(Η πράσινη αχτίδα)
του Éric Rohmer
(το σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
ΣΤΗΝ ΚΡΥΨΩΝΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ. Η ρομερική «Πράσινη αχτίδα», 1986, από την ενότητα «κωμωδίες και παροιμίες» στο Cinobo.
Ένα κοπιαστικό όσο και γοητευτικό κινηματογραφικό ταξιδάκι στην καρδιά του καλοκαιριού. Μελαγχολικό από τη μία, μιας κι επικεντρώνεται στην άχρωμη και μουντή καθημερινή πραγματικότητα της φαινομενικά εσωστρεφούς, ανόρεχτης για ζωή ηρωίδας Ντελφίν, αλλά και στην πολυχρωμία (δες την εναλλαγή και ποικιλία ζωηρών χρωμάτων, σχεδόν πανδαισία, στα ρούχα και τα αξεσουάρ της ένδυσής της) την οποία μεταφέρει, κατά τη διάρκεια αυτής της επώδυνης και επίμονης αναζήτησης, στα παραθαλάσσια μονοπάτια του γαλλικού νότου, προκειμένου να ανακαλύψει την κρυψώνα του Έρωτα. Μολονότι η ίδια ισχυρίζεται πως καθόλου δεν είναι μια aventurière (τυχοδιώκτρια), θα επιχειρήσει έναν περιπετειώδη περίπλου στα λιμανάκια και στους όρμους όπου λουφάζει η ερωτική εκπλήρωση και ευδαιμονία, και θα τον ολοκληρώσει επιτυχώς (όπως ευχόμαστε με όλη μας την ψυχή). Μπορεί, στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας, η Ντελφίν-Μαρί Ριβιέρ να μας έδωσε την εντύπωση μιας γυναίκας μονόχνοτης, ενοχλητικά μυγιάγγιχτης και ευσυγκίνητης, επώδυνα ιδεοληπτικής και ανικανοποίητης, αφόρητα εκλεκτικής και διπρόσωπης, ανελέητης απέναντι στις κοινοτοπίες και ευτέλειες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μιας γυναίκας με διφορούμενη τακτική, που καταφεύγει ακόμη και σε ηχηρά ψέματα προκειμένου να καλύψει την υπαρξιακή-ερωτική της ανεπάρκεια, μοναχικότητα και μοναξιά… Στην πραγματικότητα, πίσω από την εναλλαγή των πολύχρωμων κοριτσίστικων κοστουμιών της (με τη θεατρική σημασία της λέξης) κρύβεται μια τρυφερή και ρομαντική γυναίκα η οποία, άλλοτε αδέξια κι άλλοτε με αξιοθαύμαστη ευγλωττία (μέσω ασυγκράτητων ρομερικών discours-λόγων, πλαγίων και ευθέων) θα αποκαλύψει και θα διατρανώσει το δίκιο της απαρακώλυτης και απαρασάλευτης επιθυμίας της: να δει την πράσινη αχτίδα στο θαλάσσιο ξεψύχισμα του ήλιου, αχτίδα που θα σημάνει το τέλος της μοναξιάς της και της αρνητικής στάσης της απέναντι στις ορμές της ζωής, όπως και την αρχή μιας κατάφασης με ανοικτούς όσο και αινιγματικούς ορίζοντες. Η ευγενική φιγούρα του επαρχιώτη επιπλοποιού από την πόλη Μπαγιόν του γαλλικού νότου, θα είναι τελικά το πρόσωπο-καταλύτης, που θα καταφέρει να τρυπώσει στη ρωγμή που ανοίγεται μεταξύ των προσωπικών δεισιδαιμονιών της Μαρί (βλ. τα ουρανοκατέβατα τραπουλόχαρτα, τις ανεξήγητες και μυστηριώδεις βολές της Τύχης, κατά τον ατελείωτο ποδαρόδρομό της) και της ακατάβλητης ερωτικής φλόγας-ορμής που σιγοκαίει εντός της; Όσο κι αν οι συμπαθείς παραθερίστριες εγκωμιάζουν τις αρετές του μυθιστορήματος «Η πράσινη αχτίδα» του Ιουλίου Βερν, όσο κι αν ο λαλίστατος ηλικιωμένος τουρίστας επεξηγεί με επιστημονικούς όρους το ατμοσφαιρικό φαινόμενο, η αλήθεια (μάλλον) είναι μία: όποιος ψάχνει με επιμονή και υπομονή, βρίσκει. Κι όποιος παλεύει κόντρα στην ίδια του την ανορεξία και δυσπραγία (ενδεχομένως, επειδή το σίγουρα είναι μεγάλη κουβέντα) παύει να στέλνει παρηγορητικές επιστολές στον εαυτό του, και κατορθώνει να αγγίξει τη θερμή και ηδεία, πράσινη, κόκκινη, μπλε, ιώδη, κ.λπ, αχτιδούλα της προσωπικής του ικανοποίησης και γαλήνης.
Διαμάντι αληθινό, στη ρομερική φιλμογραφία, με δύσκολο κριτικά εκτιμήσιμο εύρος, η «Πράσινη αχτίδα» σου μεταφέρει όλα της τα λεπτεπίλεπτα αντιθετικά συναισθήματα, ερωτηματικά, ιδεολογήματα, αρώματα και χρώματα, τη βαθύτατα αισθαντική μουσική της φύσης και της ανθρώπινης ιδιοτυπίας και παραξενιάς, και αποτελεί απαραίτητο φιλμικό ταξιδάκι προκειμένου να μελαγχολήσουμε, να ευθυμήσουμε, να γοητευτούμε, να απολαύσουμε, να ερωτευθούμε τις κινηματογραφικές εικόνες, και να παρηγορηθούμε, στην τελική, με τους στίχους του Αρτύρ Ρεμπώ: «Ah ! que le temps vienne / Où les cœurs s'éprennent», οι οποίοι αποτελούν και το μότο της κινηματογραφικής περιπέτειας της Ντελφίν, όπως και της ανθρώπινης κωμωδίας των ομοίων της, των αδελφών της ψυχών.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)