του Jean-Luc Godard
(σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ-ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ-ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΣΙΝΕΜΑ. Ο Γκοντάρ ποτέ δεν πεθαίνει, άρα δεν εμπιστευόμαστε τα αγγελτήρια θανάτου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Φήμες είναι, απλώς. Ψεύτικες ειδήσεις. «Bande à part», 1964. Η ιστορία μιας συμμορίας κλεφτών, αλλιώτικης απ’ τις άλλες. Περιπαικτικό (όσο και παιγνιώδες) προϊόν αντιγραφής του μοντέλου των χολιγουντιανών συμμοριών αλά Μπόνι και Κλάιντ, ένας τυφλοσούρτης γκανγκστερικής πρακτικής και ηθικής άνευ διδασκάλου. Ή το σκιαγράφημα μιας συμμορίας sui generis, νέτα σκέτα, που δεν στέκει πουθενά, ως προς την γκανγκστερική της ορθότητα, ούτε καν σε ανέκδοτο. Κι όμως, έχει και δύναμη, και σπιρτάδα, και γοητεία, και ρομαντισμό, και χορό, και ποίηση, και πολιτική. Και αντιγραφή απ’ το διπλανό θρανίο των σωστών απαντήσεων, και προσωπικό στοχασμό. Προτροπή για ατομικό και συλλογικό στοχασμό επίσης. Πρόσκληση σε δράση και σε χορό (μάντισον ή τουίστ, κατά προτίμηση) παρομοίως. Ραντεβού με ένα «νουάρ» ερωτικό τρίγωνο, σε μια μουσικοχορευτική κομεντί για τρεις, με καταιγιστική δράση και άφθονο συναίσθημα. Μια περιπετειώδης περιπλάνηση, όπου η παραπλάνηση (ξεγέλασμα, κοροϊδία) και η εξαπάτηση διεκδικούν το δικό τους μερτικό στην κληρονομιά του κλασικού νουάρ. Μια πολιορκία ενός απρόσιτου παραποτάμιου αστρικού ου-τόπου και συγχρόνως μια μπανάλ αστική περιπέτεια, τόσο εντός Παρισιού, όσο και εκτοπισμένη στα ανώνυμα, δευτεροκλασάτα, προάστια. Και ποιοι είναι αυτοί οι επιφανείς τρεις συμμορίτες; Ο ένας μας συστήνεται ως Αρθούρος Ρεμπώ, ο άλλος ως Φραντς Κάφκα και η τρίτη ως Οντίλ Μονό (το όνομα της μητέρας του Ζαν-Λυκ). Μια ιστορία σε εκτυφλωτικό μαυρόασπρο, σε voice over απ’ τον ίδιο τον Γκοντάρ, σε ένα υδάτινο, αεικίνητο, χορευτικό, σχεδόν αέρινο Παρίσι (το οποίο μας ανήκει, όπως ισχυρίζεται ο Ζακ Ριβέτ, όταν δεν ανήκει σε κανέναν απολύτως, όπως δήλωσε ο Σαρλ Πεγκύ), έτσι όπως δεν το έχουμε ξαναδεί, ούτε φανταστεί, κινηματογραφημένο εξαίσια από τον Ραούλ Κουτάρ και επενδυμένο μουσικά με τζαζ κέφι από τον Μισέλ Λεγκράν (παραδίπλα κι ο Ζαν Φερά). Ένα παιχνίδι τυφλόμυγας ή μπρα ντε φερ, που κλείνει το μάτι στον παλιό συναγωνιστή Τρυφώ («Μην πυροβολείτε τον πιανίστα»), στον Άρθουρ Πεν, στον Φρανζύ, στον Ριβέτ, στον Μελβίλ, στον Σιμενόν, τον Raymond Queneau, και πάει λέγοντας. Ο καθένας βρίσκει τα δικά του χαμένα ή τα φυλαγμένα σε συρτάρια. Η λίστα, όπως κι η εμβληματική βίλα της ταινίας στη Joinville, είναι ορθάνοικτες, ενώ τα σκυλιά δεμένα. Το χρήμα και άλλα μίσθαρνα όργανα, του σατανά πιθανώς, όπως θα’λεγε ο Μπρεσόν, εξανεμίζεται μπροστά στο ωκεάνιο γκονταρικό κινηματογραφικό βλέμμα, που κατέχει τη δύναμη του απεριόριστου, ενόσω επελαύνει και σαρώνει την περιρρέουσα κινηματογραφική μετριότητα, που κατακλύζει τις οθόνες μας. «Μα, τι ακριβώς θέλει να πει ο σκηνοθέτης;» σπάει το κεφάλι του ο ηλικιωμένος κύριος, στο διπλανό κάθισμα. Tου εξηγώ: «ο κινηματογράφος είναι Ιστορία σε ξεχωριστά κεφάλαια, με τέλος-μέση-αρχή ή μέση-αρχή-τέλος, ιστορίες σε ατελείωτες συνέχειες, αμετάφραστο κουβεντολόι, κοπάνα από το φροντιστήριο ξένων γλωσσών, περιπέτεια, διασκέδαση, ξεφάντωμα, πώς το λένε; Μήπως σας βρίσκεται λίγο φρέσκο ποπ κορν;» «Έεεε;», κάνει ο γέρος που είναι θεόκουφος.
Για περισσότερα και καλύτερα, βλ. εκτενές κείμενο/ανάλυση: Jonathan Rosenbaum, “Dark Heart” [Band of Outsiders]. https://jonathanrosenbaum.net/2021/11/dark-heart/ Εμπιστευόμαστε τους ειδικούς.
(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)