του Jacques Rivette
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
Η ΖΩΗ είναι όνειρο ή χωρίς όνειρα δεν υπάρχει ζωή; Η Σελίν και η Ζυλί αρμενίζουν στα πέλαγα του ανθρώπινου νου και της ψυχής ή απλώς πάνε βαρκάδα στη λιμνούλα του δάσους της Βουλώνης; Και είναι πράγματι η λιμνούλα της Βουλώνης ή μήπως η Αχερουσία; Ερωτήματα ουσίας, νομίζω, αν θέλουμε να διεισδύσουμε στα ενδότερα αυτής της τόσο ξεχωριστής και εμβληματικής ταινίας (που οι σινεφίλ, πανταχού, ακόμη και σήμερα, πίνουν νερό στο «άκουσμά» της) του Ζακ Ριβέτ. «Céline et Julie vont en bateau- Η Σελίν και η Ζυλί πάνε βαρκάδα», 1974, η οποία μετά από ένα πέρασμα, ως μετεωρίτης, από την ελληνική τηλεόραση, πριν από κάποιες δεκαετίες, ξανακάνει τώρα την εμφάνισή της στο Cinobo. Σε ένα Παρίσι που, με εξαίρεση τα δρομάκια της Μονμάρτρης και τα σκαλοπάτια της Σακρέ-Κερ, μοιάζει με μια εντελώς εξωπραγματική χώρα των θαυμάτων αλά Λιούις Κάρολ, καλυμμένη με ένα πέπλο μυστηρίων, φαντασμαγοριών, γρίφων, αλλαγής ρόλων, και διχοτομήσεων. Ίσως είναι τα ξέφτια εξομολογήσεων που ξέφυγαν από το παράθυρο του αδύτου ενός ψυχαναλυτή, ίσως είναι τα “άμπρα κατάμπρα” και τα “σουσάμι άνοιξε” των παραμυθιών και περιπετειωδών αφηγήσεων, ίσως είναι τα θραύσματα ονείρων που μπερδεύονται με τις κομματιασμένες και διασκορπισμένες εικόνες/μνήμες της παιδικής ηλικίας, ίσως είναι διάφορα ακατανόητα και εφιαλτικά déjà vu, ίσως είναι το ανοίκειο-παράξενο-παράδοξο που γεννά ο Εαυτός, μια καταδίωξη/σκυταλοδρομία ή ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ alter ego, ίσως είναι το μυστηριώδες-κλειδωμένο Απέναντι, που μας καλεί να το εξερευνήσουμε και που χωρίς αυτό η ζωή μας θα ήταν μια μερίδα άνοστο, ρουτινιέρικο, φαγητό. Ίσως, νέτα σκέτα, πρόκειται περί μαγείας: μια φτηνή, της συμφοράς παράσταση με κορίτσια-ταχυδακτυλουργούς, ένα σόου καμπαρέ μόνο για άντρες… ή ένα μελόδραμα ζηλοτυπίας στη σκηνή του θεάτρου Οντεόν, με ηθοποιούς που ξεχνούν τα λόγια τους ενώ χρειάζονται μια γουλίτσα θαυματουργό ποτό-φίλτρο για να τα θυμηθούν. Ταινία που ενώ μας συστήνεται ως σκέρτσο και διασκεδαστική σπαζοκεφαλιά, μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας, μεταξύ κινηματογραφικού πλατώ και θεατρικού σανιδιού, ένα αλισβερίσι μεταξύ ποίησης και πεζότητας, είναι εξίσου και μια στρατηγική παρτίδα σκάκι για επιδέξιους-πανούργους παίκτες και απολύτως διαθέσιμους θεατές, υπομονετικούς στο έπακρο και συνενόχους σε μια cinéma-τογραφική συνωμοσία, που έτσι και μπεις στον χορό της, μόνο χαρούμενος κι ευτυχισμένος θα νιώσεις. Με σαφέστατες αναφορές σε Μαρσέλ Προυστ (οι καραμελίτσες-μαντλέν), σε Χένρι Τζέιμς (Το στρίψιμο της βίδας), σε Φεγιάντ και σε Φρανζύ, σε Καλντερόν και πάει λέγοντας… Με τις μεγάλες (στους κυρίως ρόλους) κυρίες Ζυλιέτ Μπερτό, Ντομινίκ Λαμπουριέ, Μπυλ Οζιέ, Μαρί-Φρανς Πιζιέ, οι οποίες έβαλαν το χεράκι τους και στο σενάριο, και με τον σκηνοθέτη Μπαρμπέτ Σρεντέρ να υποδύεται έναν φασματικό και ερωτύλο γητευτή, ένα βαμπίρ-περατάρη σε τούτη την Αχερουσία που αποτελεί και την άλλη όψη (ή και προέκταση) μιας ειδυλλιακής–που σφύζει από ζωή–, γαλλικής λίμνης. Στο Cinobo, με υπότιτλους μάλλον μεταφρασμένους από την Αγγλική.
(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)