(για το The Missouri Breaks του Arthur Penn)
γράφει ο Σωτήρης Ζήκος
 b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_marlon-brando-the-missouri-breaks.jpg

Δεν υπάρχει κανένας ρόλος πιο άχαρος, πιο στενός, πιο “τυποποιημένος” από τον ρόλο του πληρωμένου φονιά σε μια ταινία γουέστερν.
Αλλά δεν υπήρξε και πιο εκπληκτική περίπτωση ανοίγματος ενός ρόλου στον κινηματογράφο, από αυτή του Μπράντο στην ταινία του Άρθουρ Πεν.
Μέσα σε μια “ρεαλιστική” καταγραφή της ταχύτητας του χώρου και των προσώπων, ζωντάνεψε την φιγούρα του ανθρώπου πίσω από το στόχαστρο, του “ κορακιού” που τρέφεται με πτώματα, του ύπουλου φονιά με την μακρύκαννη καραμπίνα σε μια μορφή που κανείς μέχρι τώρα, ούτε είχε δει, ούτε είχε φαντασθεί.
Ένας ντελικάτος και μεθοδικός εκτελεστής ετοιμάζει και οργανώνει τελετουργικά κάθε του έγκλημα σαν νάναι έργο τέχνης ή θυσία. Αλλόκοτος, μεγαλοπρεπής, παρανοϊκός, μόνος σαν τον λύκο της στέπας, κυκλοφορεί γεμάτος πλήξη και θηλυκότητα, νωθρότητα και αδιαφορία. Κάποτε, κάποτε όμως εκείνη την παγωμένη, κυνική, ματαιόδοξη βραδυκινησία του, την διακόπτουν γελοία καμώματα, που σε τρομάζουν περισσότερο. Οι χειρονομίες του είναι άστατες, τα σχέδια του απρόβλεπτα, είναι η ενσάρκωση της θανάσιμης έκπληξης, της παγίδας, βρίσκεται πάντα εκεί που δεν τον περιμένεις, παραφυλάγει τις πιο ανύποπτες στιγμές των άλλων και τους εξοντώνει χωρίς κανένα δισταγμό. Αυτό το πρόσωπο είναι άστατο σαν χαρακτήρας, αλλά οπωσδήποτε συνεπής σαν επαγγελματίας.
Κι όμως το τέρας του φόβου που τον τρώει τα σωθικά, δεν παύει να μεγαλώνει, όσο κι αν το πολεμάει σκοτώνοντας τους άλλους.
Ο κυνηγός είναι πάντα κυνηγημένος, μόνος και τρομαγμένος.
Όποιος είναι υποχρεωμένος να κάνει κρυφά αυτό που ξέρει καλύτερα, αυτό που προτιμά, κρυφά και με μια μεγάλη παρόρμηση, με προφύλαξη και με δόλο, γίνεται ύστερα από λίγο αναιμικός- και επειδή τα ένστικτα του δεν του επιτρέπουν να θερίσει παρά μόνο κινδύνους, καταδιώξεις, καταστροφές, η ευαισθησία του στρέφεται κατά των ενστίκτων του- και αισθάνεται τον εαυτό του,σαν να είναι λεία του πεπρωμένου”. Η πληρότητα αυτής της απόφανσης που ο Νίτσε προσφέρει για τον εγκληματία, με προκάλεσε να την παραθέσω ανάμεσα στις δικές μου γραμμές.
Αυτός που όλοι τον φοβούνται και όλοι τον σιχαίνονται είναι αυτός που έχει ξεριζωθεί για πάντα από την ανθρώπινη κοινότητα. Οι φονικές του σφαίρες διασχίζουν και γεφυρώνουν το χάσμα που τον χωρίζει από τους άλλους. Αποτροπιαστικός δανδής, μετά από κάθε φόνο παρουσιάζεται αλλαγμένος, λες και ο προηγούμενος εαυτός του πέθανε μαζί με το θύμα του.
Ο κόσμος που τον αρνείται είναι ο κόσμος που τον χρησιμοποιεί, που έχει θεσμίσει την επιβολή της βίας πάνω στη ζωή και την έχει θέσει στην υπηρεσία του. Ο φονιάς ο πληρωμένος με το κομμάτι είναι γέννημα αυτού του άγριου κόσμου. Το όριο ανάμεσα στο νόμιμο φόνο και το άνομο έγκλημα είναι πλαστό μέσα σ' αυτόν. Τον αίμα φέρνει αίμα. Δεν υπάρχει κανένας αθώος και για αυτό κανένας ένοχος. Θύματα και θήτες βαδίζουν πέρα από τα σύνορα του θεμιτού και του αθέμιτου, κάτω από την ίδια σκιά του θανάτου.
Η αληθινή αξία ενός ηθοποιού όταν υποδύεται τον ρόλο ενός ανθρώπου που ανήκει στο παρελθόν, βρίσκεται στο να εκφράσει κάτι πέρα και κάτι άλλο απ' αυτό που εκείνη η εποχή έβλεπε σ' αυτό το πρόσωπο, χωρίς όμως να προσκολληθεί στον ασφαλή τρόπο, που η σημερινή εποχή το βλέπει από απόσταση. Πρέπει να προκαλέσει την εκτίμηση που μας κάνει να βλέπουμε σ' ένα πρόσωπο, κάτι πιο γενικό από αυτόν το ίδιο το πρόσωπο, πρέπει να του προσδώσει διαχρονικά χαρακτηριστικά, που ξεπερνούν όχι μόνο το παρελθόν αλλά και το παρόν, αφού κάθε στιγμή του παρόντος περνάει διαρκώς και αυτή στο παρελθόν.
Οι πιο επεξεργασμένες και επίμονες εκφραστικές κινήσεις του ηθοποιού δεν σκοπεύουν σε κλειστές σημασίες.
Η εφηβική κοκεταρία αυτού του προσώπου, η επαρμένη χυδαιότητα των τρόπων του, η προκλητικότητα και η επιδειξιομανία του φανερώνουν την κρυφή νοσταλγία του για μια χαμένη για πάντα συμβατική ζωή. Αυτός που πρέπει να μετακινείται αδιάκοπα, αυτός που δεν έχει κανένα δικαίωμα στον έρωτα, στη φιλία, στην αναγνώριση των άλλων, τριγυρίζει στολισμένος πάντα έτοιμος για τον επικείμενο θάνατο του. Να περιφρονείς την ίδια την ζωή και να φροντίζεις τόσο σχολαστικά και ανόητα την εμφάνιση σου, να η πιο φρικτή παραδοξότητα.
Η ερμηνεία του Μπράντο απογυμνώνει αυτήν την φιγούρα, από κάθε κίνητρο εκδίκησης, δικαιοσύνης, μίσους, καταπολέμησης του κακού και τελικά ακόμα και από την τελευταία και τιποτένια δικαιολογία της χρηματικής αμοιβής. Οι διαδοχικές αλλαγές εμφάνισης, οι ψυχικές μεταπτώσεις και η γελοιοποίηση εκείνης της ψεύτικης ιπποσύνης αποκαλύπτουν το τρομακτικό κενό της ζωής αυτού του ανθρώπου.
Η “ερμηνεία' του δεν αποβλέπει μόνο στην τυποποίηση αυτής εδώ της ύπαρξης, αλλά δίνεται με την ίδια κίνηση σαν έκφρασης όλης της ανθρώπινης ύπαρξης.
Η πορεία αυτού του ανθρώπου είναι πρόσ-τυχη, η ζωή του είναι χωρίς νόημα και χωρίς σκοπό. Θέλει κάποιος να τον χρειάζεται και κάποιος να τον φοβάται για να μπορεί να ζει. Η βία του αυτοτροφοδοτείται και τον εξουσιάζει.
Η μόνη του δόξα και ανταμοιβή είναι η περιφρόνηση, το μίσος και ο φόβος των άλλων, που τις έχει ανάγκη για να πιστοποιούν την ύπαρξη του και να της δίνουν κάποιο, έστω κι αρνητικό νόημα. Αυτοί είναι οι μόνοι δεσμοί του με τον κόσμο και πρέπει να τους διατηρεί με κάθε τίμημα.
Και τι παράξενο! Αυτός ο τρόπος ανοίγματος του ρόλου, δεν τον διασκορπίζει αλλά αντίθετα τον κάνει πιο συγκεκριμένο, πιο αυθεντικό, τον κρυσταλλώνει, τον κάνει πηγή μυστηρίου και τρόμου, τον αποσπά από το παρελθόν, τον προσπερνά ακόμα κι από τον παρόντα χρόνο, απ' όπου τον βλέπουμε. Τον παρουσιάζει σαν τον άγγελο του θανάτου, που ενσαρκώνει αυτό που όλοι θέλουν να λησμονούν και να μην βλέπουν και για αυτό είναι υποχρεωμένος να φαίνεται, να επιδεικνύεται και να εκπλήσσει διαρκώς.
Αυτό το πρόσωπο είναι κάποιος που αντιστέκεται με σιωπηλή λύσσα στην στειρότητα, με την οποία τον απειλεί ο θάνατος που κουβαλάει πάντα μαζί του. Από την σκοπιά του υπαρξισμού αυτός ο τελευταίος ορισμός ανήκει στον καθένα μας.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια στο άρθρο «Ο ηθοποιός στον κινηματογράφο», Τεύχος 17, Σεπτέμβριος -Οκτώβριος 1984)