Λένε ότι κάθε βρωμοδουλειά του Θεού την αναλαμβάνει ο Σατανάς, κι αυτοί που τη φέρνουν σε πέρας είναι οι άνθρωποι. Στη γειτονιά μας, ένας παπάς βγαίνει στο προαύλιο της εκκλησίας και θυμιατίζει τον αέρα για να φύγει το covid, κάποιοι αυτομαστιγώνονται στους δρόμους ουρλιάζοντας «δείρτε μας, δείρτε μας», κάποιοι άλλοι τρέχουν δεξιά-αριστερά με φρενίτιδα, κάποιοι ταμπουρώνονται πανικόβλητοι κάτω από τα κρεβάτια τους, κάποιοι άλλοι κλείνουν τα βλέφαρα και γίνονται αγγελούδια στο άπειρο, κάποιοι άλλοι καταγράφουν με σχολαστικότητα τη διαδικασία της παρακμής, και πάει λέγοντας. Συνεπώς, τίποτα πιο επίκαιρο, σήμερα, από έναν χορό: «Το τανγκό του Σατανά».
Μεταξύ 1985 και 1994, στην Ουγγαρία, γεννήθηκαν δύο δίδυμα, με εμφανή πάνω τους τα διακριτικά της μονοζυγωτικότητας. Αρχικά, το φως είδε ένα μυθιστόρημα, τιτλοφορούμενο « Satantango», του Laszlo Krasznahorkai, ενώ η ομώνυμη ταινία του Bela Tarr γυρίστηκε περίπου εννέα χρόνια αργότερα, με σενάριο του συγγραφέα σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη. Η μοναδικότητα τούτου του καλλιτεχνικού επιτεύγματος δεν έχει να κάνει με μια ταινία βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα, ούτε με τη «μεταφορά» ενός λογοτεχνήματος στον κινηματογράφο, ούτε με μια ελεύθερη φιλμική διασκευή ενός λογοτεχνικού έργου, αλλά με την τεχνουργία (φιλοτέχνηση) ενός άλλου, μεταγενέστερου, που υπακούει όχι σε συνηθισμένους κανόνες αλλά αποτελεί μια εξόφθαλμη εξαίρεση. Μια περίπτωση, κατά τη οποία η ταινία βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με το προϋπάρχον μυθιστόρημα και με την άμεση εξάρτησή της από αυτό. Μια εικονοποίηση ενός μυθιστορήματος, κατά τρόπο που, υπό μία έννοια, πλησιάζει, χωρίς να αγγίζει, τις αρχές της δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ: μπροστά μας δεν έχουμε απλώς μια άποψη της αποτύπωσης του πραγματικού –ενός προϋπάρχοντος μυθιστορήματος, με πολλές διακρίσεις στις αποσκευές του –, αλλά έναν ολόκληρο τρόπο σκέψης για το πώς εικονοποιείται (μεταγράφεται) κινηματογραφικά αυτό το μυθιστόρημα, με απόλυτη (όσο είναι εφικτό) ακρίβεια και πιστότητα στο λογοτεχνικό πρότυπο, στην ίδια του τη φτιαξιά, στη δομή του: 12 κεφάλαια με συγκεκριμένους τίτλους για το κάθε ένα από αυτά, όσον αφορά το μυθιστόρημα, ακριβώς 12 κεφάλαια με ανάλογους τίτλους και για την ταινία, διαρκείας 7 και μισό περίπου ωρών, χωρισμένη σε τρία μέρη για την ευκολότερη παρακολούθησή της. Το κάθε κεφάλαιο, λογοτεχνικό και κινηματογραφικό, ολοκληρώνεται με τον ίδιο τρόπο: με τα ίδια λόγια, ως συμπέρασμα ή επίμετρο, γραπτά στη μία περίπτωση και προφορικά στην άλλη (με φωνή off). Στο τέλος κάθε έργου, ο κύκλος κλείνει πάλι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Μοιάζει, επίσης, ωσάν το ένα έργο να σχολιάζει το άλλο, να το επεξηγεί, να το συμπληρώνει, προσπαθώντας να εμβαθύνει σε σκοτεινές πτυχές, ή απλώς σαν να θέλει να το συνοδεύσει –μια επιθυμία για απολύτως αρμονική, συντροφική συμπόρευση, αφού ένα βασικό μοτίβο τους είναι και η συνοδοιπορία ανθρώπων σε έρημους, λασπωμένους δρόμους της ουγγρικής πεδιάδας ή της επαρχίας συνολικότερα.
Πράγματι, και τα δύο έργα επικεντρώνονται με εμμονή σε ατελείωτους ποδαρόδρομους, με τους ήρωες να ομιλούν ακατάπαυτα, σέρνοντας τα μπογαλάκια τους ή έχοντας ως μοναδικό αγαθό ένα τσιγάρο στα χείλη και τα χέρια στις τσέπες, και να αναρωτιούνται αν πρέπει να πάρουν αυτόν ή τον άλλο δρόμο. Και τα δύο έργα ξετυλίγουν τις ιστορίες τους σε χώρους ρημαγμένους, λασπωμένους, σαπισμένους, στα πρόθυρα της διάλυσης, ρουφηγμένους από τη μούχλα και τις αράχνες, ενώ οι παγιδευμένοι άνθρωποι βουλιάζουν στην απραξία και την αποδιοργάνωση, στο πιοτό, στην εκπόρνευση, στο απεγνωσμένο σεξ, στη βία και την κακία, στην αυτοεξαπάτηση, μέσα σε ένα σύμπαν που διαρκώς γεννά αδιανόητο τρόμο ή αναίτια αγωνία, την οποία δεν μπορεί να δαμάσει καμιά μετακίνηση, κανένας μεθυσμένος στροβιλισμός, καμιά προσπάθεια για ανασυγκρότηση. Εναποθέτοντας το σώσμα των ελπίδων τους σε έναν Θεό ή σε έναν Σατανά, ονόματι Ιριμία (Ιερεμία, σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση), σε έναν δημεγέρτη, σε έναν απεσταλμένο, σε ένα αφεντικό, σε έναν συμπονετικό φορέα ελπίδας, σε έναν χαφιέ της αστυνομίας, σε έναν γητευτή, σε έναν σαμάνο, σε ένα κοπρόσκυλο του ουγγρικού χαοτικού τοπίου, έναν κοινό απατεώνα της περίκλειστης επαρχιακής κοινωνίας που συνεχίζει να χορεύει, μισοπεθαμένη, στους ρυθμούς της σήψης της. Αντιλαμβάνεσαι και κατανοείς ευκολότερα, και τα δύο έργα, αν τα παρακολουθήσεις σε παράλληλους χρόνους, η δομή τους άλλωστε, με τις παύσεις ανάμεσα στα κεφάλαια και τα ξεχωριστά μέρη, συμβάλλει πολύ σε αυτή την προσέγγιση και ανάγνωση. Ακόμη όμως κι αν επιλέξεις να τα παρακολουθήσεις, το ένα αμέσως μετά το άλλο. Πού έγκειται, λοιπόν, η αυτονομία και η αυθυπαρξία τους, η ιδιαιτερότητα εκάστου, η διαφορετικότητα, η βαρύτητα του καθενός, μιας και δεν πρόκειται, καθόλου, για κάποιο ουρανοκατέβατο σιαμαίο φαινόμενο;
Το κάθε έργο είναι κατασκευασμένο από έναν δημιουργό που, πάνω-κάτω, διαθέτει τα ίδια ή παρόμοια προσόντα με το συντροφικό του πρόσωπο. Και οι δύο καλλιτέχνες είναι εξαιρετικά χαρισματικοί και ιδιοφυείς, ο καθένας στον τομέα του. Ο μεν συγγραφέας διαθέτει μια φρενήρη, διαβολεμένη, πένα που μπορεί να πιάσει από τα κέρατα, χωρίς να πληγωθεί ή να βγει εκτός μάχης, τόσο τον αγαθό Θεό όσο και τον απεχθή Σατανά, ενώ ο σκηνοθέτης, από τη μεριά του, διαθέτει ένα σπάνιο αρχιτεκτονικό «βλέμμα» που, ενόσω παίζει στα δάχτυλα εικόνες και ήχους ανθολογίας ως προς την ομορφιά της Αποκάλυψης, επιτυγχάνει να ολοκληρώσει ένα στιβαρό οικοδόμημα ιδεών, συναισθημάτων και αισθήσεων, από τα λίγα που μπορείς να συναντήσεις επί τούτου, ή να συναπαντήσεις, εξ απροόπτου, στον Σύγχρονό μας Κινηματογράφο. Επί της ουσίας, ο ένας ψιθυρίζει στο αυτί του άλλου το ίδιο θεμελιώδες, οντολογικό, μυστικό, αλλά επειδή ένα μυστικό διαφέρει από στόμα σε στόμα, και από αυτί σε αυτί, έχει και παρόμοια κατάληξη στα μάτια και τα αυτιά του κάθε παραλήπτη. Ο αναγνώστης κι ο θεατής, έτσι και το θελήσουν, έτσι και το αποφασίσουν, αφήνονται να παρασυρθούν από μια παλίρροια πραγμάτων, που γίνονται πολύτιμα ακριβώς επειδή διατηρούν μέχρι τέλους τη δική τους μυστηριακή ανομοιότητα και σημαντικότητα.
Το βιβλίο κυκλοφορεί στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Πόλις, σε μετάφραση της Ιωάννας Αβραμίδου, την ταινία την βρίσκει και την αποκτά κανείς, μέσω ίντερνετ, σε πολύ καλές τιμές για ένα τέτοιας αξίας απόκτημα και, επιπλέον, με ψηφιακή αποκατάσταση.
(πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο Facebook)