(Zero Fucks Given)
των Emmanuel Marre & Julie Lecoustre
(η κριτική της Μαρίας Γαβαλά)
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΟΥΒΑΡΙ. Στο Cinobo, στα πλαίσια του μικρού αφιερώματος στο νέο (σύγχρονο, τρέχον) Γαλλόφωνο σινεμά, ξεχώρισα το πολύ ενδιαφέρον «Rien à foutre», 2021, των Emmanuel Marre και Julie Lecoustre, με την Αντέλ Εξαρχόπουλος στον κεντρικό ρόλο, η οποία, όταν έχει καθοδήγηση από σκηνοθέτες με συγκεκριμένη άποψη, είναι εξαιρετική. Προσωπικά θα μετέφερα στα ελληνικά τον τίτλο ως εξής: «Ο άνεμος κουβάρι» –ασχολία άσκοπη, πράξεις και λόγια του αέρα. Πρόκειται για το ημερολόγιο των πτήσεων, όσο και της καθημερινότητας στο έδαφος μιας αεροσυνοδού, με το όνομα Κασσάνδρα, η οποία επιλέγει να χαραμίζει τον πολύτιμο χρόνο της, τα τρυφερά νιάτα της, την ακάματη ενεργητικότητά της και την ευαίσθητη και δοτική ιδιοσυγκρασία της, σε μια δουλειά του κοπανιστού αέρα (στην κυριολεξία), κωλοβαρώντας επιπλέον δεξιά αριστερά στον ελεύθερο χρόνο της, όταν δεν εκτελεί την υποχρεωτική φασίνα της μέσα στο αποπνικτικό μπούνκερ του σκάφους στο οποίο υπηρετεί, ως εκπαιδευόμενη αεροσυνοδός, σε συνθήκες στρατιωτικού σωματικού στριμώγματος και ψυχικού τσαλαπατήματος. Σε μια φτηνή αεροπορική εταιρεία, καλυμμένη πίσω από τη βιτρίνα του αντιπροσωπευτικού κουβαλατζή των αιθέρων, εταιρεία που καταπιέζει το προσωπικό της βάσει ενός αλαζονικού και αυταρχικού κανονισμού, με απώτερο σκοπό την ισχυροποίηση της θέσης της μες στο ελεύθερο ανταγωνιστικό σύστημα της αγοράς, των αερομεταφορών και αερομεταφορέων. Μιλάμε για έναν «κορσέ συμπεριφοράς», ο οποίος έτσι και χαλαρώσει μερικά εκατοστά, καταδικάζει τους εργαζόμενους, κυρίως τις εργαζόμενες, σε κατακόρυφο υποβιβασμό και βαριούς πόντους ποινών. Τι είναι αυτό, λοιπόν, που σπρώχνει την Κασσάνδρα, ένα έξυπνο, χαρισματικό και ικανό κορίτσι, να ξοδεύει σε φούμαρα, ιδρωκοπώντας τόσο άσκοπα, την ενεργητικότητα και την έμφυτη αγγελικότητά της; Υποψιαζόμαστε, στην αρχή, και σιγουρευόμαστε στην πορεία της αφήγησης, ότι η Κασσάνδρα από κάπου θέλει να το σκάσει: από μια στενωπό του βίου της, εκεί ακριβώς όπου το χάσμα είναι βαθύτερο, το τραύμα οδυνηρότερο, ο ψυχικός πόνος οξύτερος, ενώ η ενοχή και η θλίψη αφήνουν πίσω τους μεγαλύτερα χάσματα και φόβο απ’ ό,τι τα τινάγματα και τα ταρακουνήματα ενός αεροπλάνου, που προσπαθεί να ισορροπήσει στο κενό και να βρει την πορεία του. Περί υπαρξιακού κενού, λοιπόν, ο λόγος, περί επίγειου αποπροσανατολισμού και φόβου, περί αθεράπευτης λύπης, αφού μιλάμε για μια τραγική απώλεια: εκείνην της μητέρας της ηρωίδας, η οποία έχει βρει τραγικό θάνατο σε τροχαίο δυστύχημα, αφήνοντας πίσω της το τρομακτικότερο όλων των άλλων κενών. Μια μισοδιαλυμένη οικογένεια, βουτηγμένη στη θλίψη του πένθους, απ’ όπου η Κασσάνδρα παίρνει των ομματιών της, κουβαλώντας όμως πάντα στις αποσκευές της τη βάσανο της νόσου της απώλειας, η οποία διαπερνά όλη την αφήγηση, με μικρές οδυνηρές εκλάμψεις της μνήμης. «Εγώ πάω να πετάξω, μόνο αυτό με ενδιαφέρει», πετάει ως δικαιολογία προς τους απεργούς του αεροδρομίου, οι οποίοι αγωνίζονται για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Θέλω να απαλλαγώ από το πένθος, να απελευθερωθώ, να βγάλω φτερά. Και πάει να δουλέψει σαν χαμάλης, μακιγιαρισμένος και αυτοματοποιημένος· ένα τέλειο κουρδιστό ανθρωπάκι, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, ενώ αμέσως μετά, θα συμβούν πολλά και διάφορα, σημαντικά και σημαδιακά, από τα οποία εκείνη θα αποποιηθεί σθεναρά τη μη συμμετοχή της. Δεν είναι ανδρείκελο αλλά μια γυναίκα με φωνή και πυγμή, όσο και με δεκάδες αδυναμίες και ελαττώματα. Ιδού η πρώτη μεγάλη αρετή του σεναρίου. Η πολύπλευρη και αμφίδρομη περσόνα του ήρωα.
Οι δύο δημιουργοί της ταινίας επιτυγχάνουν σε υψηλό βαθμό τον σκοπό τους, ακριβώς επειδή έχουν κατανοήσει (και υιοθετήσει στη δουλειά τους) κάτι εξαιρετικά πολύτιμο: στον κινηματογράφο, και όχι μόνον, το ισχυρό συνολικό αποτέλεσμα έχει να κάνει με το κατά πόσο ο δημιουργός επεξεργάστηκε με σύνεση και κόπο τις λεπτομέρειες του αρχιτεκτονήματός του. Τόσο τις λεπτομέρειες των θεμελίων, όσο και του σκελετού της κατασκευής. Ταινία κατασκευαστικών λεπτομερειών το «Rien à foutre», μικρών σκηνών όπου η προσεκτική παρατήρηση της πραγματικότητας (μέσα απ’ την οπτική γωνία ενός άμεσου κινηματογράφου αλήθειας, κι όχι αληθοφάνειας, στον δρόμο που χάραξαν οι αδελφοί Νταρντέν – ως παράδειγμα) έρχεται να συναντήσει έναν κινηματογράφο του καθαρού βλέμματος, της μίνιμαλ έκφρασης, των χαμηλών τόνων αλλά και των σύνθετων αποχρώσεων, όλα αυτά συνώνυμα ενός κινηματογράφου που θα μπορούσαμε να τον κατατάξουμε στην κατηγορία του κινηματογράφου της εξομολόγησης, μέσω της αναψηλάφησης των προσωπικών τραυμάτων, που συνοδεύουν την πορεία των ανθρώπων στην καθημερινότητά τους. Αυτή η πορεία μπορεί να ξετυλίγεται μέσα στη ρουτίνα των αεροδρομίων, όσο και σε μια πλατεία του Ντουμπάι, ανάμεσα σε αστραφτερούς ουρανοξύστες και σε φαντασμαγορικά θεάματα σιντριβανιών, εν μέσω πανδημίας covid επιπλέον. Η Κασσάνδρα, που φέρει το όνομα μιας αρχαίας μάντισσας, η οποία είχε το χάρισμα της μαντικής όχι όμως και της πειθούς, είναι μία εκ των θεατών του αστραφτερού θεάματος (σε μια εποχή που συντηρεί στο έπακρον τον μύθο του «άρτος και θεάματα»). Όταν τραβά την προστατευτική μάσκα, απελευθερώνοντας το όμορφο νεανικό πρόσωπό της, αλώβητο από επιδημίες και άλλα ανθρώπινα δράματα και παθήματα, δεν κάνει τίποτα περισσότερο από να δηλώσει το μόνο που δύναται να επιλέξει ως κίνηση και στάση ζωής: να κατεβάσει τη μάσκα, με ό,τι σημαίνει αυτή η κίνηση, και με ό,τι υποφώσκει συνακολούθως – ἤ τάν ἤ ἐπί τᾶς. Ως θεατής, δεν μπορώ να σκεφτώ κάτι άλλο. Πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, αξίζει να τη δει κανείς, μαζί με τις νέες ταινίες που παίζονται στις αίθουσες –«Zero Fucks Given», ο τίτλος στα αγγλικά, και στα ελληνικά…, άστο καλύτερα.
(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)