της Σοφίας Εξάρχου
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Διαδραματιζόμενη στις πίσω όψεις μιας λαμπερής βιομηχανίας, αυτής του τουρισμού, η ταινία Animal της Σοφίας Εξάρχου (Park) εστιάζει σε όσους βρίσκονται στο φωτεινό της προσκήνιο, αλλά διαβιούν στα ημιφωτισμένα παρασκήνια της: σε μία ομάδα ανιματέρ που δουλεύουν σ’ ένα all-inclusive ξενοδοχείο τουριστικού νησιού.
Η αφήγηση εκκινεί με τις προετοιμασίες για το άνοιγμα της τουριστικής σεζόν και την άφιξη μιας ομάδας νεαρών ανιματέρ που συμπληρώνουν το βασικό πυρήνα που δουλεύει ήδη στο ξενοδοχείο. Στην ομάδα των ανιματέρ, κεντρικό πρόσωπο είναι μια «παλιά», η Κάλια. Νεαρές κοπέλες και αγόρια, οι περισσότεροι μετανάστες ή οι γόνοι μεταναστών, στον αγώνα για την επιβίωση, είναι ό,τι πλαισιώνει την κεντρική ηρωίδα. Από την ομάδα των νεαρών ανιματέρ η σκηνοθέτις ξεχωρίζει την Εύα (στο ρόλο η πρωτοεμφανιζόμενη Φλομαρία Παπαδάκη), μία νεαρή κοπέλα με καταγωγή από την Πολωνία: μια προβολή πίσω στο χρόνο της Κάλιας νεαρής, όταν ξεκινούσε να εργάζεται στη «βιομηχανία του θεάματος».
Η σκηνοθεσία εστιάζει ελάχιστα στις δυναμικές της ομάδας, και περισσότερο στέκεται στις τελετουργίες του θεάματος, τις προετοιμασίες, στο ίδιο το θέαμα. Εστιάζει τόσο στις ώρες της σκληρής εργασίας όσο και στις στιγμές της σχόλης, εκεί που αναπτύσσονται οι προσωπικές σχέσεις στην ομάδα.
Είναι ο κόσμος του θεάματος, των σαλτιμπάγκων του τσίρκου, ένας κόσμος οικείος από το σινεμά του Φελίνι , ό,τι αντικρίζουμε. Δεν είναι ένα θέαμα υψηλού επιπέδου, είναι το θέαμα που συναντάμε στις παραστάσεις και τα σόου της τουριστικής βιομηχανίας των all-inclusive ξενοδοχείων.
Ωστόσο, η σκηνοθεσία καταλήγει να εστιάσει στο πρόσωπο της Κάλιας. Η εστίαση αυτή γίνεται σταδιακά, ενώ κάποιες φορές μοιάζει να χάνει την κατεύθυνση της –όπως συμβαίνει με την ανάπτυξη του χαρακτήρα της Εύα, που δείχνει χωρίς δραματουργικό νόημα, να αποσπά την προσοχή του θεατή.
Δεν υπάρχει ένα στοιχείο αθωότητας στον κεντρικό χαρακτήρα της Κάλιας. Είναι ένα πρόσωπο διαβρωμένο από το θέαμα και την ηθική της τουριστικής βιομηχανίας, η οποία από τη σκηνοθέτιδα αποδίδεται ως μια «ηθική» του ψέματος. Στο μεταίχμιο αλλαγών, σημαδεμένη από μία μελαγχολία της ύπαρξης που σιγά- σιγά έρχεται στην επιφάνεια, η Κάλια μοιάζει να αρνείται πια την ελαφρότητα των καταστάσεων. Μια εσωτερική δυσαρέσκεια όλο και διογκώνεται, ώσπου τα χρώματα της μελαγχολίας κυριεύουν την ηρωίδα: Είναι η μελαγχολία ενός καλλιτέχνη; Μια πληγή της ψυχής που δεν μπορεί να κλείσει και κακοφορμίζει; Ένα κενό της ύπαρξης που μένει ακάλυπτο; Ή η τελική συνειδητοποίηση ό,τι η ζωή δεν θα είναι ποτένα πάρτι;
Υπομνήσεις όλων των προηγουμένων δημιουργεί η εξαιρετική υποκριτική της Δήμητρα Βλαγκοπούλου, μια υποκριτική σωματική που στην κορύφωση του δράματος αποδίδει με ακρίβεια και ευαισθησία την απελπισία της ύπαρξης…