του Paul Jensen
bigslee1.jpg

(…) Σ’ ένα κείμενο του 1948, ο Τσάντλερ/ Raymond Chandler περιέγραψε τις ιστορίες εγκλήματος σαν «σχεδόν το μόνο λογοτεχνικό είδος που το γράφουμε τώρα καλύτερα παρά ποτέ» και σ’ ένα άλλο, έκδοση της ίδιας χρονιάς,, υποστήριζε ότι ο κινηματογράφος, είναι «η μόνη τέχνη στην οποία ή τωρινή γενιά μας έχει κάθε δυνατότητα να διαπρέψει». Προφανώς, σκεφτόταν και για τα δύο με τον ίδιο τρόπο.
Ένας βασικός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο σινεμά και στη φαντασία του Τσάντλερ είναι η ισορροπία ανάμεσα σ’ ένα σχετικά ρεαλιστικό σκηνικό –και στο κύριο πρόσωπο που είναι μια φανταστική προέκταση του θεατή – αναγνώστη- συγγραφέα. Ο Τσάντλερ όπως κι ο προκάτοχος του Ντάσιελ Χάμμετ/ Dashiell Hammett, αντέδρασε στο παλιότερο πρόσωπο του καθώς πρέπει ντετέκτιβ σαν τύπο του μυστηρίου. Αρνείται να δημιουργήσει διανοητικούς γρίφους που δομούνται σκόπιμα για την τελική αποκάλυψη του ποιος τα έκανε και πως τα έκανε. Απορρίπτει τον ντετέκτιβ που μαζεύει στιγμιαία στοιχεία με επιστημονικό τρόπο, μέχρι την παραμικρή πληροφορία, που τα βρίσκει και τα ταιριάζει σε μια ολοκληρωμένη εικόνα και βαδίζει πάνω στους ύποπτους που παίζουν ρόλο μόνο σαν πιόνια κινούμενα σ’ ένα ελεγχόμενο παιχνίδι και που οι πράξεις τους και τα κίνητρα τους ερμηνεύονται λογικά.
murder2.jpgΑντί γι’ αυτά σκοπεύει σε μια ακριβή αναπαράσταση τόπου και ατμόσφαιρας, ατόμων που είναι συνήθως παράλογα και ακαθόριστα και των διφορούμενων κινήτρων τους, συναισθημάτων και εσωτερικών αντιδράσεων τους. Η φόρμα δεν δικαιώνεται από την πνευματική ικανοποίηση του να λύνεις ένα αίνιγμα αλλά από τις εντάσεις και τη διαίσθηση που συναντούμε στην πορεία. Με τα λόγια του Τσάντλερ «Η καλύτερη ιστορία μυστηρίου είναι εκείνη που θα μπορούσαμε να την διαβάσουμε ακόμα κι αν της έλειπε το τελευταίο κεφάλαιο».
(…) Ο Τσάντλερ παράστησε τον ήρωα του, Φίλιπ Μάρλοου/ Philip Marlowe, σαν ένα μοναχικό άτομο αποφασισμένο να βοηθά οποιαδήποτε άλλα άτομα μπορεί προσφέροντας, το λιγότερο, κάποια ανακούφιση απ’ το σκοτάδι της ύπαρξης. Στο πασίγνωστο δοκίμιο του Τσάντλερ «Η απλή τέχνη του εγκλήματος» περιγράφει τον Μάρλοου σαν ένα είδος ιππότη: «Κάτω σ’ αυτούς τους τιποτένιους δρόμους, πρέπει να πάει ένας άνθρωπος που δεν είναι ο ίδιος τιποτένιος που δεν είναι ούτε διεφθαρμένος ούτε φοβητσιάρης… Πρέπει να ‘ναι ο καλύτερος άνθρωπος στον κόσμο του και αρκετά καλός για όλον τον κόσμο… Αν υπήρχαν πολλοί σαν και αυτόν, ο κόσμος θα ‘ταν ένας ασφαλής τόπος να ζει κανείς σ’ αυτόν χωρίς και να χρειάζεται να γίνει νωθρός για να αξίζεις να ζεις σ’ αυτόν».
Στην πράξη όμως, ο Μάρλοου δεν είναι τόσο αγνός ή δυνατός ή έμπιστος. Ένας συνειδητός ιδεαλιστής ξέρει πως η κοινωνία στο σύνολο της δεν μπορεί να αλλάξει, αν και μερικοί άνθρωποι μπορεί να βοηθηθούν και ότι παρόμοια, «ή έρευνα του για την κρυμμένη αλήθεια» θα βγάλει στη φόρα περισσότερα από κείνα που θα επιθυμούσε κανείς,, συμπεριλαμβανόμενου και του πελάτη του. Ο Μάρλοου είναι κάπώς διεφθαρμένος γιατί ή πρέπει να έρθει σε επαφή με τη διαφθορά ή να καταστραφεί. Στ’ αλήθεια τρωτός, μπορεί να εμπαίζεται και να βλάπτεται, αλλά διατηρεί την μικρή αρετή της ξεροκεφαλιάς. Είναι ένας μοναχικός κι ένας που χάνει λίγα λεφτά, μερικούς φίλους και λιγότερη ευχαρίστηση. Δεν μπορεί να εμπιστευτεί κανέναν, γιατί ακόμα και οι αθώοι που βρίσκει μπροστά του έχουν και αυτοί κάποια επιτήδευση. Η έρευνα του περιλαμβάνει το ξεφλούδισμα της ψευτιάς χρησιμοποιώντας τον ίδιο του τον εαυτό ως καταλύτη: διεισδύει σε μια αβέβαιη κατάσταση, οι δυναμικές της οποίας του είναι άγνωστες και την ταράζει με υπαινιγμούς και κατηγορίες τεντώνοντας ένα νεύρο εδώ, πετώντας μια σπόντα εκεί, ελπίζοντας πως θα συμβεί μια αντίδραση που όμως δεν θα ξεσπάσει επάνω του.
Σταδιακά, το αίνιγμα του εγκλήματος λύνεται κι ο δράστης αποκαλύπτεται. Όλα τα μυστήρια μοιάζει να τείνουν σ’ αυτό το απλό αλλά ικανοποιητικό σημείο. Αλλά εδώ, η τελική έμφαση δεν βρίσκεται στην ταυτότητα του δολοφόνου ή στις μεθόδους του, αλλά σ’ ότι αποκαλύπτεται για την ανθρώπινη φύση, για τα πράγματα που οι άνθρωποι διαλέγουν να κάνουν ή οδηγούνται σ’ αυτά ή υπομένουν.
murder1.jpgΣυχνά ο Τσάντλερ αφήνει την εντύπωση μιας πλατιάς ενοχής των ανθρώπων της περίπλοκης ευθύνης και της ανεξήγητης δυνητικότητας της ανθρωπότητας. Αυτά που ανακαλύπτει ο Μάρλοου δεν είναι ποτέ όλα και σπάνια είναι εντελώς αρκετά απομένει πάντα μια μικρή ανασύνθεση, μια δοκιμαστική αποκάλυψη, μια ανολοκλήρωτη ενόραση.
Έτσι λοιπόν, εμφανίζεται η φαντασία: στην υπερβολή του μελοδράματος, στη λύση του μυστηρίου, στον ρομαντικοποιημένο ήρωα που είναι μορφωμένος, έχει ενδιαφέρον και είναι πολύ ελκυστικά μοναχικός. Έτσι μπορούμε εν μέρει να υπερασπιστούμε την πραγματικότητα του Μάρλοου πάνω στη βάση ότι και ο ίδιος ο Τσάντλερ είχε πολλά από τα χαρακτηριστικά του ήρωα του. περιγράφεται σαν «ένας ευαίσθητος , σχεδόν τρυφερός άνθρωπος»με «μια δόση του παλιότερου κατεστημένου», ο Τσάντλερ επίσης είχε «μια ανήσυχη παρατηρητικότητα για την ανθρώπινη ηθική κατάπτωση» απ’ όπου απορρέουν τα σαρκαστικά σχόλια στην ομιλία του Μάρλοου που μας σκλαβώνουν τόσο…Το γράψιμο του και οι διάλογοι είναι σπανίως ευδιάκριτα. «Ο Φίλιπ Μάρλοου κι εγώ» κάποτε έγραψε: «δεν περιφρονούμε τις προνομιούχες τάξεις επειδή ζουν στην πολυτέλεια και έχουν λεφτά -τις ξεχωρίζουμε επειδή είναι κάλπικες».

(απ’ το περιοδικό Film comment Νοέμβριος 1974) Μετάφραση: Αφροδίτη Κοτζιά. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Τσόντα τ. 5.)

Φιλμογραφία με ταινίες για τον Philip Marlowe και τους ηθοποιούς που τον υποδυθήκαν
-The Falcon Takes Over (1942) — (Farewell My Lovely) George Sanders.
-Time to Kill (1942) — (The High Window) Lloyd Nolan.
-Murder, My Sweet (1944) — (Farewell My Lovely) Dick Powell.
-The Big Sleep (1946) — Humphrey Bogart.
-Lady in the Lake (1947) — Robert Montgomery.
-The Brasher Doubloon (1947) — (The High Window) George Montgomery.
-Marlowe (1969) — (The Little Sister) James Garner.
-The Long Goodbye (1973) — Elliott Gould.
-Farewell My Lovely (1975) — Robert Mitchum.
-The Big Sleep (1978) — Robert Mitchum.