των Christian Ferencz-Flatz & Radu Jude
(κριτική: Σπύρος Γάγγας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2425_eight-postcards.jpg

Το σινεμά του Ράντου Ζούντε/ Radu Jude χαρακτηρίζεται από μια κυρίως δοκιμιακή και όχι τόσο δραματουργική γραφή. Οι σπουδαίες μικρού μήκους ταινίες του από το 2006 έως το 2023 (π.χ. «Πλαστική σημειολογική», «Σκιά του σύννεφου», «Οι δύο εκτελέσεις του στρατάρχη») αλλά και οι μεγάλου μήκους με αποκορύφωμα το μεγαλειώδες Μην Περιμένετε και Πολλά από το Τέλος του Κόσμου (2023), πειραματίζονται με παράλληλο και με παρενθετικό μοντάζ όπου η χρονική ακολουθία των γεγονότων καθίσταται δυσδιάκριτη. Σε όλες όμως τις ταινίες του, ανεξαρτήτως μήκους, ο Ζούντε αντλεί από ιστορικό και αρχειακό υλικό το οποίο, άλλοτε με γκονταρικού τύπου μοντάζ και άλλες φορές με μακρόσυρτες σεκάνς, συγκολλάται στη μυθοπλασία ώστε να καταστεί αυτό ο κύριος νοηματικός φορέας.
Το πρόσφατο εγχείρημά του «Οκτώ καρτ ποστάλ από την Ουτοπία» είναι ίσως και το πιο πειραματικό, καθώς ο Ζούντε χρησιμοποιεί εξ ολοκλήρου υλικό από τηλεοπτικές διαφημίσεις της μετα-σοσιαλιστικής Ρουμανίας (σε ειρωνική αποστροφή για την νεοφιλελεύθερη «ουτοπία» του τέλους της Ιστορίας έπειτα από την αντίστοιχη του κομμουνιστικού καθεστώτος). Η μοναδική παρέμβασή του είναι ταξινομητική, καθώς δομεί την ταινία σε οκτώ κεφάλαια και τον επίλογό της. Αυτά αφορούν στην ιστορία των Ρουμάνων, την «ομιλία» του χρήματος, την ανατομία της κατανάλωσης, το «αρσενικό-θηλυκό», μεταξύ άλλων. Καταναλωτικά αγαθά και υπηρεσίες, τόσο από τις πολυεθνικές που γνωρίζουμε όσο και από ρουμανικές εταιρείες, παρελαύνουν στον ύψιστο βαθμό αποχαύνωσης: ως προς την απήχηση στα ταπεινότερα ένστικτα των καταναλωτών αλλά και ως προς την ταπεινωτική αναξιοπρέπεια των ηθοποιών που υποδύονται βλακώδεις συμπεριφορές και αντιδράσεις δέους προς τις φετιχοποιημένες ιδιότητες των προϊόντων. Αν είναι κάτι αξιομνημόνευτο σε αυτό το πόνημα των Ζούντε και Φλατζ αυτό αφορά στην μετάλλαξη του ίδιου του καπιταλισμού ως προς την αξιοποίηση του εμπορεύματος. Χαρακτηριστικό της συρραφής των ασυνήθιστα κακόγουστων διαφημίσεων είναι η υπερβολή (ούτως ή άλλως ενδεδειγμένο συστατικό του μάρκετινγκ στον νεοφιλελευθερισμό) που διαπιστώνεται: α) στον ρητορικό και εικονικό εποικισμό ποικίλων αξιών (πολιτικών, ιστορικών, θρησκευτικών, ηθικών, αισθητικών) από το διαφημιζόμενο προϊόν και υπηρεσία και, συνεπώς, β) στην καπιταλιστική στροφή προς τη σημειολογική αξία τους (και όχι τόσο τη διάσπασή τους σε ανταλλακτική αξία και αξία χρήσης). Η πληθώρα ψηφιακών εφέ και απίθανων καταστάσεων εξελίσσεται σε μια λιτανεία προσομοίωσης η οποία, ομολογουμένως, ισορροπεί σε κάποιες περιπτώσεις μεταξύ ύβρεως και παρωδικής κριτικής (πιο χαρακτηριστική ίσως είναι η διαφήμιση εταιρείας κινητής τηλεφωνίας που παγώνει ένα καρέ ομιλίας του Τσαουσέσκου μπροστά σε ένα «κομμουνιστικά» ρυθμισμένο σιωπηλό κοινό μοντάροντάς το ως διπλοτυπία με κάποιον σύγχρονο πολίτη ανάμεσα στα μέλη του κόμματος του οποίου το κινητό χτυπάει, αφήνοντας εμβρόντητο τον διαβόητο δικτάτορα, ενώ ο νεαρός υπάλληλος, σα να μη τρέχει τίποτα, εξέρχεται από την αίθουσα).
Έτσι η ρήση των Μαρξ και Ένγκελς στο «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» ότι ‘καθετί το κλειστό και στάσιμο εξατμίζεται’ και ‘καθετί ιερό βεβηλώνεται’ σε μια αέναη επέκταση της αστικής συνείδησης και της αλληλένδετης με αυτή επαναστατικοποίηση των σχέσεων παραγωγής αποτυπώνεται στη διαλυτική της ορμή στο χείμαρρο των διαφημίσεων της ταινίας, διαφημίσεις που ομολογούν το ψεύδος τους μέσα από την πληθωριστική τους σημειολογία. Δεν είναι μόνο η εικονική ικανοποίηση που προσφέρεται ‘καπελώνοντας’ την υποτιθέμενη χρησιμότητα των εν λόγω προϊόντων και υπηρεσιών στη χοάνη της διαφημιστικής αναπαράστασης αλλά, όπως επιχειρηματολογεί και ο Ζαν Μποντριγιάρ (κατ’ εξοχήν φιλόσοφος και κοινωνιολόγος της εικονικής πραγματικότητας), εκδηλώνεται η ίδια η συστημικά εξουσιοδοτημένη μέθεξη μεταξύ της «διαφορετικότητας» που ευαγγελίζεται το κάθε εμπόρευμα και υπηρεσία και της τυποποίησης μέσω της οποίας εκτινάσσεται η διαφήμιση ως δυνητική ικανοποίηση της «διαφορετικότητας». Η φρενίτιδα της ευχαρίστησης που προσφέρει η εικόνα τίθεται ως αντιστρόφως ανάλογη με αυτή της καταπίεσης της επιθυμίας των δρώντων που μαγνητίζονται (ακόμα και αν θεωρούν τη διαφήμιση υπερβολική και κίβδηλη) από την νέα μυθολογία που εισέρχεται στην καθημερινή συνείδηση: με εκπληκτική σημειολογική ταχύτητα η «αγωνία» της στέρησης μετατρέπεται σε «ικανοποίηση». Επιστρέφοντας έτσι στην πρώτη ενότητα της ταινίας για τον Ρουμανικό λαό, η συστημική του αναπαράσταση (ως παρακολούθημα του εκάστοτε εμπορεύματος) που σφραγίζει άλλωστε κάθε αντίστοιχη καπηλεία οποιουδήποτε λαού (στην Ελλάδα ευδοκιμούν ακόμα αντίστοιχα, αν και πιο εκλεπτυσμένα, σημειολογικά κυκλώματα «ελληνικότητας» σε διαφημίσεις) δεν έχει κανένα ειδοποιό στοιχείο διαφοράς, παρά μόνο την ιδιότητά του να μεταμφιέζεται σε προσομοίωση της «διαφοράς». Γι’ αυτό το λόγο ίσως, η ενδεχομένως υπερβολική σε διάρκεια έφοδος των διαφημιστικών σποτ στην ταινία των Ζούντε και Φλατζ να στοχεύει στην ίδια την αποδόμησή τους ως αυτοαποκαλούμενων φορέων «αξίας» πλην όμως της ανταλλακτικής την οποία μασκαρεύουν (σε οικογενειακή θαλπωρή, ερωτική επιθυμία και επιτυχία, ασφάλεια, δημοκρατία, θρησκευτικότητα) όταν δεν ομολογούν, κυνικά (όπως στην ενότητα «Το χρήμα μιλά»), τη δική τους απαξία.  

Eight Postcards from Utopia (Christian Ferencz-Flatz & Radu Jude, Ρουμανία, 2024)

Locarno 2024