(Πίτσα γλυκόριζα)
του Paul Thomas Anderson
(η κριτική του Θόδωρου Σούμα)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_licorice-pizza-2.jpg

Είδαμε το πολύ καλό, ιδιαίτερο φιλμ, Πίτσα γλυκόριζα (Licorice Pizza, 2021)  του Πολ Τόμας Άντερσον που μας προσέλκυσε έντονα, παρ'ότι είναι διακριτικό και με κεντρικά πρόσωπα συνήθεις νέους ανθρώπους, χωρίς τίποτε εξαιρετικό, εκτός από τη φιλοδοξία τους για προκοπή και τον ιδιαίτερο, ασύμμετρο μεταξύ τους έρωτά. Σε πρώτο επίπεδο πρόκειται για μια ρομαντική, ερωτική κομεντί. Η ταινία συνδυάζει, όμως, μια υπέροχη, γλυκόπικρη ερωτική ιστορία αταίριαστου έρωτα με τη γλαφυρή ρεαλιστική περιγραφή του κοινωνικού και πολιτισμικού μπαγκράουντ μιας παλαβής, αθώας, ανάστατης, φιλόδοξης, αισιόδοξης, ονειροπαρμένης και ρευστής Αμερικής της δεκαετίας του '70, ειδικά στην πολιτεία του Σαν Φραντσίσκο. Η πορεία των δύο νέων κατευθύνεται προς τη χειραφέτηση, συνειδητοποίηση, εκμάθηση, ενηλικίωση και ωρίμανσή τους, δίπλα στον κόσμο του θεάματος και της επιχειρηματικότητας.
Από έναν από τους σημαντικότερους ζώντες Αμερικανούς καλλιτέχνες σκηνοθέτες, παράγεται μια εξαντλητικά ψιλοδουλεμένη σκηνοθετική δουλειά σε όλα τα επίπεδα, της υποκριτικής, του ελλειπτικού (ή μήπως παραισθητικού;) κοινωνικού “ρεαλισμού”, των σημασιών, των ολοκληρωμένων, στιβαρών, περίπλοκων χαρακτήρων, της οπτικής, σκηνογραφικής και μουσικής ατμόσφαιρας του κινηματογραφικού ύφους, της αισθητικής, της επίτηδες “φθαρμένης” από τον χρόνο φωτογραφίας και των χρωμάτων της, του καλοκαιρινού, ζεστού φωτός και βάλε... Κι όμως το φιλμ δεν χάνει τίποτε σε αυθορμητισμό, συγκίνηση και συναίσθημα, είναι ευτυχώς από τις λιγότερο εγκεφαλικές ταινίες του Π.Τ.Άντερσον. Επιπλέον είναι τρυφερά και μελαγχολικά νοσταλγικό, διασκεδαστικό και κεφάτο. Το σινεμά του Π.Τ.Άντερσον μάλλον εγγράφεται, λόγω της προβληματικής του, στη γραμμή των Σκορτσέζε και Άλτμαν.
Ένα επίτευγμα του Πολ Τόμας Άντερσον που μπορεί να εκληφθεί ταυτόχρονα, αν  θέλεις ή μπορείς να τη δεις μόνο έτσι, ως μια απλή ερωτική ταινία. Καταλαβαίνουμε πως αυτό το φιλμ δεν θα αρέσει σε όλους γιατί μπορεί ο θεατής να (αυτο)περιοριστεί στην ιστορία του – αταίριαστου μα συμπαθέστατου – έρωτα του ζευγαριού και να θεωρήσει πως το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον δεν βγαίνει στο προσκήνιο, δεν φαίνεται έντονα, κάτι που δεν είναι καθόλου ακριβές, μόνο που βρίσκεται στο φόντο και περιγράφεται λίγο αφαιρετικά. Απλά το πολιτισμικό και κοινωνικό μπαγκράουντ ζωγραφίζεται διακριτικά, συνάγεται από τις εικόνες και τους ήχους που περιβάλλουν τους χαριτωμένους ήρωες. (Σημειώνουμε τα ωραία τραγούδια των Taj Mahal, David Bowie, Donovan, Sonny and Cher, Wings, Paul McCartney, Congregation και του Jonny Greenwood των Radiohead, ο οποίος έγραψε και τη μουσική της ταινίας ),
Εδώ να υπογραμμίσουμε την επιλογή του Π.Τ. Άντερσον να διαλέξει ως κεντρικούς χαρακτήρες συνηθισμένους νέους, με συνηθισμένα πρόσωπα (κάτι που εκτιμούμε ιδιαίτερα και στους Ρομέρ και Μάικ Λι). Αρχικά η σχέση των δύο νέων κινείται μεταξύ φλερτ, φιλίας, επαγγελματικής συνεργασίας, άμιλλας και φυσικής έλξης. Ο μεγαλόσωμος έφηβος στην αρχή πηγαινοέρχεται σε τηλεοπτικές παραγωγές για μικρούς παιδικούς ρόλους και οντισιόν, και θέλει να ανεξαρτητοποιηθεί οικονομικά, γι' αυτό δουλεύει για να γίνει (αυτοσχέδιος) μπίσνεσμαν. Η μεγαλύτερή του κατά δέκα χρόνια Εβραιοπούλα πασχίζει να βγει από τον ασφυκτικό κλοιό της παραδοσιακής οικογένειάς της, να πιάσει κι αυτή την καλή, μπλέκει με έναν τρελάκια μεσήλικα σταρ του Χόλυγουντ και τελικά επιζητεί να κοινωνικοποιηθεί εργαζόμενη στο πολιτικό γραφείο ενός υποψήφιου, κρυφού ομοφυλόφιλου, δημάρχου. Και οι δύο νέοι τρέχουν ολοένα σαν τρελοί, προσκρούουν στις διαψεύσεις της ζωής, επαγγελματικής, κοινωνικοοικονομικής και ερωτικής. Και τελικά αντιλαμβάνονται πως για να προχωρήσουν οφείλουν να αναγνωρίσουν τον έστω αταίριαστο ερωτά τους και να βασιστούν σε αυτόν, ενωμένοι κόντρα στις αντιξοότητες! Aυθεντικά γοητευτικοί και γνήσιοι οι δύο υπέροχοι νεαροί πρωταγωνιστές, η υπερευαίσθητη Αλάνα Χάιμ, μέλος του τριμελούς συγκροτήματος Haim με τις ταλαντούχες αδελφές της (που εμφανίζονται στο φιλμ ως τέτοιες), και ο άξιος γιος του αείμνηστου Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, Κούπερ Χόφμαν.
Πρόκειται, εν κατακλείδι, για ένα χορταστικό κομμάτι ζωής, μια σημαίνουσα, γλαφυρή, ταραχώδη, ζωντανή και θελκτική εικόνα των ΗΠΑ, της Καλιφόρνιας της εποχής εκείνης...
Ο Π.Τ.Άντερσον περιγράφει συνήθως τον αμερικάνικο κόσμο των ψευδαισθήσεων, του “αμερικάνικου ονείρου”, των προσδοκιών, αλλά και των ανθρώπων που αφήνονται και χάνονται σ' αυτές, όπως στις ταινίες του Θα χυθεί αίμα (2007), Ξέφρενες Νύχτες (Boogie nights, 1997), Hard eight (1996), Xτυπημένος από έρωτα (Punch-drunk love, 2002), Μανόλια (1999), Έμφυτο ελάττωμα (Inherent vice, 2014) και Master (2012).