του Νίκου Παναγιωτόπουλου
Το ανακαινισμένο διαμέρισμα της Μαργαρίτας προμηνύει μια νέα αρχή. Ο πατέρας της είναι νεκρός, μαζί του και η εικόνα της άγνωστης σε εκείνην μητέρα της. Το παρελθόν, δίνει τη θέση του σε ένα λευκό, κομψό παρόν, όπως η ίδια φαντάζεται πως πρέπει να είναι η ζωή. Κι όμως θα αναζητήσει στη Βόρεια Ελλάδα τον απρόσιτο πρώην εραστή της, για να κλείσει ένα λογαριασμό που θεωρεί ότι υπάρχει ακόμα ανοιχτός ανάμεσά τους.
Η ταινία αφηγείται την ιστορία μιας αεροσυνοδού, της Μαργαρίτας που βλέπει τις μέρες της να περνούν ανάμεσα στα επαγγελματικά της ταξίδια και στην στασιμότητα της προσωπικής της ζωής, εξαιτίας του κατάκοιτου πατέρα της. Μετά το θάνατο του τελευταίου, όμως, η Μαργαρίτα θα ξεκινήσει ένα ταξίδι στη Βόρεια Ελλάδα, προκειμένου να αναζητήσει έναν ερωτικό σύντροφο του παρελθόντος.
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαρίας Πάουελ.
O Νίκος Παναγιωτόπουλος δηλώνει σχετικά με την ταινία: «Είναι η πρώτη φορά που δοκίμασα να γυρίσω με ψηφιακή μηχανή κι αυτό ήταν για μένα πείραμα από κάθε άποψη. Το ψηφιακό είναι σαν να περνάς ξαφνικά από τη χημεία στα μαθηματικά. Από τα απροσδόκητα και ανεξέλεγκτα αποτελέσματα μιας χημικής ένωσης στην τάξη και την ακρίβεια των αριθμών.
Προσπάθησα να ξεπεράσω την αμηχανία μου μπροστά στη νέα τεχνολογία –μια μικρή μηχανούλα πάνω σ’ ένα τεράστιο τρίποδο– βάζοντας στοίχημα με τον εαυτό μου να της συμπεριφερθώ σαν να ήταν μια πολύ βαριά μηχανή λήψεως, μια Mitchel ας πούμε. Επίσης αποφάσισα να κάνω μόνο όσες λήψεις φαίνονταν απαραίτητες και να μην εκμεταλλευτώ καθόλου τη δυνατότητα που μου προσέφερε το νέο μέσο σε απεριόριστες εκδοχές. Τελικά εκείνο που αποκόμισα από τη νέα μου εμπειρία είναι ότι τις ταινίες δεν τις κάνουν τα μηχανήματα, αλλά οι άνθρωποι.
Επειδή άντλησα το σενάριο από ένα μυθιστόρημα που είχε τη δομή ενός ψυχολογικού θρίλερ δεν ήξερα τι να κάνω με την ιστορία, εγώ που δεν αγαπώ τις ιστορίες. Έλυσα αυτόν το διχασμό υπονομεύοντας την πιο βασική σκηνή της ταινίας, τη σκηνή που ο πρωταγωνιστής βρίσκεται δολοφονημένος, αδειάζοντας γύρω του μεγάλες ποσότητες κέτσαπ. Όταν βγαίναμε από την πρώτη ιδιωτική προβολή, ο Φωτόπουλος, που έκανε τα σκηνικά της ταινίας, μου επεσήμανε ενοχλημένος ότι στη συγκεκριμένη σκηνή το αίμα φαινόταν ψεύτικο, σαν κέτσαπ. Του απάντησα ότι το έκανα επίτηδες, αλλά δε νομίζω ότι με πίστεψε.»
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)