του Ryusuke Hamaguchi
(σχόλιο της Μαρίας Γαβαλά)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_drive-my-car-2.jpg

Drive my car”, 2021, του  Ryusuke Hamaguchi. Η κίνηση, ο γλωσσικός κώδικας, η απολύτρωση και το αγεφύρωτο κενό. Την ταινία του Χαμαγκούτσι την είδα, πολύ προσεκτικά, δύο φορές. Διαβάζοντας τα πολύ θαυμαστικά, έως διθυραμβικά, σχόλια που έχουν γραφτεί, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με πολλά από αυτά, αλλά και να διαφωνήσω με κάποια άλλα. Πράγματι, ο Χαμαγκούτσι είναι πολύ χαρισματικός κινηματογραφικός καλλιτέχνης. Χρησιμοποιώ την ιδιότητα «καλλιτέχνης» και όχι το «σκηνοθέτης-δημιουργός», θέλοντας να τονίσω ιδιαιτέρως το εγκώμιό μου προς τις καλλιτεχνικές ικανότητές του, οι οποίες είναι αδιαπραγμάτευτες. Με λίγα λόγια, il filme trѐs bien: κινηματογραφεί πολύ καλά, όπως έλεγε ένας Γάλλος κινηματογραφικός δάσκαλός μας. Κατά την άποψή μου, από τις ομορφότερες στιγμές μες στην ταινία του είναι εκείνες της audition για τον «Θείο Βάνια», με όλη αυτή την ενορχηστρωμένη πολυγλωσσία των συμμετεχόντων, σε μια συνάντηση-πράξη επικοινωνίας, αναγνώρισης, κατανόησης και τελικής επιλογής των ερμηνευτών. Η παρουσία και ο τρόπος έκφρασης της άλαλης ηθοποιού είναι ιδιαιτέρως ξεχωριστός, μιας και μέσα από αέρινες, χορευτικές, μελωδικές, κινήσεις, ερμηνεύει με τόλμη, πολύ αισθαντικά και συγκινητικά, κυρίως εύγλωττα, το τσεχωφικό κείμενο. Η ταινία του Χαμαγκούτσι είναι, πράγματι, διάστικτη από στιγμές που, και εκπλήσσουν τον θεατή, και τον συγκινούν. Επιλέγω τη συγκεκριμένη ερμηνεία-επικοινωνία, μέσω της νοηματικής γλώσσας, τόσο διότι είναι άψογη αισθητικά, όσο και διότι, σημασιολογικά, μου δηλώνει κάτι πολύ ξεχωριστό. Όχι μόνο πόσο αχανής και πολύ ισχυρή είναι η επικράτεια των σημείων (βλ.Ρολάν Μπαρτ), αλλά και πόσο πολύτιμες αρετές, για την ερμηνεία και την έκφραση, αποτελούν η έλλειψη, η αφαίρεση, ο υπαινιγμός, το άρρητο και το ανερμήνευτο. Το ιδιάζον, έστω και μέσα από μια θεμελιώδη αναπηρία. Θα αναφερθώ στα γρήγορα σε δύο ουρανοκατέβατα επεισόδια, καθοριστικά για την εξέλιξη της δράσης μες στην ταινία του Χαμαγκούτσι (μπορούμε να τα ονομάσουμε και «από μηχανής θεό»). Τον εντελώς αιφνιδιαστικό θάνατο, από εγκεφαλική αιμορραγία (πολύ ταχυδακτυλουργική αιτιολογία), μιας υγιέστατης και νεότατης γυναίκας, και την εγκληματική πράξη του ηθοποιού, ο οποίος προετοιμάζεται, πυρετωδώς, να ερμηνεύσει επί σκηνής τον θείο Βάνια – και την συνακόλουθη σύλληψή του από την αστυνομία. Από πού ακριβώς, άραγε, μας πέφτουν στο κεφάλι, τα δύο αυτά επεισόδια, τα οποία αποτελούν εκκωφαντικές εκπλήξεις, συνοδευόμενες κι από εξίσου ηχηρές σεναριακές απορίες; Τι μου λέει, το σενάριο, καθώς το αντιλαμβάνομαι εγώ: σας έχω έτοιμα δύο «θαύματα»: μια ακύρωση αεροπορικής πτήσης, προκειμένου ο ήρωας να βρει την ευκαιρία να πιάσει τη μοιχαλίδα γυναίκα του, επ’ αυτοφώρω, και ένα επεισόδιο παρελθοντικό, μάλλον αμελητέο εντός της αφήγησης, αφού δεν το πολυθυμόμαστε, το οποίο τώρα θα καθορίσει την πορεία της προετοιμασίας μιας παράστασης. Ο Καφούκου, ο σκηνοθέτης της παράστασης, θα γίνει, αναγκαστικά, και ο ερμηνευτής του ρόλου του θείου Βάνια, κάτι που υπέφωσκε ως ενδεχόμενο από την αρχή, μες στην αφήγηση. Από κει και πέρα, παρακολούθησα μια ταινία, όπου το σενάριο και η σκηνοθεσία, αναλαμβάνουν να μου εξηγήσουν τα πάντα, με το νι και με το σίγμα. Και όχι μόνο να μου εξηγήσουν, αλλά και να με πιέσουν, έστω με ευγενικό τρόπο, να συμφωνήσω, πως ναι: οι ήρωες της ταινίας οφείλουν μεν να πονέσουν για όλα όσα τους έχουν συμβεί, αλλά και να δεχτούν τη μαγική επούλωση των πληγών τους, κι ακόμα υψηλότερα, τη συμφιλίωση με το τραγικό. Και όταν αυτό αποτελεί μια δύσκολη ανθρώπινη συνθήκη, ένα αξεπέραστο προσωπικό τραύμα, ναι τότε έχουμε την επιλογή να επικαλεστούμε τον Τσέχωφ, μέσω της υπαρξιακής περιπέτειας του θείου Βάνια. Τι ισχυρίζομαι, συμπερασματικά; Ότι αυτή η πράγματι πολύ εντυπωσιακά και μαεστρικά κατασκευασμένη ταινία, δεν μου αναγνωρίζει πολλά περιθώρια, ως θεατή, να αποφασίσω, ανεπηρέαστος, από το δικό μου μετερίζι. Κι αν εγώ είμαι για παράδειγμα πεπεισμένη, βαθιά μέσα μου, ότι ο ήρωας, ο Καφούκου, έχει όλα τα δίκια του κόσμου να μην θέλει να συγχωρήσει, ποτέ ποτέ, την άπιστη αγαπημένη του, που δεν χάνει ούτε ψιχουλάκια χρόνου προκειμένου να τον απατήσει, όσο το δυνατόν γρηγορότερα, ενώ εκείνος καλά καλά δεν έχει ξεμυτίσει από τη συζυγική εστία; Κι αν θέλω να πιστεύω, πως άλλο τόσο είναι απόλυτα δικαιολογημένο, και αναγκαίο, να φέρει βαρέως το τραύμα της προδοσίας, μέχρι να του βγει η ψυχή; Ο έρωτας είναι ερεβώδης υπόθεση, καμιά κινηματογραφική ταινία δεν μπορεί να μου δώσει την ακριβή απάντηση στο πώς λύνεται αυτό το μυστήριο; Κι αν θέλω, από τη μεριά μου, να πιστεύω, πως είναι απολύτως φυσικό, η οδηγός του κόκκινου αυτοκινήτου, να βρίσκεται ισοβίως σε διαμάχη με τις ενοχές της, πιστεύοντας ότι αυτή σκότωσε τη μάνα της, μια μάνα που την έδερνε (διάβαζε, κακοποιούσε), και όχι η κατολίσθηση που έκανε ρημαδιό το πατρικό σπίτι; Σε ανάλογες περιπτώσεις, και ο επιφανέστερος ψυχαναλυτής, αν θέλει να τα έχει καλά με τη συνείδησή του, συνιστά σε όλους υπομονή και επιμονή, ο λάκκος είναι πολύ πολύ βαθύς, δεν αρκούν μια επίσκεψη καλής θελήσεως και ένα μπουκέτο λουλούδια, για να εξευμενίσουν τον κρατήρα που υπνώττει. Ο σκηνοθέτης, εν κατακλείδι, μου λέει το εξής, αν δεν απατώμαι. Πρώτον: η τέχνη είναι καταφύγιο, παρηγορεί, προστατεύει και λυτρώνει. Και δεύτερον (εδώ, μάλλον, η εικόνα κρύβει μπόλικη ειρωνεία, δεν μπορώ να το εξηγήσω διαφορετικά): είναι πολύ ανακουφιστικό να ψωνίζουμε, ξαλαφρωμένοι από το άχθος και το άγχος μας,  καλούδια του θεού, από το σούπερ μάρκετ, παρέα με τον αγαπημένο σκύλο μας. Είναι μια φέτα γλυκό, πράγματι. Κι η ευτυχία κρατά, ακριβώς, όσο κρατιέται στην επιφάνεια και το τελευταίο, νόστιμο, απολαυστικό, ψιχουλάκι.

(πρώτη δημοσίευση στο Facebook)