Το 2011 το εργοστάσιο οικοδομικών υλικών της ΒΙΟ.ΜΕ. στη Θεσσαλονίκη κλείνει, αφήνοντας πίσω του πάνω από 70 εργαζόμενους άνεργους. Αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα της ανεργίας κάποιοι από τους εργαζόμενους αποφασίζουν, το Φεβρουάριο του 2013, να κάνουν κάτι επαναστατικό: να το καταλάβουν και να το λειτουργήσουν μόνοι τους, βασιζόμενοι στις αρχές της αυτοδιαχείρισης και της άμεσης δημοκρατίας. Ο Απόστολος Καρακάσης παρακολουθεί επί 2,5 χρόνια με την κάμερά του την περιπέτεια αυτή των εργατών ξεκινώντας την καταγραφή της ιστορίας δυο μέρες πριν από την κατάληψη.
Πέρα από ντοκιμαντέρ καταγραφής μιας πρωτοποριακής για την Ελλάδα περίπτωσης αυτοδιαχείρισης εργοστασίου , η ταινία εξελίσσεται και η ίδια σε ένα άκρως ενδιαφέρον εγχείρημα. Κρατώντας τον ημερολογιακό χαρακτήρα ενός χρονικού παρακολουθεί από κοντά την μικρή ομάδα των εργατών που αποφασίζουν να μείνουν ενωμένοι, διεκδικώντας το δικαίωμα στην εργασία κάτω από ένα ιδιότυπο καθεστώς παρανομίας. Οι πρώτες δυσκολίες επαναλειτουργίας του ερειπωμένου εργοστασίου, το πέρασμα από τα οικοδομικά υλικά στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων καθαρισμού (!), οι δυσκολίες τους στην προώθηση του νέου προϊόντος, οι ζυμώσεις και οι διαφωνίες στις γενικές συνελεύσεις, οι απογοητεύσεις αλλά και ένας πρωτόγνωρος ενθουσιασμός , όλα αυτά δίνονται με αυθεντικότητα προκαλώντας συχνά και μια διάθεση γέλιου ή θυμηδίας. Παράλληλα το ντοκιμαντέρ εμπλουτίζεται με αναδρομικές αναφορές στο ιστορικό της εταιρείας, ενώ παράλληλα αφήνει τους εργάτες να μιλήσουν και οι ίδιοι μπροστά το φακό, καταθέτοντας τις απόψεις τους και τις προσωπικές τους αγωνίες. Ενδιάμεσα καταγράφονται συναυλίες υποστήριξης, η ίδρυση Επιτροπών Αλληλεγγύης, η κάλυψη από τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, μια ενδιαφέρουσα επίσκεψη και το παράδειγμα της Αργεντινής. Η ευφορία όμως της ουτοπίας δίνει πάντα τη θέση της σε μια πεζή πραγματικότητα, όταν ο φακός επιστρέφει στο εργοστάσιο και στα εντός αυτού τεκταινόμενα.
Πολυπρόσωπη αφήγηση στην οποία από την αρχή ξεχωρίζουν τρεις ήρωες, το ντοκιμαντέρ αντανακλά τέλεια την παθογένεια της σύγχρονης νεοελληνικής κοινωνίας : Ο πρωτεργάτης της επανάστασης που λειτουργεί ως εκπρόσωπος των εργατών και εκφραστής ενός αμήχανου πολιτικοποιημένου λόγου, ένας εργάτης που παραμένει σκεπτικός καθότι συνηθισμένος για χρόνια να πληρώνεται καλά, χάνει ξαφνικά το status και την ταυτότητά του και η ιδιοκτήτρια του εργοστασίου, που θεωρεί παράνομη την κατάληψη, απορεί με την αχαριστία των εργαζομένων και δηλώνει με ήρεμη εμπάθεια ότι έχει ήσυχη τη συνείδησή της. Ανάμεσά τους παρελαύνουν οι εργάτες, για τους οποίους η αυτοδιαχείριση από ριψοκίνδυνο πείραμα με πολλά happening εξελίσσεται σε περιπέτεια επιβίωσης γεμάτη συγκρούσεις. Αλλά και πολιτικά πρόσωπα της τότε αντιπολίτευσης, όπως και ο νυν πρωθυπουργός, που με τις υποσχέσεις τους και την ενθάρρυνση του όλου εγχειρήματος δίνουν μια ειρωνική διάσταση και ένα τόνο φαιδρότητας στα γεγονότα.
Αυτό όμως που ρίχνει πιο βαριά τη σκιά του στα δρώμενα είναι η σταδιακή επικράτηση της καχυποψίας, του φόβου και της ανασφάλειας των ίδιων των μελών της ομάδας. Παρά τις αγωνιστικές αναφορές στη σχέση δούλων- αφεντικών και τις προσφιλείς παραπομπές στον Καζαντζάκη, ό,τι φαίνεται τελικά να επικρατεί είναι η παντελής έλλειψη ταξικής συνείδησης και μια γενικότερη ιδεολογική σύγχυση. Όταν φτάνει η ώρα της τελικής απόφασης για την ίδρυση μιας κοινωνικής συνεταιριστικής επιχείρησης, η εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας αποδεικνύεται δύσκολη και η συλλογική συνείδηση έχει κάνει φτερά. Η πραγματικότητα επισκιάζει για πολλούς την αυταπάτη και η ουτοπία δε θα αποτελεί παρά τον επόμενο μελλοντικό σταθμό.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]
Σχετικά με την ταινία
Στο ντοκιμαντέρ Επόμενος σταθμός: Ουτοπία, ο Απόστολος Καρακάσης καταγράφει την περιπέτεια της αυτοδιαχείρισης του εργοστασίου της ΒΙΟ.ΜΕ. στη Θεσσαλονίκη. Ο σκηνοθέτης εξήγησε σχετικά: «Αρχίσαμε να καταγράφουμε την ιστορία μία – δύο μέρες πριν από την κατάληψη και συνεχίσαμε να την παρακολουθούμε στενά για ενάμιση χρόνο και σποραδικά για άλλο ένα. Επί 2,5 χρόνια μείναμε μαζί με τους εργάτες και κάναμε τα γυρίσματα». Το μοντέλο της αυτοδιαχείρισης είναι ελάχιστα διαδεδομένο στην Ελλάδα. «Στην Αργεντινή υπάρχουν 350 τέτοιες επιχειρήσεις, όπου απασχολούνται 16.000 άνθρωποι. Στην Ελλάδα υπάρχει μόλις ενάμιση εργοστάσιο. Σήμερα το πρωί μάλιστα έμαθα ότι τους έκοψαν το ρεύμα», είπε ο κ. Καρακάσης και πρόσθεσε: «Δεν με ενδιέφερε να κάνω μία ενημερωτική ταινία, να δώσω έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών. Η ταινία εστιάζει στις μεταβολές της συνείδησης των ανθρώπων αυτών, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι γύρω στα 50 και ξαφνικά βρίσκονται μετέωροι. Από ανάγκη οδηγούνται στην ουτοπία, όχι από ρομαντισμό. Δεν έχουν καμία ελπίδα και το μόνο που τους φαίνεται λογικό είναι να ονειρευτούν έναν κόσμο χωρίς κεντρική εξουσία, βασισμένο στην αλληλεγγύη».
Στην ταινία αποτυπώνεται αντιστικτικά και η αντίθετη πλευρά, αυτή της πρώην εργοδοσίας. «Στον μικρόκοσμο των ανθρώπων της ΒΙΟ.ΜΕ. συνυπάρχουν διαφορετικές ιδέες, νοοτροπίες και αντοχές, στοιχεία που βλέπουμε στην πορεία. Οι άνθρωποι αυτοί αντικατοπτρίζουν την κοινωνία ευρύτερα και στο δείγμα αυτό του κοινωνικού μωσαϊκού ήθελα και κάποιον από την αστική τάξη, γι’ αυτό εμπλέκεται στην ταινία και η πρώην διευθύντρια του εργοστασίου», εξήγησε ο σκηνοθέτης. Σχετικά με τις προσδοκίες των εργαζόμενων στη ΒΙΟ.ΜΕ. από την ταινία, ο κ. Καρακάσης επισήμανε: «Σίγουρα υπάρχει ένα δούναι και λαβείν. Όταν ζητάς την εμπιστοσύνη κάποιων ανθρώπων, οφείλεις να είσαι καθαρός και ειλικρινής. Από την αρχή τους είπα την άποψή μου ότι αυτό που κάνουν είναι ένας μαραθώνιος και κάποια στιγμή θα χτυπήσουν τοίχο. Σήμερα που τους έκοψαν το ρεύμα, κάποιοι θα ήθελαν ίσως να πω δημοσίως ‘’συνδέστε το ρεύμα’’, ενώ κάποιοι άλλοι που αποχώρησαν θα ήθελαν να πω ‘’κλείστε το εργοστάσιο’’. Δεν μπορώ να ανταποκριθώ στις προσδοκίες των συμμετεχόντων, το θέμα είναι να είμαι ειλικρινής απέναντί τους και να μην το μετανιώσουν που στάθηκαν μπροστά στην κάμερα».
(δελτίο τύπου 18ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 2016)
Το σημείωμα του σκηνοθέτη
«Όταν ξεκινήσαμε τα γυρίσματα αυτής της προσπάθειας των εργατών να αναλάβουν τη λειτουργία του εγκαταλελειμμένου εργοστασίου τους, σχεδόν τρία χρόνια πριν, κανείς, ούτε εμείς, ούτε εκείνοι γνώριζαν την ξεχωριστή εμπειρία που θα ξετυλιγόταν μπροστά μας. Αυτό που καταλήξαμε να καταγράφουμε ήταν μια έντονη περιπέτεια που προκάλεσε ανάμεικτα συναισθήματα αβεβαιότητας και έντασης μαζί με ενθουσιασμό και ελπίδα, προσφέροντας μας μια δυνατή, πολυεπίπεδη ιστορία.
Η ίδια η περίπτωση είναι ακραία. Εργάτες με καμία εμπειρία έξω από τη γραμμή παραγωγής, οδηγημένοι από την απελπισία, αποφασίζουν να ξεκινήσουν μια μικρή επανάσταση, για να έχουν την ευκαιρία να κερδίσουν πίσω τις ζωές τους. Θέλουν να εγκαθιδρύσουν ένα ουτοπικό νησί σε ένα καπιταλιστικό περιβάλλον και φυσικά έρχονται αντιμέτωποι με πολλά εμπόδια και σοβαρές διενέξεις σε κάθε στάδιο.
Πάνε ενάντια στο νόμο, τις δικαστικές αρχές και τους πρώην ιδιοκτήτες του εργοστασίου, ενώ παλεύουν για να κερδίσουν κάποιου είδους νομική υπόσταση. Υπάρχουν διαφωνίες και μέσα στην ομάδα. Η εφαρμογή της άμεσης δημοκρατίας ανάμεσα σε ανθρώπους με διαφορετικές συμπεριφορές, πιστεύω και ιδέες μπορεί να αποδειχθεί πολύ δύσκολη. Αυτό που αποδεικνύεται ότι είναι το δυσκολότερο, είναι οι εσωτερικές διαμάχες που ζει ο καθένας, καθώς οι εποχές αναγκάζουν τον καθένα σε μια βαθιά προσωπική μεταμόρφωση. Αυτοί οι άνθρωποι στα πενήντα τους αναγκάζονται να φτιάξουν μια νέα ταυτότητα που να τους επιτρέπει να επιβιώσουν με αξιοπρέπεια και να αντέξουν την ταλαιπωρία μιας εξωπραγματικής κατάστασης. Οι τεράστιες αλλαγές στις οποίες πρέπει να προσαρμόζονται φαίνονται συχνά κωμικές και τραγικές την ίδια στιγμή.
Σαν σκηνοθέτης ένιωσα την ανάγκη να παρουσιάσω, όσο πιο βαθιά και με σεβασμό, χαρακτήρες με αντικρουόμενες απόψεις. Με έναν τρόπο όλοι αντιπροσωπεύουν κομμάτια ενός συνολικού κοινωνικού μωσαϊκού που δεν είναι μόνο ενδεικτικό της ελληνικής περίπτωσης αλλά αντανακλά τις περισσότερες Ευρωπαϊκές κοινωνίες σήμερα. Τελικά αυτή είναι μια γλυκόπικρη ιστορία αληθινών ανθρώπων των οποίων οι ζωές συναντιούνται με την Ιστορία. Είμαι ευγνώμων σε όλους τους που μου έκαναν την τιμή να με εμπιστευτούν και να με αφήσουν να πω την ιστορία τους σαν μια περιπέτεια των καιρών μας».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)