του Alain Resnais
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_muriel.jpg

Ένας κινηματογραφικός σταθμός, «Μυριέλ ή ο χρόνος μιας επιστροφής», 1963, του Αλαίν Ρεναί [εμφάνιση στην πλατφόρμα MUBI-δροσερό διάλειμμα/καταφύγιο σε ένα καυτό, καταστροφικό καλοκαίρι]. Τρίτη, κατά σειρά, μεγάλου μήκους ταινία του Ρεναί, μετά το «Χιροσίμα, αγάπη μου», 1959, και το «Πέρυσι στο Μάριεμπαντ», 1961, και πριν το «Ο πόλεμος τελείωσε», 1966. «Ο κινηματογράφος», λέει σε μια συνέντευξή του ο Jean Cayrol, σεναριογράφος και διαλογίστας της ταινίας, «δεν μπορεί να είναι πραγματική τέχνη παρά μόνο εφόσον γίνεται ο μάρτυρας, όχι μόνον των γεγονότων της εποχής μας, αλλά και του νεκρού χρόνου ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα». Μια παραθαλάσσια πόλη στις γαλλικές ακτές της Μάγχης, η Boulogne-sur-Mer, τον Νοέμβριο του 1962. Η Ελέν Ωγκαίν (Ντελφίν Σεϊρίγκ), χήρα και έμπορος αντικών, βλέποντας τη ζωή της να βαλτώνει στην κοινοτοπία της καθημερινότητας, νιώθει την ανάγκη να ξαναδεί τον Αλφόνς (Ζαν-Πιερ Κεριέν), τον μεγάλο έρωτα των δεκάξι της χρόνων, από τον οποίο τη χώρισε ο πόλεμος. Του γράφει και τον προσκαλεί να περάσει λίγες μέρες κοντά της, προσφέροντάς του φιλοξενία στο σπίτι της. Εκείνος δέχεται και την επισκέπτεται, συνοδευόμενος από τη Φρανσουάζ, την ερωμένη του, την οποία παρουσιάζει ως ανιψιά του. Η Ελέν δεν ζει μόνη, αλλά με τον Μπερνάρ, τον γιο του πεθαμένου άντρα της, ενώ έχει και έναν εραστή ο οποίος διευθύνει μια επιχείρηση κατεδάφισης κτιρίων. Ο Μπερνάρ, μετά τη στρατιωτική θητεία του στην Αλγερία, παραμένει εγκλωβισμένος στην ανάμνηση της τραγικά χαμένης Μυριέλ, παρά το γεγονός ότι βρίσκει παροδική παρηγοριά στην αγκαλιά της φιλενάδας του Μαρί-Ντο. Για δεκατέσσερις ημέρες, τα πρόσωπα της ταινίας πάνε κι έρχονται, ασταμάτητα, περιπλανώνται στην πόλη και, ανάμεσα σε τυχαίες συναντήσεις, αφήνουν τις ιστορίες τους να ξετυλίγονται, ενώ τα προσωπικά τους δράματα συναντιούνται χωρίς όμως ποτέ να συνδέονται ουσιαστικά. Η «Μυριέλ », λέει ο Ρεναί, «είναι το χρονικό της διάρκειας μιας επιστροφής, το λευκό βιβλίο ενός έρωτα». Μια άρνηση να φτιαχτεί ένα «ψυχολογικό πορτρέτο», και σε αυτό οφείλεται, ενδεχομένως, η εμπορική αποτυχία της. Ο πλέον εντυπωσιακός κινητήριος μοχλός αυτής της ταινίας, χωρίς αμφιβολία, μέσα στα συμφραζόμενα της καθημερινότητας, είναι ο αφηγηματικός λόγος της Ελέν, με τις τραγουδιστές αυξομειώσεις της φωνής της, που δίνουν στον χαρακτήρα της μια λάμψη παραδοξότητας, ένα αλλόκοτο άρωμα. Οι προηγούμενες ταινίες («Μάριεμπαντ», «Χιροσίμα») ή η επόμενη («Ο πόλεμος τελείωσε») προξενούν στον θεατή έναν κρυφό, σκοτεινό, σχεδόν υποχθόνιο ερεθισμό, απέναντι σε έναν πνιγηρό κόσμο, αδράνειας. Η “Muriel” δημιουργεί μια αντίστροφη ροή πραγμάτων: μετά από ένα γραμμικό, χρονολογικό ξεκίνημα, τα γεγονότα (εκείνα των πολέμων, όπως του πολέμου της Αλγερίας, όσο κι εκείνα της καθημερινότητας) αποκτούν ειρμό και αλληλουχία, ολοένα και πιο γρήγορα, καθώς τα πρόσωπα πολλαπλασιάζονται. Προ-αναγγελθέντα από φασματικές εμφανίσεις προσώπων, κερδίζουν προοδευτικά σε σημασία, ενώ ο ποταμός της αφήγησης (περιλαμβάνοντας και έναν φόνο) φουσκώνει, ξεχειλίζει και σκεπάζει ολόκληρη την πόλη. Τότε λοιπόν, φθάνοντας σε σημείο ρήξης, όλος αυτός ο κόσμος, τόσο υπομονετικά και σχολαστικά αρχιτεκτονημένος, θρυμματίζεται και το κάθε κομμάτι του δραπετεύει, το σκάει προς διαφορετική κατεύθυνση. Ωστόσο, ο Ρεναί αρνείται τη δραματική απλούστευση. Μέσα από ένα μωσαϊκό αναρίθμητων πλάνων (πολύ περισσότερων από το σύνηθες), ένα επιταχυνόμενο μοντάζ και ένα κοφτό στυλ, τονισμένο από τα χρώματα που αλλάζουν από πλάνο σε πλάνο, υπογραμμίζεται η εντύπωση του τυχαίου και ρευστού. Ο Ρεναί ερμηνεύει τον θρυμματισμό μιας ζωής αναποφάσιστης, ανερμάτιστης, γεμάτης μικροσυγκρούσεις, μιας ζωής που παραπαίει προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα πολύ σύντομα σταθερά πλάνα (σχεδόν φλας) μοιάζουν με άρνηση των μεγάλων κινήσεων, των ορμών και αντιδράσεων των δύο προγενέστερων μεγάλου μήκους ταινιών. Στους θεατές αποκαλύπτεται το καθημερινό πρόσωπο των ηρώων, όμως το αποτέλεσμα, μολονότι απόλυτα ρεαλιστικό, παραμένει, μέχρι τέλους, παράδοξο. Ποτέ δεν δηλώνει καθαρά αυτό που είναι στην πραγματικότητα.
[Σχόλιο συνταγμένο με γνώμονα κείμενα του René Prédal, études cinématographiques, στο «Alain Resnais» 64/68, Lettres Modernes, Minard, 1968]

(Πρώτη δημοσίευση ανάρτηση στο facebook)