(Ο Έκπτωτος)
του Rodrigo Sorogoyen
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Γιατί θελήσαμε να πούμε αυτήν την ιστορία; Τι ήταν, δηλαδή, αυτό που θέλαμε να πούμε; Εν ολίγοις, η ιστορία γεννήθηκε χάρη στην αγανάκτηση. Την αγανάκτηση για όλα όσα μάθαμε από το 2007 ως σήμερα και όλα όσα ακόμη αγνοούμε. Η διαφθορά του πολιτικού συστήματος και ειδικότερα η έλλειψη ουσιώδους αντίδρασης στην διαφθορά αυτή, μας άφησε, και συνεχίζει να μας αφήνει, πάνω απ’ όλα μπερδεμένους και έπειτα εξοργισμένους, θλιμμένους και τελικά σχεδόν αναίσθητους μπροστά σε όποια νέα υπόθεση πολιτικής εξαπάτησης.
Ως σεναριογράφοι, ο κόσμος στον οποίο ζούμε μας συναρπάζει. Δεν χρειάζεται να εφεύρουμε ιστορίες, γιατί είναι ήδη παντού γύρω μας ήδη, ξεκαθάρες. Ανοίγοντας απλώς μία εφημερίδα ή ακούγοντας μία συζήτηση στο μετρό, μπορεί να έχεις την αρχή μίας καλής ταινίας. Μας συναρπάζουν οι άνθρωποι - δυστυχώς, όμως, μας συναρπάζει και το κακό. Και η αφθονία των υποθέσεων διαφθοράς τα τελευταία χρόνια αναπόφευκτα μάς ανάγκασε να θέσουμε ορισμένα ερωτήματα: “Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Έχουν φτιαχτεί στο ίδιο καλούπι με εμάς; Τι περνάει από το μυαλό τους όταν ξαπλώνουν στο κρεβάτι; Μπορούν να λένε ψέματα και να κλέβουν κατά τη διάρκεια της μέρας, κι έπειτα να επιστρέφουν ήσυχοι σπίτι στις οικογένειές τους τα βράδια; Μπορεί καν να γίνει αυτό; Νιώθουν μεταμέλεια; Κινούνται με δεμένα τα μάτια; Γελούν με εμάς τους υπόλοιπους πριν αποκοιμηθούν;”. Όλα αυτά τα ερωτήματα έδρασαν ως η κινητήριος δύναμη της ταινίας μας.
Θελήσαμε να δημιουργήσουμε ένα θρίλερ γεμάτο σασπένς, το οποίο να αρπάζει την προσοχή του θεατή, αλλά και να μιλάει για τους ανθρώπους και τα σκοτάδια τους, τα διλήμματα στη ζωή τους. Επικεντρωθήκαμε στη διαφθορά, όχι μόνο την πολιτική αλλά και την ανθρώπινη. Το να ψεύδεσαι, άλλωστε, είναι τρόπος ζωής.
Συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαν γίνει ταινίες για την τρέχουσα πολιτική διαφθορά στην Ισπανία και έτσι συνεχίσαμε με το πρότζεκτ. Από την αρχή, ξέραμε ότι η ταινία θα είχε ως αφηγητή τον διεφθαρμένο πολιτικό, τον ληστή, τον χαρακτήρα που υπό κανονικές συνθήκες και στις περισσότερες ταινίες θα ήταν ο εχθρός, ο “κακός”. Γνωρίζαμε ότι αυτό ήταν μια μεγάλη πρόκληση, αλλά γνωρίζαμε επίσης ότι θα έκανε την ταινία πολύ πιο ενδιαφέρουσα και, το σημαντικότερο, ότι θα μας επέτρεπε να δώσουμε απαντήσεις στα αρχικά ερωτήματα που είχαμε θέσει στους εαυτούς μας. Θέλαμε οι θεατές να ακολουθήσουν τον διεφθαρμένο πολιτικό στο ταξίδι του. Η ταινία δεν είχε να κάνει με όργανα επιβολής του νόμου ή ηθικούς δημοσιογράφους που αποκαλύπτουν μία υπόθεση διαφθοράς - αντίθετα, ακολουθούμε ένα άνδρα που κλέβει από τους φορολογούμενους εδώ και χρόνια και τελικά αποκαλύπτεται. Και έπειτα, αντί να παραδεχθεί το έγκλημά του και την τιμωρία του, πολεμά τα πάντα και τους πάντες για να αποφύγει την φυλακή. Δεν θέλαμε να τον κρίνουμε, αυτό θα ήταν εύκολο: ένας πολιτικός που δεν έχει πρόβλημα να προδώσει την εμπιστοσύνη των ψηφοφόρων και να κλέψει από το δημόσιο ταμείο, είναι καταφανώς ένοχος. Ούτε θέλαμε να δηλώσουμε ότι η κλοπή είναι κακό πράγμα: κι αυτό είναι κάτι το προφανές για όλους. Αντίθετα, θέλαμε να ρωτήσουμε γιατί το κάνουν και, ειδικότερα, γιατί, όταν αποκαλύπτονται οι πράξεις τους, αντί να ζητήσουν συγνώμη και να αποδεχθούν την πρέπουσα τιμωρία, προτιμούν να συνεχίσουν τα ψέματα ώσπου να μείνουν χωρίς επιχειρήματα. Γι’ αυτό πιστέψαμε ότι ο μόνος τρόπος να προσεγγίσουμε την ιστορία ήταν η τοποθέτηση του βασικού χαρακτήρα στο απόλυτο κέντρο της ιστορίας. Έτσι, θέσαμε στον εαυτό μας έναν κανόνα: έπρεπε να τα πούμε όλα μέσα από εκείνον. Δεν βλέπουμε τίποτα που δεν βλέπει εκείνος.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)