(Simon of the Mountain)
του Federico Luis
(κριτική: Καλλιόπη Πουτούρογλου)
Σε μια ανεμοδαρμένη πλαγιά των Άνδεων ένας νεαρός απαντά με αμφιλεγόμενη αυτοπεποίθηση σε μια σειρά ερωτήσεων, δοκιμασία μύησης σε έναν κόσμο που τον γεμίζει με πρωτόγνωρη χαρά και ελευθερία. Είναι ο Simon, 21 ετών, βοηθός μεταφορών, δεν ξέρει να μαγειρεύει ή να καθαρίζει το μπάνιο αλλά ξέρει πώς να στρώνει το κρεβάτι του. Στη διάρκεια της συνέντευξης το βλέμμα, οι κινήσεις, η ομιλία του φανερώνουν ότι ανήκει σε μια ομάδα εφήβων με ειδικές ανάγκες που ξεκίνησαν μια εκδρομή και τώρα δοκιμάζονται από την ανεμοθύελλα. Λίγο αργότερα τα παιδιά πανικόβλητα θα καταλήξουν στη βάση ενός αγάλματος, ενώ ο Σιμόν ψηλά στην κορυφή, προστάτης και επίδοξος σωτήρας τους, αναγνωρίζεται ήδη ως δικός τους. Ακολουθώντας στη συνέχεια τον μυητή και μέντορά του Pehuen στις δράσεις αυτής της ζωηρής και βαθιά συναισθηματικής νεανικής ομάδας, ο Simon όχι μόνο κτίζει ισχυρούς δεσμούς φιλίας αλλά και δραπετεύει από ένα ασφυκτικό οικογενειακό περιβάλλον που τον καταπιέζει. Η αινιγματική σεκάνς που άνοιγε την ταινία θα επιστρέψει στο τέλος, σε διαφορετικό κλίμα αλλά με το ίδιο τυπικό, ως μέρος πλέον μιας ψυχιατρικής αξιολόγησης. Ύστερα από μια σειρά ριψοκίνδυνων περιπετειών και έντονων οικογενειακών συγκρούσεων ο Σιμόν δείχνει έτοιμος να περάσει στην απέναντι όχθη.
Εμπνευσμένη από προσωπικές εμπειρίες του σκηνοθέτη -υπήρξε ο ίδιος εμψυχωτής σε θεατρική ομάδα εφήβων με αναπηρία-, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Federico Luis, - που ο τίτλος της παραπέμπει στο Simon of the Desert του Louis Bunuel, χωρίς συνέχεια με εξαίρεση μία συμβολική σκηνή - είναι ζωντανό πορτρέτο μιας κοινότητας αλλά και συναρπαστική περιπλάνηση στη διαφορετική πορεία ενός νέου προς την ενηλικίωση. Αμφισβητώντας τις αντιλήψεις για την κοινωνική αποδοχή και θολώνοντας διαρκώς τα νερά, ο Luis επιλέγει την ασάφεια και την απόκρυψη ως βασικά μοτίβα όχι μόνο της προσωπικότητας του κεντρικού χαρακτήρα αλλά και της ανάγνωσής του από τον θεατή. Ακόμα και η προέλευση του ήρωα δίνεται υστερόχρονα , ενώ ό,τι προέχει είναι οι γεμάτες περιέργεια διαδρομές του, οι ενθουσιώδεις εφηβικές συναναστροφές, η περιπετειώδης εντέλει αναζήτηση και οικοδόμηση μιας νέας ταυτότητας. Ο Simon, που θα χρειαστεί να μιμηθεί – με αστείο κάποιες φορές τρόπο- τα χαρακτηριστικά του φίλου του Pehuen προκειμένου να υιοθετήσει τη νέα του persona, μεταμορφώνεται πραγματικά σε “άλλον άνθρωπο” για να βρει την ιδεατή για αυτόν οικογένεια.
Έχοντας τους δύο νεαρούς φίλους στο επίκεντρο, ο Luis εντάσσει με ενσυναίσθηση, ρεαλιστικότητα και εξαιρετικό αφηγηματικό ρυθμό και κάποια από τα παιδιά της ομάδας στην αφήγηση , δίνοντας συχνά την αίσθηση του αυθόρμητου και του αυτοσχέδιου. Κάμερα στο χέρι, πλάνα έντονα κοντινά στα πρόσωπα, συμπεριφορές και διάλογοι που ανατρέπουν τα στερεότυπα και αμβλύνουν τις διακρίσεις. Πιο αναμενόμενο ίσως προβάλλεται το συγκρουσιακό περιβάλλον της οικογένειας, -μιας υπερπροστατευτικής μητέρας απογοητευμένης από τον γιο της και ενός αυταρχικού θετού πατέρα-, αλλά κι αυτό φωτίζει και εξυπηρετεί την εξέλιξη της δράσης. Ό,τι ξεχωρίζει ωστόσο είναι η παρουσία του ίδιου του Simon. Από την πρώτη έως την τελευταία σκηνή ο Lorenzo Ferro είναι ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής της ταινίας. Με βλέμμα και σώμα που πάλλονται από μια εύθραυστη εσωστρέφεια και τρυφερότητα έως τις γεμάτες ένταση εκρήξεις θυμού, ο Simon του Lorenzo Ferro συνιστά έναν από τους πιο ανήσυχους αλλά και αινιγματικούς νεανικούς κινηματογραφικούς ήρωες.
Φεστιβάλ Καννών (La Semaine de la Critique) 2024