της Mati Diop
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_dahomey.jpg

Ένα Χρονολόγιο γεγονότων, ως απαραίτητη εισαγωγή, μεταφέρει τον ανυποψίαστο θεατή σε γνώριμα πεδία ιστορικών ντοκιμαντέρ. Μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία του πρώην αφρικανικού βασιλείου του Dahomey, στα νότια της σημερινής δημοκρατίας του Benin. Η ένδοξη εποχή της δυναστείας Houegbadja (17ος- 19ος αιώνας), η οικονομική, πολιτιστική και στρατιωτική ανάπτυξη, η εποχή των Αμαζόνων. Η κατάληψη της πρωτεύουσας Abomey από τον γάλλο συνταγματάρχη Dodds το 1892, η περίοδος της αποικιοκρατίας, της λεηλασίας των βασιλικών θησαυρών, η μεταφορά τους στο Εθνογραφικό Μουσείο του Τροκαντερό και από εκεί στο Μusée du quai Branly. Η κατάκτηση της ανεξαρτησίας το 1960, οι πρώτες εκκλήσεις για τον επαναπατρισμό των λεηλατημένων αντικειμένων από τον Patrice Talon το 2016. Η δέσμευση του γάλλου προέδρου Μακρόν το 2017. 10 Νοεμβρίου του 2021: η επιστροφή 26 (εκ των 7000 περίπου κλαπέντων) πολύτιμων αφρικανικών έργων τέχνης στον τόπο καταγωγής τους.
Το Dahomey, η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Γαλλοσενεγαλέζας Mati Diop είναι η ιστορία μιας Επιστροφής. Το ιστορικό στοιχείο αποχωρεί σύντομα για να δώσει τη θέση του στη σιωπηλή παρατήρηση μιας αργής καταγραφής, στα χνάρια του Frederick Wiseman, μόνο που εδώ η δράση εστιάζει στα αντικείμενα και στις εργασίες μεταφοράς και όχι στο μουσείο ως οργανισμό. Με μια διαδικασία που θυμίζει τελετή και συνοδεύεται από τους ήχους τρυπανιών και τους θορύβους ενός εργοταξίου, τα έργα τέχνης καταμετρώνται και τυλίγονται προσεκτικά για να μπουν σε ειδικά κατασκευασμένα κιβώτια. Τα πιο εντυπωσιακά είναι τα bocios , σκαλιστά ξύλινα ομοιώματα που απεικονίζουν ζωόμορφα πλάσματα με μαγικές ιδιότητες, ένας περίτεχνος θρόνος και το όρθιο μεγαλοπρεπές άγαλμα του βασιλιά Gezo, ηγεμόνα του Dahomey, που υψώνει το χέρι του σε θέση ανυπακοής. H ταινία ωστόσο απομακρύνεται γρήγορα από την καθαρή πραγματικότητα ενός cinema verité για να εισχωρήσει στην επικράτεια του φανταστικού, στη χώρα των φαντασμάτων, δίνοντας ψυχή σε ένα από τα αντικείμενα. Μια ερεβώδης, παραμορφωμένη φωνή υψώνεται στην τοπική μητρική γλώσσα των Fon, πάνω και έξω από το σκοτάδι της μαύρης οθόνης, με μια απόκοσμη φουτουριστική χροιά : «Ταξίδεψα πολύ με το μυαλό μου, ήταν τόσο σκοτεινά σε αυτό το ξένο μέρος, όλα είναι τόσο παράξενα… μακριά από αυτή τη γη που είδα στα όνειρά μου».

Ο επαναπατρισμός και ο αντίκτυπος της αποκατάστασης
Το ταξίδι ακολουθεί μία γραμμική, τελετουργική πομπή. Αναχώρηση των λεηλατημένων θησαυρών από το μουσείο του Παρισιού, αεροπορική μεταφορά, άφιξη στο Cotonou, εγκατάστασή τους στον εκθεσιακό χώρο του προεδρικού μεγάρου. Η ενθουσιώδης πολύχρωμη υποδοχή από επισήμους και απλούς πολίτες. Η επανένωση των ανθρώπων του Benin γύρω από τους επαναπατρισμένους θησαυρούς τους. Αλλά και η νυχτερινή περιπλάνηση του πνεύματος των θησαυρών πάνω από το μέγαρο και την πόλη. Ο απόηχος του Atlantics (2019), της πρώτης μεγάλου μήκους μυθοπλασίας της Diop, είναι εδώ αισθητός: Το στοιχειωμένο από θυμωμένα πνεύματα Ντακάρ, η περιπετειώδης περιπλάνηση φαντασμάτων των πνιγμένων προς τη Δύση Σενεγαλέζων μεταναστών. Μόνο που εδώ το μεταναστευτικό ταξίδι είναι αντίστροφο και αντισταθμίζει την τραγωδία. Σε κείμενο του Αϊτινού συγγραφέα Makenzy Orcel η «φωνή των θησαυρών» δίνει μία ποιητική αλλά και πολιτική διάσταση στην ταινία. Τα εγκλωβισμένα, μετά την απαγωγή, έργα τέχνης γίνονται από αντικείμενα υποκείμενα, πρωταγωνιστές και αφηγητές των περιπετειών τους. Οι μυστικιστικές, απαραβίαστες δυνάμεις που τα συνόδευαν στην αιχμαλωσία απελευθερώνονται, η δύναμή τους αποκαθίσταται. Η αίσθηση του μυθικού- που αποκτά διαχρονική διάσταση- ενισχύεται από την απόκοσμη μουσική των Wally Badarou και Dean Blunt με αντηχήσεις προγονικών φωνών που μόλις ακούγονται και κουβαλούν μαζί τους μια ιστορία αιχμαλωσίας και εκτοπισμού.
Στο τρίτο και σημαντικότατο μέρος της η ταινία κάνει μία δυναμική-ακτιβιστική στροφή και μέσα από εναλλασσόμενης οπτικής σύντομες σεκάνς μιας μεγάλης συζήτησης, σε αμφιθέατρο του πανεπιστημίου του Abomey-Calavi, επικεντρώνεται στο πώς βλέπουν οι νέοι στο Benin τον επαναπατρισμό των θησαυρών. Κάποιοι από αυτούς, συγκινημένοι που επιτέλους μπορούν να δουν από κοντά καλλιτεχνικά έργα για τα οποία διάβαζαν στα σχολικά τους βιβλία, θεωρούν την επιστροφή ορόσημο για τη χώρα. Κάποιοι άλλοι εφιστούν την προσοχή στις πολιτικές μηχανορραφίες και στην ευκαιρία προώθησης της διπλωματικής ατζέντας της Γαλλίας στις πρώην αποικίες της. Τα επιστραφέντα είναι εξάλλου σταγόνα στον ωκεανό και τα γαλλικά παραμένουν η επίσημη γλώσσα του Benin. Ό,τι ζωντανεύει συναρπαστικά μέσα από αυτή τη συζήτηση και τις αντικρουόμενες απόψεις είναι το βαθύτερο νόημα της πολιτιστικής κληρονομιάς για μια νεότερη γενιά, που επιδιώκει να χαράξει τη δική της ταυτότητα μακριά από την πανταχού παρούσα ευρωπαϊκή προπαγάνδα-διαφήμιση και την αποικιακή της κληρονομιά. Εδώ η ενέργεια των φοιτητών που συνδιαλέγονται έχει κάτι από το πάθος του La Chinoise του Godard.
Σε μία ιστορική στιγμή στο χρονοδιάγραμμα της μετααποικιακής πολιτικής, η Mati Diop πιστή στο πνεύμα που διατρέχει την φιλμογραφία της (2004-2019), αυτό της επιστροφής στην αφρικανική της καταγωγή, σε ένα κομμάτι του εαυτού της που θάφτηκε για καιρό κάτω από την ηγεμονία του δυτικού της περιβάλλοντος, επιστρέφει με ένα «ευφάνταστο» υβριδικό ντοκιμαντέρ 67 μόλις λεπτών, που πήρε σάρκα και οστά μέσα σε δύο χρόνια, από το 2021 έως το 2023. Έχοντας ως ταινία αναφοράς το «Les statues meurent aussi/ Statues Also Die», δοκιμιακό ντοκιμαντέρ αισθητικής αυστηρότητας αλλά και πολιτικό μανιφέστο των Alain Resnais, Chris Marker και Ghislain Cloquet (1953) για την αιχμαλωτισμένη αφρικανική τέχνη σε γαλλικά μουσεία, που το δεύτερο μισό του είχε απαγορευτεί στη Γαλλία εξαιτίας της κριτικής που ασκούσε στην αποικιοκρατία, η Diop, αλλάζοντας διαρκώς οπτικές γωνίες, μεταγράφει με τον δικό της πιο ελεύθερο τρόπο τη μυθική όσο και ιστορική διάσταση της στιγμής, έτσι όπως αυτή αποτυπώνεται τόσο στην ίδια την αφήγηση των αντικειμένων, όσο και στο βλέμμα των επισκεπτών-θεατών, αλλά και στον ζωντανό λόγο των φοιτητών. Σε μια χώρα που έπρεπε να εφεύρει τον εαυτό της ερήμην των καλλιτεχνικών της επιτευγμάτων, αποκομμένη από την πολιτιστική της κληρονομιά, η θέαση ως μέσο αναζήτησης μιας ταυτότητας (στην οποία δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην ταινία) και οι λέξεις “επιστροφή”, “επαναπατρισμός”, “αποκατάσταση” αποκτούν ιδιαίτερο βάθος, επανορθώνοντας εν μέρει το άδικο της Ιστορίας.

Φεστιβάλ Βερολίνου 2024