας μαθαίνεις να εξουσιάζεις τα άλογα, με τον ίδιο τρόπο που η όρεξη έρχεται τρώγοντας. Ακόμη, μην αφήσεις να καταρρακωθεί η περηφάνια σου, μην επιτρέψεις σε καμιά στραβή να σου αναποδογυρίσει το όνειρο, μάθε να προσεύχεσαι σε έναν Θεό που ούτε τη μυρωδιά του αξιώθηκες ποτέ να γνωρίσεις, τίμα τη μνήμη της πεθαμένης μάνας σου πιότερο από την εικόνα του αχαΐρευτου ζωντανού πατέρα σου και, κυρίως, ποτέ μην επιτρέψεις στη σωματική αναπηρία να κανονίζει την πορεία σου… Όλα τούτα ανατρέπονται, με την παραδοχή πως δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από νεκρό γράμμα κι από μια τραγική αυτοεξαπάτηση –ενώ μοναδική εξαίρεση αποτελεί η εντολή για αγάπη και προστατευτικότητα, το καθήκον ενός ευσυνείδητου, τρυφερού μεγάλου αδελφού, προς τη μικρή, εκ γενετής τραυματισμένη, αδελφή του. Από την άλλη, κόντρα σε αυτές τις άκαμπτες και αυταρχικές εντολές, εμφανίζεται το αυστηρό πρόσωπο μιας άλλης, περισσότερο ορθολογικής και λιγότερο μοιρολατρικής πραγματικότητας: το να το σκας μπροστά στο ακατόρθωτο και το παράλογο δεν είναι αναγκαστικά ένδειξη ανανδρίας, οπισθοχώρησης, συμβιβασμού και ήττας. Αναγνωρίζεται μεν η αναγκαιότητα της θυσίας ενός τραυματισμένου αλόγου, οι τραυματισμένοι όμως άνθρωποι μπορούν και αξίζει να θεραπευτούν και να συνεχίσουν να ζουν, έστω και πληγωμένοι ή ανάπηροι…
Ταινία διαψεύσεων και ματαιώσεων, όπως και πολλαπλών τραυμάτων, το «The Rider», αποκαλύπτει μια πολύ χαρισματική κινηματογραφίστρια, με αναρίθμητες ικανότητες, η οποία όμως, κατά την άποψή μου, έχει να παλέψει με μερικά προσωπικά της αδύνατα σημεία. Πολλές φορές, έχω την εντύπωση ότι παρασύρεται από έναν περιττό συναισθηματισμό ( εκεί ακριβώς όπου θα χρειαζόταν ο μινιμαλισμός, η αυστηρότητα και το αποστασιοποιημένο βλέμμα της Reichardt), ή εντυπωσιάζεται, αναίτια, με κάποια φιλμικά στερεότυπα, μεταφέροντάς τα σε ένα προσωπικό κινηματογραφικό σύμπαν, που σίγουρα δεν τα έχει καμιά απολύτως ανάγκη. Στη συγκεκριμένη ταινία, το «The Rider», είχε την τόλμη να επιστρατεύσει μια ομάδα μη επαγγελματιών ηθοποιών (με κινητήρια δύναμη κυρίως την αδιάσπαστη συνοχή της οικογένειας Jandreau), οι περισσότεροι από τους οποίους «ερμήνευσαν» μπροστά στον φακό, αυθόρμητα και αυθεντικά, τον ίδιο τους τον εαυτό, προσφέροντας στον θεατή, επιπλέον, ένα πολύτιμο δώρο: του έδωσαν τη δυνατότητα να αναρωτιέται διαρκώς για τη σχέση της ταινίας με την πραγματικότητα, αναγνωρίζοντας τη δύναμη που περικλείουν οι δύο άξονες, εκείνος της μυθοπλασίας και εκείνος του ντοκιμαντέρ, στη σύλληψη της πραγματικότητας, με τα όριά τους να διασταυρώνονται ή να μπερδεύονται, διαρκώς, μεταξύ τους.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)