του Dominic Savage
(σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΜΕΝΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ. Ο τίτλος του σχολίου θα μπορούσε να είναι επίσης: Η ὕπανδρος (υπό+ανήρ) γυνή και η Κυρία με τον Μονόκερω, η Κυρία των έξι αισθήσεων. Στην επιστολή του Αποστόλου Παύλου, προς Ρωμαίους 7,2 αναφέρεται: «Η ύπανδρος γυνή είναι δεδεμένη διά του νόμου με τον άνδρα ζώντα• εάν δε αποθάνη ο ανήρ, απαλλάττεται από του νόμου του ανδρός». Τι συμβαίνει, όμως, όταν ο άνδρας όχι μόνο συνεχίζει να είναι ζωντανός, αλλά και ο κυρίαρχος του παιχνιδιού; Μιλάμε για το «The escape-Η δραπέτευση ή απόδραση», βρετανική ταινία του 2017, του Ντόμινικ Σάβατζ, με ρεσιτάλ ερμηνείας από την αρκετά υποτιμημένη Τζέμα Άρτερτον (δείτε και θαυμάστε την, η ταινία τρέχει στο Cinobo). Το κεντρικό ερώτημα, όπως διατυπώνεται στο αφήγημα: η παντελής έλλειψη επιθυμίας για ζωή οδηγεί στην κατάθλιψη και την ασφυξία, ή η ασφυξία της κατάθλιψης οδηγεί στην παντελή έλλειψη επιθυμίας για ζωή; Η Τάρα, μια νεαρά σύζυγος, νοικοκυρά, και μητέρα δύο μικρών παιδιών ζει μια καλοβαλμένη ζωή, σε ένα μεσοαστικό προάστιο της βρετανικής πρωτεύουσας, ενώ η αρχική, δεσπόζουσα, εικόνα της καθημερινότητάς της μας αποκαλύπτει τα εξής: έναν κτητικό και δεσποτικό αρχηγό της οικογένειας, που αρέσκεται να μηρυκάζει το πόσο καλός σύζυγος, πατέρας και οικογενειάρχης είναι, πόσο καλά τα έχει καταφέρει στη συζυγική, οικογενειακή και στη σεξουαλική του ζωή – το τελευταίο εικονοποιείται σε ένα αυτοματοποιημένο «τελετουργικό», συγχρονισμένο με το αγουροξύπνημα, όταν προς ικανοποίηση της πρωινής του στύσης, ο σύζυγος πέφτει με τα μούτρα στο «ψητό», αδιαφορώντας ή παριστάνοντας τον ανυποψίαστο για το τι ακριβώς συμβαίνει κάτω από τη μύτη του: η γυναίκα που κοιμάται πλάι του είναι πλήρως ανόρεκτη σεξουαλικά, στα όρια μάλιστα της δυσφορίας, της ασφυξίας, ακόμα και της αηδίας ή της οδύνης. Με το βαθύτερο σκεπτικό: αφού δουλεύω σκληρά και σας παρέχω όλα τα αγαθά του θεού, δικαιούμαι και το αντίτιμο, τη σχετική αποζημίωση. Εικόνες κλισέ, θα ισχυριζόταν κάποιος, που τις έχουμε δει εκατοντάκις στο σινεμά. Γιατί να μας εντυπωσιάζει μια ακόμη, παρόμοια; Η ιδιαιτερότητα, και η επιτυχία, της ταινίας του Σάβατζ βρίσκεται, κατά τη γνώμη μου, στα μη ευκόλως εννοούμενα, αλλά εκεί ακριβώς όπου σταματά το μαρτύριο εντός της εστίας, ενώ μπροστά ξανοίγονται ο Γολγοθάς της απόδρασης, και όλα όσα έπονται και επιφυλάσσονται, για τη δραπέτισσα. Όταν, τυχαία, στα χέρια της Τάρα πέφτει ένα βιβλίο με εικόνες από τις μεσαιωνικές ταπισερί του Μουσείου του Κλινύ, στο Παρίσι, η πεθαμένη επιθυμία και η χαμένη όρεξη για τα πράγματα της ζωής (μαζί και η ικανότητα σαρκικής διέγερσης) ενεργοποιούνται και στρέφονται προς μια απελπισμένη φυγή με το πρώτο μεταφορικό μέσο, ενώ όλοι οι δρόμοι οδηγούν σε έναν αδιανόητο, άγνωστο, από μηχανής βωμό, που (εν προκειμένω) είναι το Εθνικό Μουσείο του Μεσαίωνα, το Κλινύ, εκεί ακριβώς όπου εκτίθενται οι ταπισερί της περίφημης Μεσαιωνικής Κυρίας με τον Μονόκερω. Μια βρετανική ιστορία, λοιπόν, η οποία ξετυλίγεται ως ένα βαρύ, ομιχλώδες, τελετουργικό της μονοτονίας της καθημερινότητας, και της εξέγερσης μιας γυναίκας, έχει μοιραία γαλλική κατάληξη στην υποβλητική, σχεδόν ιερουργική ατμόσφαιρα, που περιβάλλει τις μυστηριώδεις, εκθαμβωτικές, καθηλωτικές μεσαιωνικές ταπισερί, γνωστές ως «Η Κυρία με τον μονόκερω- La Dame à la licorne», και ανήκουν σε μια σειρά έξι ταπισερί από μαλλί και μετάξι, που υφάνθηκαν στη Φλάνδρα, γύρω στο 1500, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα μεσαιωνικά έργα τέχνης στην Ευρώπη, στις απαρχές της Γαλλικής αναγέννησης. Πέντε από τις ταπισερί απεικονίζουν τις πέντε αισθήσεις – γεύση, ακοή, όραση, όσφρηση και αφή. Η έκτη φέρει την αινιγματική επιγραφή «Στη μοναδική μου επιθυμία». Η κάθε ταπισερί απεικονίζει μια κυρία, ευγενή, με έναν μονόκερω στα αριστερά και ένα λιοντάρι στα δεξιά της. Αλήθεια, τι συμβολίζει όλο αυτό το ζωομορφικό πλαίσιο; Και ποια η σημασία της θέσης της Κυρίας, ανάμεσα στα δύο εμβληματικά ζώα; Όσο μαγικές και γριφώδεις είναι αυτές οι παραστάσεις, άλλο τόσο, θα εξελιχθεί σε σπαζοκεφαλιά η από κει κι έπειτα περιπετειώδης υπαρξιακή αναζήτηση της Τάρα. Ενοχές για την καταπάτηση των εντολών, στα όρια της τρέλας, πικρά δάκρυα για την εγκατάλειψη μιας ολόκληρης ζωής, το πληγωμένο μητρικό φίλτρο, το ανθρώπινο φιλότιμο, η ανασφάλεια εξαιτίας του ανοίκειου, το κάλεσμα του οικείου, ένα ακανθώδες πλέγμα- ακάνθινο στεφάνι από «πρέπει» και «δεν πρέπει», από «οφείλω» και «δεν οφείλω», από «θέλω» και «δεν θέλω», τα οποία ξετυλίγονται μέσα από αργόσυρτα κινηματογραφικά τράβελινγκ- τοπία πόλεων, ξεδιπλώνοντας και τα τοπία της ανθρώπινης ψυχής. Ταινία που μου έφερε στο νου το υπέροχο «The Rain People, Οι άνθρωποι της βροχής», 1969, του Φράνσις Φορντ Κόπολα – με τη φυγή της Νάταλι Ραβένα και τους διάφανους ανθρώπους, τους φτιαγμένους από βροχή, που διαλύονται ενόσω κλαίνε.
(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)