(Το χρυσό γάντι)
του Fatih Akin
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1819_der-goldene-handschuh.jpg

Οι εικόνες της ταινίας είναι εξαρχής αποτρόπαιες και απωθητικές: ένα στενό διαμέρισμα –γκαρσονιέρα με δύο δωμάτια. Αποπνικτικό και βρώμικο. Και ο ήρωας, ένας καμπούρης, δύσμορφος, ένας «Κουασιμόδος» που κινείται με δυσκολία μέσα στον χώρο. Στο κρεβάτι μια γυναίκα, αναίσθητη. Δεν φαίνεται το πρόσωπο της. Αυτό που βλέπουμε είναι η αποτυχημένη, όπως αποδεικνύεται, προσπάθεια του ήρωα να την βιάσει. Η συνέχεια σοκάρει τον απροετοίμαστο θεατή.
Ό, τι προκαλεί την έκπληξη και το σοκ είναι οι προσδοκίες του θεατή: νομίζει ότι βρίσκεται στις ασφαλείς επικράτειες του art σινεμά και του σινεμά του δημιουργού. Αλλά ξαφνικά βρίσκεται εγκλωβισμένος μέσα στην κινούμενη άμμο μιας ταινίας τρόμου, με μανιακούς δολοφόνους, τύπου slasher. Όμως ας μην περιμένει κάποιος ότι ο τουρκο-γερμανός σκηνοθέτης θα υπακούσει στα στερεότυπα και τα κλισέ μιας ταινίας τρόμου με μανιακό δολοφόνο: εδώ δεν υπάρχουν, πλην μιας εξαίρεσης, καλλίγραμμα και ευειδή υποψήφια θύματα, ούτε περίπλοκες και τελετουργικές προετοιμασίες για τον αφανισμό τους. Υπάρχει μόνο η ωμή και αποτρόπαιη σωματική βία. Και τα θύματα αυτού του μανιακού δολοφόνου: οι ηλικιωμένες που εκπορνεύονται για ένα ποτήρι σναπς. Έτσι, λοιπόν, η δυσμορφία του ήρωα μοιάζει απόλυτα σύμφωνη με τη σωματική φθορά και την κατάρρευση που κάποιες φορές συνοδεύει την τρίτη ηλικία.
Εκτός, όμως, της ηλικίας, είναι ο κοινωνικός χώρος το αίτιο της αποστροφής: βρισκόμαστε εν τω μέσω των κοινωνικών ερειπίων του Β! παγκοσμίου πολέμου, ό, τι προσπέρασε και δεν άγγιξε η αλματώδη μεταπολεμική οικονομική ανάπτυξη της Δυτικής Γερμανίας. Αυτό είναι το, κατά Μαρξ, λούμπεν (Lumpen, δηλαδή κουρέλια) προλεταριάτο, δηλαδή «τα άτομα που βρίσκονται σε κατάσταση απόλυτης ένδειας ή έσχατης κοινωνικής εξαθλίωσης». Οι τόποι που ενοικούν αυτά τα πρόσωπα είναι το εμβληματικό μπαρ «Το χρυσό γάντι» και τα μικρά και ασφυκτικά δωμάτια στους πάνω ορόφους των εργατικών πολυκατοικιών. Μέσα σ’ αυτούς τους δύο χώρους διαδραματίζεται κυρίως όλη η αφήγηση της ταινίας, σ’ αυτούς του χώρους σέρνονται παραπατώντας οι κεντρικοί χαρακτήρες. Και αυτός είναι κυρίως ο λόγος του αποπνικτικού αισθήματος που συνοδεύει τη θέαση της ταινίας.
Μοναδική όαση σ’ αυτό το τοπίο, το νεαρό ζευγάρι που αναζητά συγκινήσεις στα σκοτεινά σοκάκια των κακόφημων συνοικιών. Όταν ο ήρωας ακολουθήσει κατά πόδας την ευειδή νεαρά, ο θεατής προετοιμάζεται να εισέλθει –επιτέλους!- στον οικείο σύμπαν εικόνων μιας ταινίας τρόμου με μανιακούς δολοφόνους. Όμως τώρα έχει διαπραχθεί η Ύβρις: ο ήρωας ποτέ δεν πρέπει να φύγει από τους δύο αυτούς χώρους – το μπαρ και τη γκαρσονιέρα του-, ο πόθος δεν πρέπει να βρει εκπλήρωση. Είναι αιώνια καταδικασμένος στην (κοινωνική) κόλαση του. Όπως εξάλλου και τα θύματα του…

Δημήτρης Μπάμπας