(Το ήσυχο κορίτσι)
του Colm Bairéad
(κριτική: Μαρία Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_the-quiet-girl.jpg

Η ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΟΤΗΤΑΣ. Όταν τα δύο φωτάκια στο σκοτεινό πέλαγος γίνονται τρία ως εκ θαύματος, αυτό κάτι χαρμόσυνο σημαίνει, κάτι καλό θα συμβεί μέσα σε μια εξίσου σκοτεινή (προς ζοφερή) κινηματογραφική ιστορία. Στον χριστιανικό κόσμο, το Τριαδικό Δόγμα είναι ίσως το σημαντικότερο, και στην περίπτωση μιας ταινίας όπως «Το ήσυχο κορίτσι-An Cailín Ciúin», 2022, από την Ιρλανδία, η αναφορά στη χριστιανική πίστη είναι μάλλον απαραίτητη – από τη στιγμή μάλιστα που η ίδια η αφήγηση την επικαλείται επανειλημμένα· τόσο διαμέσου του προσώπου της Eibhlín Cinnsealach, της θετής μητέρας, όσο και με την καταλυτική δύναμη της αγάπης, θεμέλιο λίθο του όλου οικοδομήματος (μυθιστόρημα, σενάριο, ταινία).
Έχοντας δει τρεις φορές την ταινία του Colm Bairéad – σε σενάριο του ίδιου και της μυθιστοριογράφου Claire Keegan –, ένιωσα σαν να παρακολουθούσα, με θρησκευτική σχεδόν προσήλωση, μια γλυκιά αφήγηση/σεμινάριο της ψυχαναλύτριας Φρανσουάζ Ντολτό –ενόσω αναλύει και ερμηνεύει με τη μοναδικότητα της ψυχαναλυτικής ματιάς της, και με τον θαυματουργό παρηγορητικό τρόπο της, τα Ευαγγέλια και την Πίστη. Αλήθεια, τι συμβαίνει με τη μικρούλα Cáit, το κοριτσάκι που για τη φυσική του οικογένεια αποτελεί «αυτήν που τριγυρνά στα χωράφια», «αυτήν που είναι συνεχώς άρρωστη κι αδέξια», «αυτήν που τα κάνει πάνω της», «αυτήν που αποτελεί τον μπελά» μιας οικογένειας, η οποία νοσεί όχι μόνο από φτώχεια, αλλά κυρίως από συναισθηματική δυσλειτουργικότητα. Άρα όλη η οικογενειακή νοσηρότητα, η οποία σαφώς επιζητεί αποδιοπομπαίο τράγο, θα φορτωθεί στις πλάτες ενός μικρού παιδιού που εκφράζει, με την παρουσία του και μόνο, το διαφορετικό: η Κέιτ είναι όμορφη, γλυκιά, ήσυχη, υπάκουη, λιγομίλητη, αποκλεισμένη, απότιστη και άσιτη, δυστυχισμένη, και εξαιτίας όλων αυτών πάσχει με τη σειρά της από την ασθένεια της παιδικότητας. Το ουσιώδες δεν είναι το ερώτημα αν την αγαπούν ή δεν την αγαπούν οι φυσικοί γονείς της, αλλά το γεγονός ότι της «αρνούνται το θεμελιώδες ζητούμενο», «δεν της επιτρέπουν να μεγαλώσει», κρατώντας την αιχμάλωτη στο κλουβί της αντιπαθητικής και μη χρήσιμης ανήλικης/παράσιτου. Όμως και η θετή μητέρα Eibhlín Cinnsealach, παρά την καλοσύνη και τη δοτικότητά της, αρνείται στην Κέιτ κάτι εξίσου βασικό. Αρνείται να της αναγνωρίσει ότι είναι κορίτσι, ντύνοντάς την με αγορίστικα ρούχα, τα ρούχα του πεθαμένου σε δυστύχημα γιου της, θέλοντας να καλύψει το κενό που άφησε πίσω του ο νεκρός, μέσω μιας ψευδαίσθησης: καθηλώνοντας το κορίτσι σε μια άβολη θέση, εκείνη ενός αντικειμένου υποκατάστασης. Έτσι η μικρούλα θετή κόρη, δυσκολεύεται να γίνει πραγματική θυγατέρα, αφού συνεχίζει να είναι όμηρος ενός οικογενειακού μυστικού, που απαιτεί από εκείνην να πάρει τη θέση ενός νεκρού. Ασήκωτο βάρος για ένα μικρό παιδί που καλείται να διαβάσει ένα ιερογλυφικό. Και εδώ ακριβώς θα εμφανιστεί (δυναμικά) το καταλυτικό πρόσωπο, ο άνθρωπος κλειδί, που θα δώσει τη σωτήρια λύση. Πρόκειται για τον θετό πατέρα Seán Cinnsealach, που θα αναγνωρίσει, αποφασιστικά, τη θηλυκότητα του κοριτσιού, αγοράζοντάς της κοριτσίστικα ρούχα, ενεργοποιώντας την ικανότητά της στην ταχύτητα (τρέξιμο και αντρικές δουλειές αντί για καθιστικές δουλειές σπιτικού νοικοκυριού) και οδηγώντας την στη θάλασσα, όπου μες στη νύχτα θα της υποδείξει πόσο κοπιαστική όσο και απλή μπορεί να είναι η μετατροπή, η μεταμόρφωση, όταν στη θέση της άρνησης να δεχτούμε τη φυσικότητα των πραγμάτων μπαίνει η κατάφαση και η αποδοχή αυτής της φυσικότητας, ως το σημαντικότερο συμπλήρωμα της αγάπης και της τρυφερότητας. Τότε λοιπόν και η Κέιτ, στην αρχή του κεφαλαίου της ενηλικίωσής της, θα πάρει τη γενναιότερη όλων των αποφάσεων, ειδικά για ένα άτομο της ηλικίας της· να τρέξει και να αγκαλιάσει τον θετό πατέρα της και να τον αποκαλέσει «μπαμπά», επιλέγοντας έτσι μόνη της τον πατέρα που της ταιριάζει και της αξίζει. Όλη αυτή η αποθέωση του «διεκδικώ» θα συμβεί παρουσία του φυσικού της πατέρα, έκπτωτου από δω και πέρα, κι αυτό είναι εξίσου σημαντικό. Κατά συνέπεια, η παιδική συνήθεια της ενούρησης αφήνει ελεύθερη τη θέση για την επερχόμενη έμμηνο ρύση, και την είσοδο στην πύλη της θηλυκότητας αλλά και της μεταπήδησης – από ενοχλητικό παράσιτο, η Κέιτ μπορεί να γίνει απολύτως επιθυμητή θυγατέρα.
Η ταινία του Colm Bairéad, κυλά στους αργούς ρυθμούς, όχι τόσο μιας θρησκευτικής λειτουργίας, όσο μιας θερμής προσευχής προς την παντοδυναμία του τριδύμου: αγάπη, αποδοχή της φυσικότητας και αξιοποίηση των ανθρώπινων ικανοτήτων. Η σκηνοθεσία συμπορεύεται αρμονικά με τις αρετές του σεναρίου, έχοντάς μας προσφέρει μία από τις πλέον θερμές κινηματογραφικές στιγμές του φετινού χειμώνα.

(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)