(Ιστορίες καλοσύνης)
του Γιώργου Λάνθιμου
(κριτική: Μαρία Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_kind-of-kindness.jpg

ΤΑ ΚΑΠΡΙΤΣΙΑ ΤΗΣ ΚΑΛΟΣΥΝΗΣ. Αναρωτιέμαι συχνά. Τι είναι πιο δυνατή. Η ζοφερή πραγματικότητα, όπως τη ζούμε ή όπως τη βλέπουμε να οργιάζει γύρω μας ή όπως την παρακολουθούμε να ξεδιπλώνεται μέσα από τα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας; Ή όπως αυτή, η πραγματικότητα, αναπαρίσταται πιστά ή ξώφαλτσα μέσα από την Τέχνη; Ηλίθιες διερωτήσεις, σε αυτό θα συμφωνήσουν οι περισσότεροι. Εξαρτάται, βεβαίως, εξαρτάται από το ποιος θα πυροβολήσει πρώτος, περισσότερο εύστοχα και εξολοθρευτικά στο ψαχνό, τόσο τον εχθρό του όσο και το θύμα του. Πάντως, αυτή η σκέψη στριφογύριζε σαν επίμονο, βασανιστικό, drone στο μυαλό μου όσο έβλεπα τις «Ιστορίες καλοσύνης» του Λάνθιμου, στην ταράτσα της Ταινιοθήκης, με το ένα μάτι, ενώ με το άλλο παρακολουθούσα ένα αληθινό drone που έκοβε βόλτες στον νυχτερινό ουρανό της Αθήνας. Κριτική στην ταινία δεν σκοπεύω να κάνω, έτσι κι αλλιώς τα αυτονόητα θα ’λεγα, που τα ’παν κι άλλοι. Εμένα, λοιπόν, ένα πράγμα με απασχολούσε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού που έβλεπα επί της οθόνης: για ποιο λόγο άνθρωποι με τέτοιο ταλέντο (σεναριογράφοι, σκηνοθέτης, μοντέρ, ερμηνευτές, λοιποί επί μέρους συντελεστές) να καλούνται να σπαταλήσουν τα μοναδικά και αξιοζήλευτα  προσόντα τους σε σόου τέτοιας καλλιτεχνικής προκλητικότητας, μεγαλομανίας και μεγαλοστομίας, φλυαρίας, αλαζονείας και γιγαντισμού, τέτοιας επιδειξιομανίας αναφορικά με τις δεξιότητές τους, παρασυρμένοι και καταποντισμένοι μέσα σε ένα καταστροφικότατο τσουνάμι ιδεών και σημασιών (χωρίς κανένα απολύτως ξεκαθάρισμα ώστε να αποβληθούν τα εμφανώς περιττά βαρίδια), το κουβάρι των οποίων δεν θα μπορούσε να ξεμπερδέψει κι ο ικανότερος σινεμα-θαυματοποιός, ακόμα κι αν είχε τον Θεό μπάρμπα. Μια εύστοχη αρχή, μια έξυπνη κι ευσύνοπτη μονομαχία, εξάρτησης κι υποταγής ή δεν ξέρω τι άλλο ακόμα, ανάμεσα σε δυο αρσενικές φιγούρες (Πλέμονς/Νταφόε), δυστυχώς έμεινε δίχως παραγωγική συνέχεια. Και δεν λυπάμαι διόλου, απλώς προβληματίζομαι. Επιπλέον, καμιά όρεξη δεν μου έμεινε για να παπαγαλίζω πόσο νοσταλγώ την εποχή του «Κυνόδοντα». Όλοι αυτοί οι χαρισματικοί καλλιτέχνες που οργώνουν τα χάι φεστιβάλ και τα πρωτοκλασάτα κινηματογραφικά ιβέντ του πλανήτη, πάνω σε κόκκινα χαλιά, λουσμένοι στα γκλίτερ και στα λοιπά εφέ λάμψης, συλλέγοντας χειροκροτήματα, βραβεία, δόξα, δημοσιότητα, υψηλές αμοιβές, δυνατότητες για καινούργιες εξίσου φαντασιόπληκτες παραγωγές, για νέα επικίνδυνα, δολοφονικά, σάλτα στο στερέωμα της «καλλιτεχνικής» δημιουργίας, πόσο αλώβητοι, ψυχικά-πνευματικά-σωματικά, βγαίνουν απ’ όλο αυτό το νταβαντούρι; Χαρά στο κουράγιο τους. Για να είμαστε δίκαιοι, τώρα, δεν φταίνε φυσικά όλοι οι συμμετέχοντας σε μια ταινία, για την αποτυχία, εξίσου. Κάποιοι ευθύνονται περισσότερο, κάποιοι λιγότερο. Το ερώτημα παραμένει και μορφοποιείται ως εξής: Εμένα ποιος θα με πείσει, ότι ο Λάνθιμος, με τις καλοσυνάτες ιστορίες του επέστρεψε στην αμεσότητα και γνησιότητα και αθωότητα, στη διαφορετικότητα, στη λοξότητα και σκοτεινότητα, (αλήθεια τι σημαίνουν σήμερα και τι σήμαιναν εξαρχής τέτοιες ετικέτες, στο σινεμά;) των καλλιτεχνικών καταβολών του ή ότι υπάρχουν τόσο μεγάλες και ουσιαστικές διαφορές ανάμεσα στις δύο τελευταίες ταινίες του; Τα αίμα της ίδιας μυθολογικού τύπου νοοτροπίας κυλά στις αρτηρίες και των δύο ταινιών. Να κατεβούμε λιγάκι από τον Όλυμπο;

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)