του Cristian Mungiu
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
ΣΤΙΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΙΘΟΥΣΕΣ. Μετά από στιβαρές δημιουργίες όπως ήταν οι ταινίες – που είδαμε στις ελληνικές αίθουσες – «4 Μήνες, 3 Εβδομάδες και 2 Μέρες», 2007, το «Πίσω από τους Λόφους», 2012, και η «Αποφοίτηση», 2016, ο Ρουμάνος Κριστιάν Μουντζίου, ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της κινηματογραφικής εμπροσθοφυλακής, έρχεται να προσθέσει στη φιλμογραφία του ένα ακόμη τολμηρό, μαχητικό εγχείρημα. Το «R.M.N.», 2022. Εκείνο που πάντοτε εντυπωσίαζε στον συγκεκριμένο δημιουργό ήταν η μέθοδός του να καταδεικνύει την πραγματικότητα μέσα από κινηματογραφικές εικόνες της καθαρότητας, της σκληρότητας, ακόμη και ωμότητας, παίρνοντας σαφείς αποστάσεις από λαϊκισμούς, προπαγάνδα, ή βιασμούς της αλήθειας. Επιπλέον, η κινηματογραφική λογική (και ηθική του) στηρίζεται πάνω στη βάση της άρνησης του δόγματος, «ο θεατής πρέπει, οπωσδήποτε, να ταυτίζεται με κάποιον από τους χαρακτήρες της αφηγούμενης ιστορίας». Προσόν, που βοηθά να εκτυλίσσεται απρόσκοπτα το εξής πολύτιμο: οι ήρωες των ταινιών ζουν, ο καθένας απ’ τη σκοτεινή γωνιά του, την προσωπική τους σύγχυση, την απώλεια προσανατολισμού, τον δικό τους εγκλωβισμό σε έναν λαβύρινθο, ο οποίος μπορεί να είναι οικοδόμημα, τόσο της Ιστορίας, της πολιτικής ή της Κοινωνίας, όσο και του ίδιου του ευάλωτου Εαυτού. Γι’ αυτόν τον λόγο, το παζλ είναι δύσκολο να συμπληρωθεί, ενώ η εξίσωση, προκειμένου να λυθεί, απαιτεί τη μέθοδο ακριβείας που λείπει. Τι ακριβώς είναι το «R.M.N.»; Μια άγρια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο φύσεις. Την άγρια φύση της Τρανσυλβανίας (με επίκεντρο του κακού ένα σύνθετο εθνικά χωριό, ρουμανικό αλλά με πολύ ισχυρό το στοιχείο της ουγγρικής μειονότητας) και την ακόμη αγριότερη ανθρώπινη φύση, μέσα από τις ποικίλες εκφάνσεις της. Στην πρώτη περίπτωση, η αγριότητα και επιθετικότητα (θηρίων του βουνού και του δάσους) μπορεί να είναι κατανοητές και αποδεκτές. Στη δεύτερη, αυτή η παρεκτροπή στο κακό (διάβαζε ανθρώπινη θηριωδία), το μόνο που μπορεί να προκαλέσει, είναι ο αποτροπιασμός. Η αιτία σε αυτή τη στυγνή αντιπαράθεση, όπου το κέντρο βάρους μετατοπίζεται στα ανθρώπινα ένστικτα και στις συμπεριφορές, είναι η πρόσληψη ξένων εργατών από τη Σρι Λάνκα σε μια επιχείρηση αρτοποιίας. Το γεγονός αυτό θα αποτελέσει την θρυαλλίδα για μια σειρά από καταστροφικές εξελίξεις. Είναι η συλλογική απόρριψη του «ξένου», οι φοβίες που στηρίζονται στην άγνοια, στην παραπληροφόρηση, στη θρησκεία και τη θρησκοληψία, στον λαϊκισμό, στην προπαγάνδα, στη μισαλλοδοξία, στον εγωισμό και τον βιασμό της αλήθειας. Από την άλλη υπάρχει η προσκόλληση σε στερεότυπα της καθημερινότητας, σε ενέργειες και αντιδράσεις πολύ οικείες μας και άμεσα αναγνωρίσιμες. Μια ολόκληρη κοινότητα, που επί της ουσίας αποτελεί με τη σειρά της «προϊόν» και πρότυπο νομαδισμού, αρνείται να φάει ψωμί ζυμωμένο από χέρια ανθρώπων με χώρα προέλευσης από την Ασία, απεχθανόμενη την πρόσμειξη με ξενόφερτους και αλλόθρησκους, επινοώντας λοιμώξεις και συμφορές, και βυθιζόμενη σε φαντασιακές παραστάσεις ψυχαναγκασμού. Ιδού, λοιπόν, το ζητούμενο, το καυτό ζήτημα, το κομβικό σημείο (με γεωγραφική θέση, επιπλέον, την Ευρώπη), εκεί όπου η λογική (και η ηθική) δεν είναι αυτονόητες, δεδομένες, κατακτημένες αξίες, ενώ η διαχείριση της ακανθώδους πραγματικότητας, και αγωνίας για το μέλλον του ανθρώπου, καταλήγει σε εφιάλτη. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης λέει σε πρόσφατη δήλωσή του: «η πραγματικότητα δεν αντανακλάται σε κινηματογραφικές εικόνες, ο κινηματογράφος όμως μπορεί να αθρώσει ξεκάθαρο λόγο για την πραγματικότητα». Από τις σημαντικότερες ταινίες που μπορούμε να δούμε, αυτή τη στιγμή, στις κινηματογραφικές αίθουσες.
(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)