(Ζωηρές συζητήσεις μεταξύ αυτών που ακούνε φωνές)
του Tristan Thil
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Μια ομάδα σχιζοφρενών μαζεύεται κάθε δεύτερη εβδομάδα για να μιλήσει. Οι ίδιοι προτιμάνε να ονομάζονται «άνθρωποι που ακούν φωνές». Για την ακρίβεια επίμονες φωνές μια και τις ακούνε χρόνια τώρα κι απ’ ότι φαίνεται μάλλον δεν θα σταματήσουνε. Με άλλα λόγια οι ακουστικές ψευδαισθήσεις τους δεν ανταποκρίνονται στις αγωγές. Η συντονίστρια της ομάδας Βιρζινιά, αντιμετωπίζει κι αυτή την ίδια κατάσταση. Οι φωνές είναι συχνά επικριτικές. Καμιά φορά, όμως, είναι κι υποστηρικτικές ή και μια συντροφιά στην μοναξιά και στην απομόνωση της ψύχωσης.
Δυνατό υλικό, καλές προθέσεις, σκίτσα που αποτυπώνουν πρόσωπα και μαζί ψυχικές καταστάσεις έτσι όπως τις ένοιωσαν οι σκιτσογράφοι, το Ζωηρές συζητήσεις μεταξύ αυτών που ακούνε φωνές του Τριστάν Τιλ, είναι ένα 12λεπτο animation όσο πιο γνήσιο κι ειλικρινές γίνεται. Οι άνθρωποι που μας παρουσιάζει, βρίσκονται πιο δίπλα μας απ’ ότι νομίζουμε, αλλά συχνά διστάζουν κι οι ίδιοι να αποκαλύψουν τον εαυτό τους. Για ορισμένους οι ακουστικές ψευδαισθήσεις είναι το κύριο σύμπτωμα, για τον Βανσάν, πάλι που διόλου τυχαία καταλαμβάνει την οθόνη με χρώμα κόκκινο, οι παρανοϊκές σκέψεις τον βασανίζουν εξίσου. Η ταινία μας εισάγει έτσι, απ’ όσο πιο κοντά και αυθεντικά γίνεται, σε μια σύνθετη πραγματικότητα διαφοροποιήσεων μιας μη συνηθισμένης καθημερινότητας ή διαταραχής, που είναι, όμως, ο τρόπος αρκετών συνανθρώπων μας να υπάρχουν. Στόχος της δεν είναι τα γιατί και τα πώς αλλά η βιωματική επικοινωνία μιας κατάστασης με την οποία οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να μάθουν να ζούνε. Ο θεατής, βοηθούμενος απ’ τα όσα ακούει, αλλά κι απ’ τα διαφορετικά χρώματα των σκίτσων, αρχίζει γρήγορα ν’ αντιλαμβάνεται πως ο Βανσάν, ο Ρομπέρ, ο Εντουάρ, η Καρόλ, ο Αντονάν και η Βιρζινιά δεν βιώνουν μόνο διαφορετικά τις φωνές, αλλά έχουν ο καθένας κι η καθεμία άλλη προσωπικότητα και χαρακτήρα. Και μπορεί να μην βλέπει τα πραγματικά τους πρόσωπα, αρχίζει, όμως, να τους νοιώθει ως πρόσωπα και να διακρίνει τις διαφορετικές ποιότητές τους. Καθιστώντας το ανοίκειο της κατάστασής τους πιο οικείο και άρα λιγότερο τρομακτικό μέσα από ένα συνδυασμό αμεσότητας λόγου κι απόστασης στην εικόνα η ταινία κάνει πιο εύκολο για το θεατή να πραγματευτεί τους φόβους και τις προκαταλήψεις του και ν’ αυξήσει την ενσυναίσθησή του. Επίτευγμα διόλου αμελητέο ακόμα και για ταινία μεγαλύτερης διάρκειας. Σαν να ανοίγει ένα παράθυρο, όμοιο μ’ αυτό που ανοίγει κι η Βιρζινιά με την ομάδα. Κι αναρωτιέται κανείς πώς θα αισθανόμασταν αν βλέπαμε και τα πραγματικά πρόσωπα των ανθρώπων.
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2024