του William Vega
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
lasirga.jpg

Έγραψα και σκηνοθέτησα αυτή την ιστορία εξαιτίας της ανάγκης μου να επιστρέψω στις ρίζες μου και ουσιαστικά εκεί όπου ανήκω. Η πρώτη “αποστολή” μου ως σκηνοθέτης, όντας δημιουργικός και ανήσυχος, ήταν να μπορέσω να καταλάβω ποιες ιστορίες μου ταιριάζουν, με γοητεύουν και έχουν την ικανότητα να με “αναγκάσουν” να τις ακολουθήσω. Γι’ αυτό, με μεγάλη μου χαρά, θυμήθηκα τους μύθους και τους θρύλους που λέγονται στα χωριά της πατρίδας μου, τους θεούς, τους ημίθεους, τους ήρωες και τους μάρτυρες που εμφανίζονται στις περιοχές γύρω από τις μεγάλες λίμνες των Άνδεων. Αυτά τα μέρη έχουν καταφέρει να διατηρήσουν τις προφορικές παραδόσεις και τις ιστορίες αυτές, ενώ δεν ξεχνούν αυτούς που τις έχουν ανακαλύψει. Αυτή η γοητεία που υπάρχει στις περιοχές γύρω από τις λίμνες στη Λατινική Αμερική ήταν η αφετηρία ώστε να ξεκινήσω και εγώ τη δική μου ιστορία.
Γράφοντας το “La Sirga” αυτόματα σκέφτηκα ότι καλό θα είναι επίσης να αναδείξω μια περιοχή που είναι άγνωστη τόσο στην Κολομβία όσο και σε ολόκληρο τον κόσμο. Αυτή η απόφαση μου προκάλεσε πρωτοφανή κατάπληξη στους ντόπιους κατοίκους της περιοχής μια και είδαν τον τόπο τους να πηγαίνει παραπέρα από τους ίδιους. Αγρότες με ινδιάνικη καταγωγή παραμένουν σήμερα ιδεολογικά ανθεκτικοί αναφορικά με τις θέσεις και τις παραδόσεις τους, για μια καθαρή και διάφανη σχέση με τη γη και τα αδέλφια τους, που διατηρείται διαχρονικά. Οικογένειες και γείτονες φτιάχνουν με αξιοθαύμαστο τρόπο τις ζωές τους στη μέση μια χώρας που μαστίζεται από τις ένοπλες συγκρούσεις, την ανισότητα, τη βία, την πείνα και τον πόλεμο. Πρόκειται για μια κοινότητα που έχει την πρόθεση να μετασχηματίσει τη σκέψη και τις σχέσεις της ώστε να υπάρξει ειρήνη στην περιοχή, σε αντίθεση με άλλα αδέλφια τους που ως ανιστόρητοι και απληροφόρητοι γεμίζουν τη γη με αίμα και πόνο.
Άνθρωποι κουρασμένοι από το πεπρωμένο τους γεμάτο απελπισία, βλέπουν μπροστά τους καθημερινά την περιβαλλοντική καταστροφή από τον έκρηξη του άνθρακα και την ασύδοτη αλιεία. Άνδρες και γυναίκες που κατανοούν ότι η γη δεν είναι κληρονομιά τους αλλά κυρίως ένα δάνειο από τα παιδιά τους, αναλαμβάνουν την ευθύνη καθημερινά, σε κάθε τους ενέργεια, ώστε να την αγαπήσουν και να διδάξουν στα παιδιά τους το ίδιο, μια πράξη που μόνο καλό κάνει σε εκείνους, τα παιδιά τους, τα φυτά, τα ζώα και τη λίμνη κοντά στην οποία ζουν.
Είναι όλη αυτή η ατμόσφαιρα που με ενέπνευσε ώστε να γράψω την ιστορία της Αλίσια, ενός ξένου κοριτσιού που γίνεται το επίκεντρο για τους άνδρες και τις γυναίκες της περιοχής, και που αναλαμβάνει την ευθύνη να ξεπεράσει και να παλέψει με αυτή την καταστροφή.
Μια ιστορία που παίρνει αποστάσεις από τον πόλεμο και τα θύματα του, προσπαθώντας να δείξει τη ζωή ενός ανθρώπου παρά τις ατέλειες και τις αδυναμίες του. Μια ιστορία που “επιδιορθώνει” τα κενά της ίδιας της ζωής, αφήνοντας το σημάδι της σε ένα ημιτελές hostel –και η ζωή της Αλίσια παρά τη δουλειά, το χρόνο και τον κόπο παραμένει ημιτελής. Έτσι όμως είμαστε όλοι μας, ελλιπείς όπως η Αλίσια, η οποία φαίνεται καταδικασμένη να μην βρει ποτέ τον εαυτό της. Παρόλο που συνέχεια περιμένει να επιλυθεί το ζήτημα της, συνέχεια προκύπτει και κάτι άλλο και κάτι ακόμη. Αυτή είναι μια ιστορία που γράφτηκε για την ανικανότητα μας να αλλάξουμε τον χαρακτήρα μας, τις πράξεις μας και τη μοίρα μας. Γράφτηκε από την ανικανότητα μας να μπορούμε να κρίνουμε ένα τέτοιο μπερδεμένο άτομο, δεδομένου ότι η Αλίσια θα μπορούσε να είναι η μητέρα μου και η αδερφή μου. Ίσως και η αδερφή μου και η γυναίκα μου. Καταφέρνει όμως να επιζεί πάντα από τα λάθη της και την κακία των αντρών. Όμορφη και περίεργη. Γενναιόδωρη και καταστρεπτική.
Προσπάθησα να γράψω με τις εικόνες και τους ήχους του μέρους που κινηματογράφησα ώστε να υπάρχει μια συνέπεια. Τα σταθερά και περιγραφικά πλάνα συμβάλλουν ώστε να δημιουργηθεί η αίσθηση της ησυχίας αλλά και να ενισχύσουν την έννοια μιας κλειστοφοβικής μοναξιάς. Το “La Sirga” μπορεί να ιδωθεί μέσα από τα πλάνα και τις εικόνες της πρωταγωνίστριας πάντα σε συνάρτηση με το περιβάλλον γύρω της, μια και οι ορεινές περιοχές και κυρίως η λίμνη έχουν άμεση σχέση με την ιστορία μας. Αυτή η σχέση καθορίζεται ακόμη και από τον χρόνο, ο οποίος μέσα από τα πλάνα αποτυπώνει μια ένωση ανάμεσα στη μυθιστοριογραφία και την πραγματικότητα, που καταλήγει σε μια ειλικρινή ταινία με αληθινά ποιητικές στιγμές.
Το “La Sirga” δεν είναι μια νεορεαλιστική ταινία αλλά ένας συμβολισμός και μια μεταφορά που το κάνουν να απέχει από την πραγματικότητα. Από την άλλη μεριά όμως υπάρχουν στιγμές όπου η κάμερα περιμένει και παρατηρεί τους χαρακτήρες και αυτά που τους καθορίζουν. Σε άλλες στιγμές η κάμερα ενσωματώνει ρεαλιστικότερα αυτό το ταξίδι μεταξύ των σκηνών, που συνήθως είναι ονειρικό.
Με δραματουργικούς όρους, οι εικόνες μου προσπαθούν να εξηγήσουν το ανεξήγητο και το τι αυτό περιλαμβάνει. Ενδιαφέρομαι να παρουσιάζω ιδιαίτερους χαρακτήρες, που ο καθένας του κάτι κρύβει. Θέλω να εξηγήσω την ανθρώπινη ύπαρξη ως ηθοποιός και όχι απλά ως παρατηρητής των πράξεων της και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον. Κατά συνέπεια, ο έλεγχος που θέλω να έχω σε κάθε σκηνή μου δίνει και τη δυνατότητα να την κόψω. Αφήνοντας την ταινία στην άκρη, μου δίνεται επίσης η δυνατότητα να εξηγήσω την ιστορία μου πιο δυναμικά. Και δεν πρόκειται για το πώς θα λέω στους ηθοποιούς μου να χαμογελάνε ή να είναι λυπημένοι, αλλά είναι κάτι πιο σημαντικό και μη πραγματικό. Στη διάρκεια των γυρισμάτων, ήθελα οι ηθοποιοί μου να ξεχνούν ότι τους καταγράφει η κάμερα. Τότε είναι που οι εκφράσεις τους βγαίνουν καλύτερα, η αλήθεια είναι πιο αυθεντική, δεν ελέγχεται και βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα.
Προκειμένου να ολοκληρωθεί η αφηγηματικότητα του “La Sirga” έπρεπε να ενσωματωθούν και να αφομοιωθούν όλοι οι ήχοι που καταγράφηκαν. Το “La Sirga” είναι μια μυθιστοριογραφία όπου το βίαιο περιεχόμενο του εμφανίζεται εκτός πλαισίου και όχι με τρόπο άμεσο. Ο πόλεμος φτάνει σε εμάς μέσω των ήχων, σαν ένας βρυχηθμός και μια ηχώ που έρχονται από την άλλη μεριά των ορεινών περιοχών στα αυτιά των χαρακτήρων της ιστορίας απειλώντας τους. Πρόκειται για μια ταινία ήχων, όπου οι διάλογοι, το περιβάλλον, ο θόρυβος και η ησυχία έχουν μια ανεξαρτησία σε σχέση με την εικόνα. Δεν υπάρχει πιθανότητα καμία να καταλάβεις έναν τόπο και τους κατοίκους του χωρίς να είναι παρών ο ήχος τους. Γι’ αυτό το λόγο η μουσική είναι πάντα υποστηρικτική.
Εν ολίγοις, αυτή είναι η θέση της ταινίας και της παραγωγής: προσπάθησαν να φτιάξουν ένα τραγικό ποίημα για την ανθρωπότητα γύρω από την Αλίσια, η οποία ταξιδεύει από την ομορφιά του μέρους που ζει στην ανθρώπινη φρίκη του πολέμου.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)