του Stanley Kubrick
Μυθιστόρημα ιδανικό για να μεταφερθεί στον κινηματογράφο, νομίζω ότι είναι όχι ένα μυθιστόρημα δράσης, αλλά το αντίθετο: αυτό που επικεντρώνεται κυρίως στην εσωτερική ζωή των χαρακτήρων του. Θα προσφέρει σ' αυτόν που θα το διασκευάσει μία κατεύθυνση για το ύφος, για το τι σκέφτεται ή τι αισθάνεται ένας χαρακτήρας σε μία δεδομένη στιγμή της ιστορίας. Μπορεί να επινοήσει καταστάσεις ή γεγονότα που θα έχουν συνάφεια με το ψυχολογικό περιεχόμενο του βιβλίου, να το δραματοποιήσει με ακρίβεια, χρησιμοποιώντας υπονοούμενα -χωρίς να επαφίεται στους ηθοποιούς για να αποδώσουν, με κυριολεξία, το νόημα του έργου.
Νομίζω ότι μία ταινία ή ένα θεατρικό έργο για να πει κάτι πραγματικά αληθινό σχετικά με την ζωή, θα πρέπει να το κάνει με πολύ πλάγιο τρόπο Χθα πρέπει να αποφεύγονται τα προφανή συμπεράσματα και οι προκατασκευασμένες ιδέες. Το ζήτημα είναι ότι η μεταφορά ενός μυθιστορήματος στον κινηματογράφο, θα πρέπει να περιπλέκεται με μία αίσθηση της αληθινής ζωής, και επίσης θα πρέπει να εισχωρεί, όπως μία ανεπαίσθητη ένεση, στο υποσυνείδητο του θεατή. Ιδέες που είναι αληθινές και δυνατές, είναι τόσο πολύπλευρες και πολυδιάστατες που δεν χρειάζεται να κραυγάσουν για να δηλώσουν την παρουσία τους. Τέτοιες ιδέες θα πρέπει το κοινό να τις ανακαλύπτει -και είναι η εμπειρία της ανακάλυψης που τις κάνει ακόμα πιο δυνατές. Είναι προτιμότερο να χρησιμοποιείς την συγκίνηση που προκαλεί η έκπληξη της ανακάλυψης για να ενδυναμώσεις στις ιδέες σου -παρά να χρησιμοποιείς μέσα καλλιτεχνικά (τις κορυφώσεις της αφήγησης ή μια δραματική πλοκή που δεν είναι αληθινή) για να τις κάνεις πιο δυνατές.
Πολλές φορές λέγεται ότι ένα εξαιρετικά καλό μυθιστόρημα -και όχι ένα απλώς καλό- έχει ελάχιστες προοπτικές για να γίνει ταινία. Δεν νομίζω ότι η διασκευή εξαιρετικών μυθιστορημάτων παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερα προβλήματα, τα οποία δεν εμφανίζονται όταν διασκευάζεις απλώς καλά ή μέτρια μυθιστορήματα -εκτός του ότι γίνεσαι αντικείμενο σκληρής κριτικής όταν η ταινία είναι κακή ή ακόμα και όταν αυτή είναι καλή. Νομίζω ότι σχεδόν όλα τα μυθιστορήματα με επιτυχία μπορούν να διασκευαστούν, υπό έναν όμως όρο: ότι η αισθητική ακεραιότητα του μυθιστορήματος δεν μειώνεται λόγω περιορισμού στην διάρκεια του.
Για παράδειγμα: το είδος του μυθιστορήματος όπου οι πολλές εναλλαγές της δράσης είναι ουσιαστικές για την αφήγηση, χάνει αρκετή από την ουσία του όταν μία σειρά από γεγονότα της δράσης περικόπτονται. Συχνά με ρωτάνε πως ήταν δυνατό να κάνω μία ταινία από την Lolita, όταν μεγάλο μέρος από την ποιότητα του βιβλίου οφείλεται στο ύφος της γραφής του Nabakov. Όμως το να εκλάβει κάποιος το ύφος της γραφής ως κάτι περισσότερο από μια πλευρά απλώς ενός μυθιστορήματος, είναι λάθος αντίληψη για το τι κάνει ένα μυθιστόρημα, αριστούργημα. Βεβαίως η ποιότητα της γραφής είναι ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν ένα καλό μυθιστόρημα. Ωστόσο η ποιότητα αυτή προκύπτει από την σχέση του συγγραφέα με αντικείμενο του -με το θέμα και το συνολικό πλαίσιο -, από την αντίληψη για τη ζωή που εκφράζεται στο μυθιστόρημα και από το πόσο καλά έχει κατανοήσει ο συγγραφέας το κεντρικό πρόσωπο. Ύφος γραφής είναι το τι μέσα χρησιμοποιεί ένας συγγραφέας για να γοητεύσει τον αναγνώστη, με σκοπό να του μεταδώσει τα αισθήματα, τα συναισθήματα και τις σκέψεις του. Αυτά θα πρέπει να δραματοποιηθούν και όχι το ύφος γραφής. Αυτός που το διασκευάζει θα πρέπει να βρει ένα δικό του ύφος, όπως θα έκανε εάν εξ' αρχής είχε επινοήσει την πλοκή. Θα αναδείξει έτσι μία άλλη διάσταση της δραματικής πλοκής, η οποία κρύβεται μέσα στο μυθιστόρημα. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι τόσο καλό όσο το μυθιστόρημα, μπορεί όμως και όχι -πολλές φορές όμως μπορεί να είναι πολύ καλύτερο.
Αρκετά παραδόξως η υποκριτική εισβάλει κάπου εδώ. Στην καλύτερη του εκδοχή το ρεαλιστικό δράμα συνίσταται από την εναλλαγή διαθέσεων και συναισθημάτων τα οποία διαπλέκονται με τα συναισθήματα του κοινού και μεταμορφώνουν τις προθέσεις του συγγραφέα σε συναισθηματική εμπειρία. Αυτό σημαίνει ότι ένας σεναριογράφος δεν πρέπει θεωρεί ότι εργαλεία της συγγραφής είναι το μελάνι, το χαρτί και οι λέξεις, αλλά το αντίθετο: ότι δουλεύει με σάρκα και συναισθήματα. Γι' αυτό τον λόγο αισθάνομαι ότι ελάχιστοι σεναριογράφοι φαίνεται να κατανοούν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να μεταδώσει διαμέσου των συναισθημάτων, ένας ηθοποιός. Συχνά ένας σεναριογράφος περιμένει ότι ένα βλέμμα γεμάτο σιωπή θα εκφράσει κάτι εξαιρετικά περίπλοκο και αμέσως μετά ο ίδιος ηθοποιός πολυλογεί για να εκφράσει κάτι που είναι απόλυτα προφανές και για το οποίο θα αρκούσε ένα φευγαλέο βλέμμα. Οι σεναριογράφοι όταν δημιουργούν μια δραματική πλοκή παραμένουν προσηλωμένοι στις λέξεις, αποτυγχάνοντας να κατανοήσουν ότι η μεγαλύτερη δύναμη που έχουν στην διάθεση τους είναι το συναίσθημα και η ψυχική διάθεση που διαμέσου του ηθοποιού μπορούν να επιβάλλουν στο κοινό. Τείνουν να αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικά τον ηθοποιό, ως κάποιον ο οποίος πιθανόν να καταστρέψει αυτό που έγραψαν -δεν βλέπουν ότι διαμέσου του ηθοποιού εκφράζονται.
Πιθανώς να αναρωτιέστε -λόγω των προηγουμένων-, αν η σκηνοθεσία μπορεί να θεωρηθεί ως μία προέκταση της συγγραφής. Νομίζω ότι αυτό ακριβώς θα έπρεπε να είναι. Επακόλουθο των προηγουμένων είναι ότι ένας σεναριογράφος -σκηνοθέτης είναι πραγματικά το ιδανικό πρόσωπο της δραματουργίας -και στα λίγα παραδείγματα, όπου αυτές οι δύο ιδιόμορφες τεχνικές -της συγγραφής και της σκηνοθεσίας- υπηρετήθηκαν με συνέπεια από το ίδιο πρόσωπο, πιστεύω ότι έχουμε ένα άψογο έργο.
Όταν ένας σκηνοθέτης δεν είναι σεναριογράφος, νομίζω ότι καθήκον του είναι να παραμείνει εκατό τοις εκατό πιστός στο νόημα του συγγραφέα και να μην θυσιάζει τίποτε απ' αυτό στο βωμό της κλιμάκωσης της δράσης ή του τελικού αποτελέσματος. Μοιάζει ως μία προφανής επισήμανση, όμως σε πόσα θεατρικά έργα ή κινηματογραφικές ταινίες που έχετε δει -όπου η εμπειρία θέασής τους ήταν ενδιαφέρουσα και καθηλωτική-, όταν αυτά τέλειωσαν δεν αισθανθήκατε ότι υπήρχε κάτι λιγότερο απ' αυτό που το βλέμμα σας συνάντησε; Και αυτό συνήθως συνέβαινε επειδή η διέγερση των αισθήσεων από την τεχνική, αγνοούσε την εσωτερική αρχιτεκτονική του έργου. Εδώ συναντάμε την εξουσία του σκηνοθέτη, στην χειρότερη μορφή της.
Από την άλλη πλευρά, δεν θέλω να υπονοήσω κάποια αυστηρότητα και δυσκαμψία. Τίποτε στη σκηνοθεσία δεν δίδει μεγαλύτερη ευχαρίστηση από την συμμετοχή σε μία διαδικασία που επιτρέπει το έργο να αναπτύσσεται, μέσα από την δημιουργική συνεργασία ανάμεσα στον σεναριογράφο, τον σκηνοθέτη και τους ηθοποιούς. Σε κάθε μορφή τέχνης που ασκείται σωστά υπάρχει ένα χάσμα: ανάμεσα στην αρχική σύλληψη και την τελική εκτέλεση, οι αρχικές προθέσεις συνεχώς μεταβάλλονται, καθώς κάποιος προσπαθεί να δώσει αντικειμενική υπόσταση στην αρχική σύλληψη. Στην ζωγραφική αυτό το χάσμα εμφανίζεται ανάμεσα στον ζωγράφο και στο τελάρο του Χστην σκηνοθεσία μίας ταινίας εμφανίζεται ανάμεσα σε ανθρώπους.
(Κείμενο του σκηνοθέτη στο κινηματογραφικό περιοδικό Sight & Sound, vol.30 (1960/61). Απόδοση Δημήτρης Μπάμπας.)