του Σωτήρη Ζήκου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_breathless.jpg

[Εισαγωγή | Τι είναι κριτική; | Τι είναι κριτική του κινηματογράφου; | Περί μεθόδου ή παραλληλότητας του κριτικού λόγου | Τι είναι η κριτική ενός έργου; | Σημειώσεις|]

  Ας ξεκινήσουμε από κάτι κοινότυπο και προφανές. Υπάρχει κινηματογράφος, υπάρχουν άνθρωποι που κάνουν κινηματογράφο και άνθρωποι που βλέπουν κινηματογράφο, υπάρχουν επίσης άνθρωποι που γράφουν για τον κινηματογράφο και άνθρωποι που διαβάζουν αυτά που γράφονται για τον κινηματογράφο. Καλώς ή κακώς από κάποια στιγμή και μετά, η κριτική, ο θεωρητικός λόγος συμπορεύτηκε με την κινηματογραφική πρακτική, με την παραγωγή και κατανάλωση ταινιών, επηρέασε θετικά ή αρνητικά, τις επιλογές και τις στάσεις των κινηματογραφιστών και των θεατών.
  Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που μας κάνουν να πιστεύουμε ότι αυτό που σήμερα αυτοσυστήνεται ως κριτική του κινηματογράφου δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια διαφημιστική προαγωγή που αντιστοιχεί μόνο στη βιομηχανική φύση του κινηματογραφικού προϊόντος, μια περιττή φλυαρία, ένα μέσο επιβίωσης ή επίδειξης ορισμένων, ο,τιδήποτε τέλος πάντων, εκτός από κριτική. Δεν αναφέρομαι εδώ μόνο στην δημοσιογραφική “κριτική” του ημερήσιου τύπου, του όποιου η τωρινή κατάσταση προσβάλλει και την νοημοσύνη ενός καθυστερημένου παιδιού, αλλά και αντανακλά την γενική στειρότητα που χαρακτηρίζει κάθε “ειδικό” λόγο. Οι εξαιρέσεις, αν υπάρχουν ακόμα, δεν αναιρούν αυτό που λέω, αντίθετα το επιδεινώνουν.
  Αυτή η αρνητική διαπίστωση δεν είναι ούτε κακοπροαίρετη, ούτε “εμπαθής”, ούτε ανταποκρίνεται σε μια επιθυμία του γράφοντα να αυτοπροβληθεί. Το λέω αυτό γιατί τελευταία όλο και πληθαίνουν οι κριτικοί που μιλάνε κατά της κριτικής και δήθεν έξω από την κατεστημένη κριτική, χωρίς ποτέ να έχουν πει τίποτα, που να τους διαφορίζει απ' αυτήν -εκτός ίσως από μια δεξιοτεχνία να ανακατεύουν τις λέξεις-χωρίς να δώσουν καμιά εξήγηση για αυτό που έλεγαν χθες, και για αυτό που λένε ή σταμάτησαν να λένε σήμερα και χωρίς ποτέ να αναρωτηθούν μήπως και οι ίδιοι αποτελούν πια ένα κατεστημένο, δηλαδή ένα νεκρό λόγο ή σε ποιό βαθμό έχουν συμμετάσχει ενεργά ή παθητικά στην απονέκρωση του κριτικού λόγου και της κριτικής σκέψης. Επιστώ την προσοχή σε τέτοιου είδους μπλόφες, που ενσαρκώνουν το πνεύμα της γνωστής ρήσης: “σήμερα είσαι ότι δηλώσεις ότι είσαι” ακόμα κι αν επιχειρούνται από μένα τον ίδιο. Τέτοια κόλπα περνάνε μόνο σε ανθρώπους χωρίς κρίση και σκέψη.
  Ενώ όμως τα παραπάνω μας περιγράφουν ίσως, τι δεν είναι αυτό που αυτοσυστήνεται ως κριτική και κριτική της κριτικής, εξακολουθούν να μην μας λένε τίποτα για το τι θα μπορούσε και τι θα όφειλε να είναι μια κριτική του κινηματογράφου. Κι αν παραμένουμε σ' αυτήν την αρνητική επισήμανση των αρνητικών όψεων της κριτικής, δεν κάνουμε άλλο παρά να επαναλαμβάνουμε αυτό που υποτίθεται ότι αμφισβητούμε.
  Κάθε συνεπής και σημαντικός λόγος για τον κινηματογράφο δεν μπορεί παρά να ξεκινάει και να επανέρχεται στον προσδιορισμό και στον επαναπροσδιορισμό του αντικειμένου του και την ίδια την φύση της δραστηριότητας του και να αναρωτιέται: τι είναι κινηματογράφος; τι είναι να βλέπουμε κινηματογράφο, αλλά και να βλέπουμε εν γένει; πώς κρίνουμε και κριτικάρουμε τα έργα του κινηματογράφου και αυτά τα συγκεκριμένα έργα; τι είναι μια κινηματογραφική κριτική και μια κριτική εν γένει; τι σημαίνει κρίνω και κριτικάρω; στο όνομα τίνος, εκκινώντας από τι και προς τι ασκώ μαι κριτική; και τέλος, γιατί ανακίνω αυτά τα ίδια τα ερωτήματα; [↑]


b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_l-eclisse.jpg
Τι είναι κριτική;

  Ας σταθούμε κατ' αρχάς στον ίδιο τον όρο κριτική και την σημασία του. Αυτό που ωθούμαστε να σκεφτούμε όταν ακούμε ή διαβάζουμε τον όρο κριτική σήμερα, είναι ότι δεν εκφράζει τίποτα άλλο παρά μόνο ένα πνεύμα αντίρρησης, αντί- θεσης, απόρριψης ή ρεφορμισμού, ότι είναι απλώς ένας αρνητικός και για αυτό ελάσσων καθορισμός ως προς αυτό που υπάρχει και γίνεται. Έτσι οδηγούμαστε στην αντίληψη του παρασιτικού ή παρενοχλητικού ρόλου κάθε κριτικής, είτε αναφερόμαστε στην κριτική του κινηματογράφου, του θεάτρου, της μουσικής, της λογοτεχνίας, είτε αναφερόμαστε στην κριτική της φράξιας προς το κόμμα, του αριστερισμού προς την αριστερά, της επιμέρους αντιπολίτευσης προς την επίσημη εξουσία.
  Βέβαια αυτή η καθήλωση στην αρνητική σημασία κάθε κριτικής, πέρα από το ότι αποτελεί έναν μηχανισμό άμυνας αυτών που κρίνονται και κριτικάρονται, είναι κατά μεγάλο μέρος δικαιολογημένη, αν αναφερόμαστε σ' αυτό που επίσημα και κατ' επίφαση αυτοχαρακτηρίζεται σήμερα ως κριτική, αλλά και φανερώνει, έστω και στρεβλωμένα, μια αλήθεια για την κριτική, που είναι ο καταφατικός της χαρακτήρας. Είναι φανερό πως δεν κρίνουμε και δεν κριτικάρουμε, κάτι που θεωρούμε ανάξιο λόγου ή αντίστροφα, αν κάτι θεωρούμε εξαρχής ως ανάξιο, ασήμαντο, τιποτένιο, φανερά ή καλυμμένα, τότε ο λόγος μας για αυτό δεν μπορεί να συνιστά ούτε κρίση, ούτε κριτική.
  Ας διασαφηνίσουμε εδώ ότι κριτικάρουμε κάποια έργα, κριτικάρουμε κάποια παθητική, καταναλωτική στάση προς αυτά, κριτικάρουμε κάποιες μορφές οργάνωσης της κοινωνίας ως αλλοτριωτικές, και όχι την οποιαδήποτε οργάνωση, όχι την “κακούργα” κοινωνία εν γένει και ανασκευάζουμε τις θεωρίες, αποκαλύπτουμε τους μύθους και τις ιδεολογίες, καταγγέλλουμε την απάτη της αυθεντίας που τρέφουν και στηρίζουν τις κατεστημένες σημασίες, και όχι την γνώση, τον στοχασμό, το δικαίωμα λόγου και γνώμης. Από την άλλη όμως, δεν κριτικάρουμε την ιδεολογική τρομοκρατία απ' όπου κι αν προέρχεται, τις μεθόδους στείρωσης της σκέψης και της φαντασίας, την χειραγώγηση, την αποβλάκωση, αλλά τις απορρίπτουμε αδίστακτα και τις πολεμούμε.
  Ήδη όμως μιλώντας για τον καταφατικό χαρακτήρα κάθε κριτικής έχουμε εντοπίσει αυτό που επιχειρείται να συγκαλυφθεί από την τρέχουσα έννοια που δίδεται στον όρο, δηλαδή την θετική -ενεργή σημασία της κριτικής ή αλλιώς αυτό που αποδίδεται κάποτε με το κατηγόρημα “εποικοδομητική” κριτική, το οποίο όμως είναι προτιμότερο να αποφύγουμε, γιατί έχει ήδη ξεφτελιστεί στην πολεμική φρασεολογία της μικροπολιτικής.
  Αυτό που κάθε σημαντική κριτική, εκφράζει θετικά είναι η δυνατότητα και η θέληση ότι κάτι άλλο απ' αυτό προς το οποίο ασκείται η κριτική είναι δυνατό και προτιμότερο, αλλιώς δεν είναι παρά μια στείρα άρνηση, μια αμφισβήτηση για την αμφισβήτηση, μια περιττή φλυαρία, μια στάση αρνητικής υποταγής στο αντικείμενο της. Και είναι αυτή η θετικότητα της κριτικής που κάνει κάθε κριτική να είναι, είτε το ξέρει είτε όχι, μια κοινωνική κριτική.
  -Πρώτον, γιατί ως έκφραση της δυνατότητας για κάτι άλλο, (δια μέσου μιας διαδικασίας κατανόησης και εκλογίκευσης), αναγνωρίζει πως αυτό στο οποίο ασκείται η κριτική δεν είναι καθόλου αυτονόητο και αναγκαίο, ούτε “φυσικό” και “κανονικό”, αλλά κοινωνικά θεσμισμένο, δηλαδή μετασχηματίσιμο, κάτι που θα μπορούσε να είναι αλλιώς, αν οι άνθρωποι ήξεραν ότι μπορούν και ήθελαν να το αλλάξουν. Ένας γυναικείος κριτικός λόγος δεν αρνείται κάποια “φυσική”, βιολογική διαφορά αρσενικού- θηλυκού, αλλά την κοινωνική θέσμιση αυτής της διαφοράς στους δήθεν “αυτονόητους” ρόλους άντρα-γυναίκας. Ακόμα είναι ίσως, με μια έννοια, αυτονόητο οι άνθρωποι να διασκεδάζουν ή να καταναλώνουν, αλλά δεν είναι καθόλου αυτονόητα και αναγκαίο να διασκεδάζουν έτσι και όχι αλλιώς.
  Είπαμε όμως προηγουμένως ότι κάτι θα μπορούσε να είναι αλλιώς, εάν και εφ' όσον συνάμα οι άνθρωποι ήθελαν. Κάθε κριτική λοιπόν είναι μια κοινωνική κριτική και ως έκφραση μιας θέλησης (και όχι απλώς μιας επιθυμίας), με την έννοια πως αυτός που την ασκεί αναγνωρίζει μέσα και δια του λόγου του, τους άλλους, ως κοινωνικά άτομα τα οποία θέλουν με τρόπο ρητό ή υπόρρητο κάτι άλλο απ' αυτό που υπάρχει και μιλάει, εκτιμάει, προτείνει προς αυτούς και δέχεται απ' αυτούς τον έλεγχο σ' αυτό που λέει και σ' αυτό που θέλει.
  Αν κάποιος επιθυμεί ένα κότερο, ένα χαρέμι, μια βίλα στις Μπαχάμες, ένα βίντεο, μισή ντουζίνα ιδιόκτητους δούλους ή να τον θαυμάζουν σαν αυθεντία και ωρύεται κατά της κοινωνίας, γιατί η επιθυμία του δεν εκπληρώνεται, τότε ούτε καμιά κριτική ασκεί, ούτε καμιά θέληση εκφράζει, αλλά βγάζει το άχτι του και το παράπονο του. Όταν μιλάμε για θέληση, μιλάμε για κάτι που ξεπερνάει αυτόν που την εκφράζει, που δεν αφορά μόνο την ατομική του ύπαρξη, αλλά την ύπαρξη του ως κοινωνικού ατόμου. [↑]


b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_persona.jpg
Τι είναι κριτική του κινηματογράφου;

  Το έχω ξαναπεί και το επαναλαμβάνω, μια κινηματογραφική κριτική, άξια του ονόματος της, όπως και κάθε “εξειδικευμένη” κριτική δεν μπορεί παρά να είναι μια στιγμή και μια διάσταση μιας κοινωνικής κριτικής και η οποία ως τέτοια, στην συνολική θεώρηση του αντικειμένου της αναγνωρίζει και αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο ως πολιτισμικό θεσμό, ως παραγωγή έργων και σχέση αυτών των έργων με αυτήν την κοινωνία, πιο συγκεκριμένα ως μέσο έκφρασης αυτής της κοινωνίας και ως τρόπο δράσης επ' αυτής της κοινωνίας.
  Δεν προτείνω εδώ μια ηθική κριτική δεν μιλάω για μια ιδανική λειτουργία της κριτικής,, αλλά αναφέρομαι σ' αυτό που η κριτική του κινηματογράφου και κάθε “εξειδικευμένη” κριτική υπήρξε στις πιο εξαιρετικές στιγμές της.
  Η κινηματογραφική κριτική εκφράζει θετικά ότι ένας άλλος κινηματογράφος απ' αυτόν στου οποίου τα έργα ασκείται η κριτική είναι δυνατός και προτιμότερος.
  Η έκφραση της δυνατότητας ενός άλλου κινηματογράφου εκκινεί και στηρίζεται στο παράδειγμα κάποιων έργων που εμφανίστηκαν μέσα στην ιστορία του ίδιου του κινηματογράφου, τα οποία όμως δεν τα προτάσσει ως πρότυπα μίμησης, ως συνταγές επιτυχίας, ως τον μόνο, τον “αληθινό” κινηματογράφο, αλλά αναφέρεται σ' αυτά, ως στιγμές στις οποίες αναδύθηκε, φανερώθηκε η δυνατότητα ενός άλλου κινηματογράφου, από τον κινηματογράφο της εποχής αυτών των έργων. Αν δεν είχαν υπάρξει τέτοιες στιγμές οι εκφράσεις “έβδομη τέχνη” “δημιουργός και δημιουργία'' δεν θα ήταν παρά κενές και τυπικές και θα αρκούσε να μιλάμε ίσως για το θέαμα των θεμάτων, για τις τεχνικές του και για φιλμικά παραμύθια.
  Τέτοια έργα όμως υπήρξαν και η πρωτοτυπία και η αλλότητα τους, συνιστούν την ουσία της διάρκειας τους μέσα στον χρόνο, τα κάνουν να βλέπονται και να θαυμάζονται ακόμα μέχρι σήμερα. Εξάλλου πάνω στο παράδειγμα κάποιων τέτοιων έργων διαμορφώθηκαν και όλοι οι σύγχρονοι αξιόλογοι κινηματογραφιστές, στην αρχή ίσως μιμούμενοι την θεματική και τον τρόπο οργάνωσης των εικόνων τους, αλλά ξεπερνώντας στην συνέχεια αυτή την υποταγή και χαράζοντας έναν δικό τους δρόμο, συγκροτώντας τα δικά τους, ιδιαίτερα μέσα έκφρασης, τα δικά τους έργα, τα οποία δεν θα ήταν αυτό που είναι χωρίς τα έργα που τους επηρεάσουν κάποτε και εξακολουθούν ίσως να αποτελούν πηγές έμπνευσης, αλλά ούτε χωρίς αυτό που οι ίδιοι κατάφεραν να δημιουργήσουν εκκινώντας απ' αυτήν την επιρροή και τον θαυμασμό.
  Οι μεγάλοι κινηματογραφιστές διαμόρφωσαν και εξακολουθούν να διαμορφώνουν με τα έργα τους τον κινηματογράφο που τους διαμόρφωσε θέτοντας διαρκώς την κριτική και την θεωρία του κινηματογράφου μπρος στην απαίτηση να αναθεωρήσει ή να ανανεώσει τις αντιλήψεις της, για το τι αξίζει και δεν αξίζει στον κινηματογράφο, ποια είναι τα νέα όρια του και ποια η σημασία του για την κοινωνία.
  Δεν μιλάω για έναν ελιτίστικο εκλεκτισμό, αλλά για μια αρχή από την οποία κάποιος βλέπει, σκέφτεσαι, κρίνει και όλες τις υπόλοιπες ταινίες, τις εμπορικές, τις ευρείας κατανάλωσης ή όπως αλλιώς λέγονται, τις επανεκτιμά στο φως αυτών των άλλων έργων, διερευνά την μεταξύ τους σχέση, τον τρόπο που οδηγούν οι μεν στα δε και αντίστροφα.
  Δεν υπάρχει κι ούτε υπήρξε ποτέ καμιά θεωρητική έννοια της κινηματογραφικής δημιουργίας, κανένα κριτήριο του τι αξίζει και του τι αξίζει λιγότερο σε μια ταινία, καμιά “γνώση” της σωστής και πολυσήμαντης φιλμικής κατασκευής, στην οποία θα μπορούσε να προστρέξει ο κριτικός ή ο θεωρητικός πριν από τέτοια έργα και ανεξάρτητα απ' αυτά.
  Αυτά τα σύγχρονα μεγάλα έργα, έστω κι αν είναι όλο και πιο σπάνια, μπορούν και οφείλουν να αποτελέσουν για την κριτική, τις στιγμές όπου φανερώνεται η δυνατότητα δημιουργίας άλλων έργων, άλλων από τα φθαρτά και καταναλώσιμα προϊόντα του κινηματογραφικού θεάματος και τα οποία διατηρούν ως τέτοια μια συνέχεια -παράδοση με τα πιο εξαιρετικά έργα του παρελθόντος, αλλά και των άλλων τεχνών.
  Για να μην υπάρξει παρανόηση διευκρινίζω για τους κουφούς, ότι δεν γίνομαι εδώ απολογητής της τρέχουσας “κριτικής”, που ανακαλύπτει μια τουλάχιστον ντουζίνα αριστουργήματα κάθε κινηματογραφική σαιζόν, κάτι που είναι για αυτήν ζήτημα επιβίωσης και ένας τρόπος να δικαιολογεί την ύπαρξη της., αλλά θα επανέλθουμε παρακάτω σ' αυτό το φαινόμενο.
  Η άλλη όψη της θετικής σημασίας της κριτικής του κινηματογράφου, η έκφραση θέλησης για έναν άλλο κινηματογράφο είναι ομοούσια των ερωτημάτων: γιατί ασκείται μια κινηματογραφικής κριτική; ως προς τι είναι μια έκφραση θέλησης που αναγνωρίζει τους άλλους και όχι απλώς μια επιθυμία αυτοπροβολής ή μια φιλολογία, μια αυθαίρετη γνώμη που κανείς δεν την ζήτησε; ποιά είναι τα όρια μιας κριτικής του κινηματογράφου;
  Θα αρχίσω από την τελευταία ερώτηση, διευρύνοντας την. Μπορεί άραγε μια κριτική ή μια θεωρία να αλλάξει την σημερινή κατάσταση του κινηματογράφου; Απαντώ ξεκάθαρα κατ' αρχήν και κατ' αρχάς : όχι δεν μπορεί. Δεν μπορεί στο βαθμό και στο μέτρο που μια τέτοια αλλαγή δεν είναι υπόθεση θεωρητική. Αν οι ίδιοι οι κινηματογραφιστές ή κάποιοι απ' αυτούς δεν ενδιαφέρονται για το αντικείμενο και την κοινωνική φύση της δραστηριότητας τους, για την αντιμετώπιση των έργων τους μετά την κατασκευή τους, κανένας κριτικός λόγος δεν μπορεί να τους κάνει να ενδιαφερθούν.
  Αν οι ίδιοι οι θεατές δεν αναρωτιούνται για τον τρόπο που “σκοτώνουν” τον “ελεύθερο χρόνο τους” για αυτό που βλέπουν και καταναλώνουν και για τις συνέπειες ενός τέτοιου τύπου κατανάλωσης στον καθένα, αλλά και σε όλους μας, τότε κανένας θεωρητικός λόγος δεν μπορεί να τους αναγκάσει να αναρωτηθούν.
  Τι θέλω να πω μ' αυτό; Πως κανένας κριτικός λόγος δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη επέμβαση, “διαπαιδαγώγηση”, ιδεολογικός καταναγκασμός, αλλά προϋποθέτει μια ήδη υπάρχουσα κοινωνική ανησυχία και αμφισβήτηση, στην οποία θέλει και μπορεί να συμμετάσχει ως στιγμή της και όχι ως πρωτοπορία, καθοδήγηση, αυθεντία που γνωρίζει πού και πώς πρέπει να προσανατολίσει αυτή η αμφισβήτηση.
  Ο κινηματογράφος είναι μια σύγχρονη βιομηχανία και ως τέτοια έχει όλα τα χαρακτηριστικά και τις τάσεις κάθε σύγχρονης βιομηχανίας, η κυριότερη από τις οποίες είναι η τάση να διαχωρίσει την κοινωνία, σε παραγωγούς και καταναλωτές, τάση που συνεπάγεται έναν ειδικό τύπο ανάπτυξης και επιλογών, πιο συγκεκριμένα την παραγωγή της τεχνικής του θεάματος σε βάρος κάθε άλλης καλλιτεχνικής επιλογής. Σ' αυτήν την δεσπόζουσα τάση του κινηματογράφου, ως βιομηχανία του θεάματος, αντιτάχθηκαν κάποτε οι ίδιοι οι κινηματογραφιστές, μεμονωμένα ή συλλογικά, με το προσωπικό τους έργο ή με την συμμετοχή τους σε ένα πιο γενικό ρεύμα (π.χ. νεορεαλισμός, νουβέλ-βάγκ, νέος ελληνικός κινηματογράφος). Αντέδρασαν όμως και οι ίδιοι οι θεατές είτε μ΄ έναν μεμονωμένο εκλεκτικισμό προς τα έργα του κινηματογράφου, είτε συλλογικά συζητώντας και κριτικάροντας τον κινηματογράφο, δημιουργώντας θεσμούς αξιολόγησης και επιλογής των ταινιών (έντυπα κριτικής, τοπικά φεστιβάλ, κινηματογραφικές λέσχες).
  Η κριτική του κινηματογράφου λοιπόν δεν έπεσε από τον ουρανό, αλλά αναδύθηκε και λειτούργησε σε εποχές αμφισβήτησης, ανησυχίας και ανανέωσης του κινηματογραφικού πεδίου.
  Από την άλλη δεν μπορούσε να πούμε, ότι η σημερινή εποχή μοιάζει με κείνη την “θερμή” για τον κινηματογράφο, αλλά και την κοινωνία, εποχή και ίσως αυτός είναι ο κυριότερος λόγος που η κριτική κατάντησε αυτό που κατάντησε σήμερα, δηλαδή κάτι εντελώς αντίθετο απ' αυτό που ξεκίνησε. Αρνούμενη εδώ και χρόνια να παραδεχτεί πως “οι παλιές, καλές εποχές”, πέρασαν, εμμένει σε μια νοσταλγική καθήλωση και επιδίδεται με ζήλο στην διάδοση της λατρείας του Θείου Γκοντάρ και επενδύει όλες τις ελπίδες της για την σωτηρία του κινηματογράφου στον Υιό του Γκοντάρ τον Βέντερς.
  Το τι συμβαίνει πια με τα φεστιβάλ είναι σ' όλους γνωστό και περιττό να το επαναλάβω. Κι αυτό που δια αντιφράσεως προς το παλιό εμπορικό σινεμά ονομάστηκε κάποτε “νέος ελληνικός κινηματογράφος” έχει σήμερα τόση φύρα που μάλλον υποτιμά, με την γενίκευση που δηλώνει, κάποιους ελάχιστους αξιόλογους έλληνες κινηματογραφιστές.
  Όσο για τις κινηματογραφιστές λέσχες θα πρέπει να ζει κανείς στα σύννεφα για να μην γνωρίζει, πως η μόνη διαφορά τους πια, με τις εμπορικές αίθουσες της επαρχίας, είναι ότι έχουν μεταβληθεί σε ένα πεδίο εκλογικής αναμέτρησης των τοπικών υποκαταστημάτων των κομμάτων.
  Αυτή τη στιγμή κριτικάρω κι αυτά που λέω τα γνωρίζουν πολλοί κινηματογραφιστές, κριτικοί και θεατές, έστω κι αν σιωπούν. Και δεν κριτικάρω έτσι για να κριτικάρω, αλλά γιατί αναγνωρίζω πως υπάρχουν κάποιοι κινηματογραφιστές που το έργο τους εμποδίζεται (πριν ή μετά) από αναρίθμητες προκαταλήψεις, πως υπάρχουν άνθρωποι που θα κάνουν αύριο κινηματογράφο και φενακίζονται σ' έναν “μοντέρνο” ακαδημαϊσμό, στην λατρεία της καινοφάνειας και της φόρμας, γιατί υπάρχουν κριτικοί που μπλέκονται στα δίχτυα της ασυναρτησίας, του παπαγαλισμού, νέοι άνθρωποι που η κριτικοί τους ικανότητας διοχετεύεται στην “κριτική” των λογοπαίγνιων, της μεταμφιεσμένης περισπούδαστα κοινοτυπίας, γιατί υπάρχουν τέλος θεατές που μπορούν και θέλουν να βλέπουν άλλες ή και άλλες ταινίες, να διαμορφώσουν μια άλλη γνώμη για τον κινηματογράφο και τα έργα του και συναντούν γρήγορα όλο αυτό το κομφούζιο που χαρακτηρίζει σήμερα ό,τι φτιάχνεται στον κινηματογράφο και ό,τι γράφεται για τον κινηματογράφο.
  Δεν μιλώ εδώ εκ μέρους τους, μιλώ για αυτούς και προς αυτούς και εκφράζω την δική μου γνώμη για τα πράγματα με δική μου ευθύνη.
[↑]

b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_seventh-seal.jpg
Περί μεθόδου ή παραλληλότητας του κριτικού λόγου

  Ίσως τα όσα είπα μέχρι εδώ να δημιούργησαν την εντύπωση, πως μια κινηματογραφική κριτική πρέπει για να είναι κριτική να μην είναι κινηματογραφική, δηλαδή να αντιμετωπίζει τον κινηματογράφο μόνο ως αφορμή ή πρόφαση για να ασκεί μια κοινωνική κριτική. Μια τέτοια αυθαιρεσία δεν είναι υποθετική ή φανταστική, αλλά συνέβη και εξακολουθεί να συμβαίνει, είτε το κινηματογραφικό έργο, αντιμετωπίζεται ως “μέσο επιβολής της ιδεολογίας της άρχουσας τάξης”, είτε ως πρόφαση για να αραδιάζει κάποιος τις ψυχαναλυτικές του γνώσεις, είτε ως αφορμή για να αντιγράψει κάποιος αποσπάσματα από το βιβλίο που διάβασε τελευταία. Σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν έχουμε απλώς έναν παράλληλο κριτικό λόγο, αλλά έναν αυθαίρετο και άσχετο λόγο, που δεν είναι καν λόγος, αφού αγνοεί το αντικείμενο του.
  Πέρα απ' αυτή την αυθαιρεσία όμως, συναντάμε εδώ ένα πρόβλημα πρώτου μεγέθους για την κινηματογραφική κριτική, που αντιμετωπίστηκε ως δίλημμα πως ή μιλάμε “ειδικά', δηλαδή περιορισμένα για την ιδιαίτερη “ουσία” του κινηματογραφικού μέσου και προς ένα περιορισμένο κοινό και άρα φιλολογίζουμε ή μιλάμε για την κοινωνικο-πολιστική φύση του έργου (την οποία περιόρισαν ως ιδεολογική διάσταση) οπότε καταργούμε κάθε ιδιαιτερότητα του μέσου έκφρασης και το ισοπεδώνουμε σ' έναν από τους πολλούς φορείς της “κυρίαρχης ιδεολογίας”. Το πρόβλημα αυτό δεν προσποιούμαι πως το επισημαίνω εγώ, τώρα. Προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν όλοι σχεδόν οι σημαντικοί κριτικοί, αλλά πάντα μ' έναν τρόπο που απλώς το συγκάλυπτε. Δια μιας προσθετικής μεθόδου άρχισαν να αναφέρονται από την μια στην αισθητική του έργου και από την άλλη στην ιδεολογία του. Έτσι καταλήξαμε στην διαδεδομένη πια άκαμπτη διάκριση μορφής και περιεχομένου, φόρμας (1) και ιδεολογίας και στις επακόλουθες ασυναρτησίες περί “άρτιας φόρμας, αλλά επικίνδυνης ιδεολογίας” και αντίστροφα.
  Το στοιχειώδες και μεταφυσικό σχήμα του καλού και του κακού διατηρείται εδώ, έστω και φραστικά μεταμφιεσμένο, είτε κάποιος υπονοεί την ουδετερότητα του κινηματογραφικού μέσου που του γίνεται καλή ή κακή ιδεολογική χρήση, είτε υπονοεί την καθεαυτή κακή φύση του κινηματογραφικού μέσου, ως μέσο φυγής, παθητικότητας αποπροσανατολισμού και προς το οποίο πρέπει “να αποστασιοποιηθούμε”.
  Κάποιοι πιο οξυδερκείς κριτικοί κατάλαβαν πως το πρόβλημα δεν ξεπεράστηκε και προχώρησαν παρά πέρα, επιχείρησαν να μιλήσουν για πλήρη αυτονόμηση της φόρμας, για λαμπρή επιφάνεια, για κενή μορφή η οποία έχει μεν ένα “περιεχόμενο”, αλλά αυτό είναι απλώς προσχηματικό και την οποία πρέπει να κρίνουμε μόνο ως μορφή εξελιγμένη ή όχι, ως σγουρή ή ίσια γραφή. Για άλλη μια φορά όμως επανερχόμασταν έτσι σε μια φιλολογία, έστω κι αν ήταν μια βελτιωμένη φιλολογία, που ονομάστηκε σημειολογική. Για άλλη μια φορά στο όνομα μιας νέας μεθόδου ή μιας “νέας κριτικής' που στοχεύει στην “αντικειμενικότητα” του αντικειμένου της, έπρεπε να εξαφανιστεί, δηλαδή να λυθεί μια για πάντα, το ζήτημα της κρίσης και της κριτικής σκέψης και συνυπόστατα η δυνατότητα δημιουργίας ενός άλλου έργου, ενός άλλου είδους, ριζικά άλλου και όχι απλώς πιο εξελιγμένης γραφής από τα προηγούμενα.
  Ο γνωστός καθορισμός του κριτικού λόγου ως λόγου παράλληλου προς τον λόγο του έργου, επειδή όπως λένε, πρόκειται για δύο διαφορετικά και παράλληλα είδη “γραφής”, περιορίζει, είτε το ξέρουν είτε όχι, την γλώσσα μόνο στην κωδική της διάσταση και τον κινηματογράφο στην θεαματική- οπτική του διάσταση και ξεγυμνώνει και τους δυο από την διάσταση της ανοιχτής σημασίας, χωρίς την οποία και η μεν και ο δε, δεν θα ήταν παρά “λόγοι” κλειστοί, νεκροί και δεν θα μπορούσαν ποτέ ούτε καινούργια κινηματογραφικά έργα να δημιουργηθούν, ούτε τίποτα καινούργιο να σκεφτούμε και να πούμε (2). Για άλλη μια φορά αυτό που αρνείται ο ορισμός του “παράλληλου λόγου” είναι η ίδια η δημιουργία και η ζωντανή κριτική σκέψη.
  Το πρωτότυπο έργο είναι πάντα το μεγάλο βάσανο της “κριτικής” γιατί δεν επιδέχεται και κλονίζει τις κατεστημένες μεθόδους ερμηνείας και αξιολόγησης που εφαρμόζει στα υπόλοιπα έργα.
  Δεν θέλω να πω εδώ, πως η οποιαδήποτε μέθοδος είναι σε σχέση προς οποιαδήποτε έργα αυθαίρετη και εξωτερική, ούτε πως κάθε νεοεμφανιζόμενο έργο ή η κάθε εξέλιξη της φόρμας μας οδηγεί σε μια αμφισβήτηση της ήδη  διαμορφωμένης κριτικής μεθόδου. Λέω πως μια τέτοια μέθοδος, εάν και εφ' όσον διαμορφώθηκε σε συνάρτηση με κάποια έργα, με κάποιο είδος έργων, εξακολουθει να είναι πρόσφορη μόνο για όσο εξακολουθούν να παράγονται ίδιου τύπου έργα, δηλαδή έργα συλλήψιμα, περιγράψιμα, επιδεκτικά συσχέτισης και ερμηνείας από τις κατηγορίες αυτής της μεθόδου. Ο όρος και η έννοια του σασπένς είναι μια τέτοια θεωρητική κατηγορία, πρόσφορη πάντα ως προς τις ταινίες του Χίτσκοκ και των επιγόνων του. Καθώς όμως δεν παράγονται μόνο έργα, δηλαδή δεν αναπαράγονται μόνο έργα, δηλαδή δεν αναπαράγονται μόνο έργα (καλά ή κακά) ενός δεδομένου, ενός ήδη δημιουργημένου είδους, αλλά και δημιουργούνται άλλα έργα, δημιουργώντας το ίδιο το είδος τους (ένα μόνο έργο μπορεί να συνιστά είδος) προκύπτει πάντα και σε σχέση μ' αυτά τα έργα, ένα ουσιώδες πρόβλημα ανεπάρκειας της οποιασδήποτε δεδομένης μεθόδου. Πως θα μπορούσε να αξιολογηθεί -ερμηνευθεί ένα αληθινά καινούργιο έργο, με μια παλιά μέθοδο, χωρίς να καταργεί ταυτόχρονα και την ίδια την πρωτοτυπία αυτού του έργου, αλλά και την ίδια την μέθοδο ως εφαρμόσιμη οπουδήποτε, δηλαδή ως αυθαίρετη;
  Η αναθεώρηση ή η εγκατάλειψη κάποιων θεωρητικών κατηγοριών συνιστά μια στιγμή αποφασίσιμη κατά την αξιολόγηση ενός συγκεκριμένου έργου. Έτσι στις σημαντικότερες περιπτώσεις κάθε αξιολόγηση ενός έργου αποτελεί και μια επαναξιολόγηση της κριτικής μεθόδου. Στις πιο τετριμμένες και συνηθέστερες περιπτώσεις οι κριτικοί λύνουν το ζήτημα μεροληπτώντας πάντα υπέρ του εαυτού τους, ακρωτηριάζουν το έργο για να σώσουν την μέθοδο τους.
  Δεν λέω πως οι κριτικοί δεν “αναγνωρίζουν” και δεν εξυμνούν αριστουργήματα, λέω πως ο τρόπος που τα ερμηνεύουν και τα αναλύουν, υποτάσσει, σχεδόν πάντα, αυτά τα έργα στα σχήματα και τις κατηγορίες μιας κλειστής μεθόδου που αυτοεπαναλαμβάνεται, λέω πως προβάλλουν σ' αυτά τα έργα τα δικά τους φαντάσματα και προκαταλήψεις και μιλάνε για αυτά με τρόπο τετριμμένο.
  Σε τίποτα δεν διαφέρει εδώ, αν αυτή η εξάρνηση της πρωτοτυπίας και της αλλότητας ενός έργου, πραγματοποιείται εμπειρικά ή περισπούδαστα, αν κάποιος βλέπει διαρκώς πίσω από κάθε “αριστούργημα” την δική του και ίδια πάντα αλήθεια ή την αλήθεια της δομικής σημειολογίας ή την επιβεβαίωση της μεγαλοφυΐας του Μαιτρ της ψυχανάλυσης ή την αλήθεια της μαρξιστικής διαλεκτικής ή την αλήθεια της Γραφής, δηλαδή πάντα την ίδια και αναλλοίωτη Αλήθεια εικονογραφημένη και ποτέ την αλήθεια του ίδιου έργου.
  Και ποιά είναι αυτή η ιδιαίτερη αλήθεια του έργου; Να ένα ερώτημα που οφείλει να μένει ανοιχτό (και για αυτό ενοχλητικό) και να αναγνωρίζει έτσι τον ανοιχτό χαρακτήρα κάθε μεγάλου έργου.
  Βέβαια δεν μπορούμε να κρίνουμε και να σκεφτούμε κάτι στο κενό, αλλά θέτοντας τα πάντα: σ' έναν δεδομένο ορίζοντα αναφοράς ούτε όμως μπορούμε να παραμείνουμε σ' αυτήν την “τοποθέτηση”, αν στ' αλήθεια κρίνουμε και σκεφτόμαστε.
  Έστω ότι δεχόμαστε ότι το Σολάρις /Solaris  είναι ένα έργο επιστημονικής φαντασίας, όπως έχουν πει. Μόλις όμως αρχίσουμε να σκεφτόμαστε, βλέπουμε πως αυτή η “τοποθέτηση” είναι αποτέλεσμα μιας ρηχής και επιπόλαιης συσχέτισης κάποιου ελάσσονος μυθοπλαστικού στοιχείου του έργου και του δεδομένου κινηματογραφικού είδους, που όχι μόνο δεν εξαντλεί αυτό που είναι αυτό το έργο, αλλά και μας παραπέμπει σε μια χοντροειδή εξομοίωση του με τις ταινίες της σειράς Σταρ Τρεκ / Star Trek και Πόλεμος των Άστρων. Τίποτα δεν αλλάζει σ' αυτό το παράδειγμα αν προσθέσουμε ότι “αυτό το έργο εκτός από μια στιγμή του είδους επιστημονική φαντασία, έχει και αξιώσεις υψηλής ποιότητας ή φιλοσοφικού στοχασμού”.
  Όταν όμως μιλάμε για επιστημονική φαντασία αναφερόμαστε σ' ένα συγκεκριμένο είδος ταινιών με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, που κάθε άλλο παρά έχουν κάποια σχέση με την “υψηλή ποιότητα”, αλλά με το υπερθέαμα και τα παραμύθια και δεν μπορούμε να τεντώνουμε αυτόν τον χαρακτηρισμό όπως μας καπνίσει για να τον κάνουμε να χωρέσει ό,τι περισσεύει από την ταξινομητική λογική μας.
  Μπορούμε όμως αναφέροντας, συν-κρίνοντας αυτό το έργο με το είδος επιστημονική φαντασία να επαναξιολογήσουμε και να ξεπεράσουμε την προτίμηση, την εκτίμηση και την στάση μας απέναντι στις ταινίες αυτού του είδους. Μπορούμε ίσως να πούμε: “να μια αληθινά σημαντική και αξιόλογη θεματοποίηση του διαστήματος, του αχανούς και του μέλλοντος από ένα κινηματογραφικό έργο, σε αντίθεση με τα παραμύθια που βλέπαμε μέχρι τώρα”. Αυτή η απόφανση όμως δεν σημαίνει μια διεύρυνση του είδους, αλλά μια διεύρυνση και αλλοίωση του αισθητικού μας κριτηρίου και των επιλογών του, μια αμφισβήτηση του τρόπου που έβλεπε, έκρινε και μιλούσε για τον κινηματογράφο.
  Καταλαβαίνουμε σ' αυτό το παράδειγμα γιατί το πρωτότυπο έργο αποτελεί κίνδυνο για κάθε κατεστημένη κριτική, που θέλει να παρουσιάζεται σαν αλάνθαστη και αναμφισβήτητη και γιατί το αρνείται ως τέτοιο συνειδητά ή ασυνείδητα και το κατατάσσει σ' ένα δεδομένο είδος ή στο βολικό και αφηρημένο “είδος” του κινηματογραφικού ποιήματος και του “καθαρού” κινηματογράφου.
[↑]

b_505X0_505X0_16777215_00_images_1617_solaris.jpg
Τι είναι η κριτική ενός έργου;

Αυτό, που για άλλη φορά, προτίθεται να συζητήσω είναι η κριτική ενός πρωτότυπου μεγάλου έργου, για τους ουσιώδες λόγους που επισήμανα παραπάνω, γιατί εδώ είναι που σκοντάφτει πάντα η κριτική και γιατί εδώ είναι που λέει κάτι σημαντικό όταν ξεπερνάει τον εαυτό της και παύει να είναι η εφαρμογή μιας φιλολογικής ή άλλης νόρμας. Ακόμα κι όταν κρίνω και κριτικάρω ένα έργο ως ασύνεκτο, ως κοινότυπο, ως άνισο αφηγηματικά, ως φορμαλιστικό παιχνίδι, ως θέαμα φθαρτό και καταναλώσιμο, προϋποθέτω ρητά ή σιωπηρά την ύπαρξη και την θέαση ενός τουλάχιστον έργου που είδα και εκτίμησα ως συνεκτικό, ως νέο, ως ανοιχτό σε μια πολλαπλότητα ερμηνειών, ως σημαντικό και προορισμένο να διαρκέσει και ως προς το οποίο συν- κρίνω το έργο που κριτικάρω.
  Μιλάω εδώ για κάτι άλλο και κάτι πέρα από διευρυμένη γνώση, από συσσωρευμένη πείρα από την κατοχή μιας “αλάνθαστης' θεωρίας, από ένα νέο εργαλείο κριτικής που θα αντικαταστήσει τα παλιά, μιλάω για την δύναμη και την θέληση κρίσης. Κρίνω σημαίνει επιλέγω, δια-κρίνω, συν-κρίνω, συν-εμφανίζω αυτό για το οποίο προτίθεμαι να μιλήσω με κάτι άλλο, που θεωρώ ως αρχή αξίας, ως θεμέλιο διαμόρφωσης του αισθητικού μου κριτηρίου, της ίδιας μου της κρίσης, κρίνω και κρίνομαι συνάμα.
  Κρίνω δεν σημαίνει αποδεικνύω. Δεν μπορεί να υπάρξει λογική απόδειξη ή θεωρητική θεμελίωση της αξίας ενός έργου κι όσοι επιδίδονται σε μια τέτοια απόδειξη εξαπατούν τους άλλους ή τον εαυτό τους, επιχειρούν να προβάλλουν και να επιβάλλουν τον εαυτό τους και τα έργα της αρεσκείας τους. Μια μη τετριμμένη κριτική δεν εξαντλεί, δεν κλείνει αυτό που μπορεί να ειπωθεί για ένα έργο, αλλά το ανοίγει.
  Ο κριτικός λόγος και η κριτική σκέψη δεν μπορεί να εγκαθιδρύσει μια αληθινή και σημαντική σχέση με το μεγάλο έργο, παρά μόνο εάν στοχεύει να ξαναβρεί την σημαντική, δημιουργική ρήξη, της οποίας την εμπειρία ένιωσε /είδε /βίωσε κατά την θέαση αυτού του έργου, ρήξη της διαθέσιμης σημασίας, ρήξη της δεδομένης κινηματογραφικής εκφοράς-έκφρασης, ρήξη του θεατή με τον ίδιο τον εαυτό του, με το βλέμμα (3) του και την αντιληπτική του στάση, τις παραστάσεις που έχει για τους άλλους, τον κόσμο, τον εαυτό του και την οποία ρήξη δεν προσπαθεί να οροθετήσει, να επικαλύψει με έννοιες, να την επουλώσει, να την κλείσει, αλλά να την επισημάνει δια του λόγου, να την εμβαθύνει, να την διανοίξει και να ανοιχτεί με την σκέψη και τη φαντασία του προς αυτήν.
  Ασκώ κριτική σ' ένα μεγάλο έργο σημαίνει: κρίνω -αξιολογώ -ερμηνεύω το έργο, ανιχνεύοντας τον ασύλληπτο, άμορφο, σκοτεινό και τελικά απερίγραπτο πυρήνα του, εκμαιεύω τις σημασίες του. Ασκώ κριτική δεν σημαίνει στοχεύω σ' ένα νόημα, ένα τέλος, μια απόδειξη, ένα μήνυμα, μια συμπερασματική απόληξη, αλλά αναζητώ μια πηγή σημασιών και νοημάτων, η οποία δεν στερεύει και της οποίας το βάθος, την ακριβή σύσταση και την διάρκεια ροής δεν γνωρίζω και ούτε μπορώ να γνωρίζω, εκτός κι αν την καταργήσω ως τέτοια.
  Ο κριτικός λόγος είναι ένας λόγος μέσα στο έργο και δια μέσου του έργου, είναι ένας λόγος που διασχίζει και ανοίγει το έργο, ένας λόγος αβέβαιος και τολμηρός ταυτόχρονα, που ξέρει ότι κάτι ψάχνει, αλλά δεν ξέρει a priori τι είναι αυτό που ψάχνει, που βυθίζεται μέσα στο έργο, στα “θολά του νερά” κι αναστατώνει τις σημασίες του.

  Στις εξαιρετικές στιγμές του κινηματογράφου, στις αυθεντικές δημιουργίες νιώθουμε μια αμηχανία, πέφτουμε σε μια ομίχλη σιωπής, σκεφτόμαστε, φανταζόμαστε, συζητάμε, γράφουμε, αλλά κάτι μας ξεφεύγει διαρκώς. Ένα μεγάλο έργο δεν είναι διαφανές, ποτέ δεν μας περιγράφει καθαρά τον εαυτό του και καμιά θεωρία, καμιά γνώση, καμιά συνέντευξη του δημιουργού του δεν μας βοηθά να μάθουμε πως υφάνθηκε ο σημασιακός του ιστός, δεν μας δίνει κάποιο προκαθορισμένο κανόνα για να το κρίνουμε, ούτε το κλειδί της ερμηνείας του. Το ίδιο το έργο μας φανερώνεται σ' ένα δικό του ξέφωτο, ως ο ίδιος ο κανόνας αξιολόγησης του, ως η αρχή του εαυτού του, ως αυτό που θα αποτελέσει την λυδία λίθο, που πάνω της θα κριθούν η θεωρία, κάποιες προγενέστερες και κάποιες μεταγενέστερες ταινίες και οι μέχρι τώρα κανόνες και μέθοδοι κριτικής.
  Βλέποντας ένα έργο και νιώθοντας πως με συντάραξε το θεωρώ απλώς ως ένα μέσο δια του οποίου μου αποκαλύφθηκε αυτό που ήμουν, αυτό που έμενε μέχρι τώρα κρυμμένο μέσα μου. Νιώθοντας όμως πως μου αποκάλυψε μια όψη του εαυτού μου και συνυπόστατα του κόσμου που ζω, έτσι όπως ποτέ άλλοτε δεν είχα δει, το αναγνωρίζω ως ριζική δημιουργία, αυτού που δεν θα ήμουν χωρίς την επαφή μ' αυτό το έργο. Αλλιώς γιατί θα με απασχολούσε;
  Μιλώντας έτσι δια μέσου αυτού που ήμουν και αυτού που είδα /φαντάστηκα /ένιωσα πως είμαι μέσα και χάρη σ' αυτό το έργο μιλώ αληθινά, ούτε έξω από το έργο, ούτε έξω από τον εαυτό μου (4). Και συγχρόνως δεν ξεχνώ πως αυτό το έργο είναι μια στιγμή του κινηματογράφου αυτής της κοινωνίας, αυτής της εποχής, πως αναδύεται μέσα απ' αυτόν τον κόσμο και για αυτόν τον κόσμο και πως κι εγώ που μιλώ είμαι αυτής της εποχής, αυτής της ιδιοσυγκρασίας, παιδείας και προκατάληψης, πως μιλώ αυτήν  την κοινωνικά θεσμισμένη γλώσσα, που ποτέ δεν θα μπορούσε να είναι ισοδύναμη με την γλώσσα του κινηματογράφου και απευθύνομαι σε άτομα, που και κρίση και σκέψη διαθέτουν και μπορούν να έχουν πάντα μια γνώμη που δεν θα είναι αναγκαστικά όμοια με την δική μου.
  Η μόνη αληθινή κρίση είναι η διαυγής γνώμη που βυθίζεται και δοκιμάζεται στην γνώμη των άλλων. Αν αυτή η βύθιση πλουτίσει και ενεργοποιήσει το διάλυμα, αν λειτουργήσει ως καταλύτης που θα επιταχύνει αντιδράσεις, χωρίς να επιβληθεί σ' αυτές, τότε και μόνο τότε θα είναι μια γνώμη αληθινή, μια γνώμη, που θα έχει κερδίσει την εκτίμηση και την αναγνώριση των άλλων.
  Η απάτη της αυθεντίας είναι η γνώμη που μεταμφιέζεται σε αναμφισβήτητο αξίωμα και επιχειρεί να διαφεντέψει τις άλλες γνώμες, ως αυτεπάγγελτος αντιπρόσωπος τους κι αυτή την απάτη ή αυταπάτη μπορούμε και οφείλουμε να την καταστρέψουμε ως απόφαση που λέει την Αλήθεια, που αρνείται την ετεροδοξία, που περιφρονεί τους άλλους.

  Μια άλλη, πιο “μοντέρνα” αυταπάτη -που δεν είναι παρά η άλλη όψη της προηγούμενης - είναι πως δεν υπάρχει καμιά αλήθεια, αφού ο καθένας εκφράζει μόνο τη δική του αλήθεια, την δική του γνώμη. Βέβαια αυτή η απόφανση σαν κάθε σοφιστική απόφανση αυτοκαταργείται κατ' ουσίαν από μόνη της, γιατί αν δεν υπάρχει καμιά αληθινή γνώμη, τότε ούτε κι αυτή που αποφαίνεται πως “δεν υπάρχει καμιά αληθινή γνώμη” δεν είναι αληθινή. Αυτό που συμμερίζεται χωρίς να το ξέρει, η δεύτερη αυταπάτη με την πρώτη, είναι η προϋπόθεση πως η αλήθεια είναι ή είναι μια, άφθαρτη, αναλλοίωτη, είναι η Αλήθεια ή αλλιώς δεν υπάρχει καμιά αλήθεια, οπότε δεν μας μένει παρά να σωπάσουμε και να αφεθούμε ο καθένας στην απόλαυση του. Αυτή όμως δεν είναι παρά η αίρεση της προηγούμενης θρησκευτικής πίστης στην Αλήθεια και κατά συνέπεια στο Νόημα, στην Ιδέα.
  Δεν υπάρχει καμιά αναγκαιότητα και καμιά μοίρα να παλινοδεύουμε ανάμεσα σ' αυτές τις δυο αφελείς και μεταφυσικές αντιλήψεις, όπως συμβαίνει χρόνια τώρα με την κάθε είδους κριτική λογοτεχνική, θεατρική, κινηματογραφική. Το ζήτημα της ορθής κρίσης είναι πάντα ζήτημα γνώμης (δόξα) ούτε αυθαίρετης, ούτε απόλυτα εγγυημένης εκ των προτέρων, η αξία και η αλήθεια της οποίας είναι πάλι ζήτημα γνώμης κ.ο.κ
  Κρίνω, διαλέγω, ξεχωρίζω αυτό το έργο, ως μεγάλο, σημαντικό, συγκλονιστικό για μένα και μιλάω, αποφαίνομαι για αυτό, συζητώντας τις όψεις και τις στιγμές που κρίνω ως σημαντικότερες σ' αυτό. Δεν προτίθεμαι να σας αποδείξω τίποτα, αλλά να εκφράσω μια προσωπική μου εκτίμηση και γνώμη με δική μου ευθύνη. Την γνώμη αυτή την διαμορφώνω στηριζόμενος, στην κρίση μου, στην εμπειρία της επαφής μου με το έργο, στην σκέψη, την φαντασία, την γνώση μου (πάντα ελλειπή και προσωρινή), στα όσα έχω ήδη δει, σκεφτεί, γνωρίσει, χωρίς να τους υποτάσσομαι, αλλά αναμορφώνοντας τα στο νέο φως αυτού του έργου.
  Αυτό που συζητώ και έτσι όπως το συζητώ, είναι σημαντικό για μένα, αξίζει για μένα, αλλά πιστεύω πως αξίζει και για σας. Αλλιώς δεν θα υπήρχε κανένας λόγος ούτε εγώ να γράψω ούτε εσείς να με διαβάσετε.
  Κοινοποιώ, δημοσιεύω αυτή τη γνώμη και τίποτα δεν αποκλείει να είναι υπερβολική ή λανθασμένη και ούτε ισχυρίζομαι πως εξαντλεί αυτό που είναι αυτό το έργο, όπως άλλωστε δεν εξαντλεί και μένα.
  Αυτή την γνώμη δεν επιθυμώ να σας την επιβάλλω, αλλά επιθυμώ να κερδίσω την εκτίμηση της από την δική σας γνώμη. Αν είδατε αυτό το έργο και αν θέλετε να ακούσετε και την γνώμη κάποιου που επιδόθηκε πιο επίμονα στην αξιολόγηση -ερμηνεία -κριτική αυτού του έργου, τότε οι οποιεσδήποτε αντιγνωμίες και άλλες κρίσεις, όχι μόνο είναι ευπρόσδεκτες, αλλά και ένδειξη ότι κάπου συναντηθήκαμε. [↑]

Σωτήρης Ζήκος

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια Νο 20)

Σημειώσεις
1.  Βλέπε Κινηματογραφικά Τετράδια Νο 14-15, το άρθρο “Το θέμα της φόρμας και η φόρμα του θεάματος”.  [↑]

2. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως οι σημασίες “της γλώσσας των εικόνων, είναι απολύτως αποδόσιμες ή μεταφράσιμες στην γλώσσα των λέξεων. Αυτή όμως η αδυνατότητα ισοδυναμίας, αποτελεί πρόβλημα μόνο για όσους νοιάζονται για το απόλυτο. Ο κριτικός λόγος γίνεται σημαντικός, λέει κάτι σημαντικό (και όχι τα πάντα) για ένα σημαντικό έργο, μόνο εάν και εφ' όσον ξεπερνάει την “παραλληλότητα” ή την διαφορά των δύο γραφών, διατηρώντας την, δηλαδή μέσα και δια μέσου αυτής της διαφοράς. Μπορούμε πάντα να αλλοιώσουμε τις σημασίες της γλώσσας για να επι-σημάνουμε και να περι-γράψουμε τις άλλες σημασίες ενός κινηματογραφικού έργου. [↑]

3.  Βλέπε Κινηματογραφικά Τετράδια Νο 14-15, το άρθρο “Το βλέμμα και ο άλλος” σελ. 83-84. [↑]

4. Αυτό κάθε άλλο παρά συνεπάγεται πως “υποδηλώνω την απουσία μου ως αντικείμενο” πως είναι μια τρύπα ή ένα κενό. Τρύπα και κενό είναι ίσως ο Ρολάν Μπάρτ και όλοι οι όμοιοί το,  όταν θεωρούν ως αυτονόητο πως ό,τι δεν είναι πλήρες δηλαδή πλήρως καθορισμένο,αναλλοίωτο μια για πάντα, δεν είναι τίποτα, πως είναι μια τρύπα, ένα κενό που απλώς μαγνητίζει γύρω του ρινίσματα λόγου. Αυτή η κενο-λογία δεν είναι παρά η αντεστραμμένη εκδήλωση του φαντάσματος της απόλυτης γνώσης και της θρησκοληψίας που στοιχειώνουν ακόμα τους απανταχού διανοουμένους (βλέπε Ρολάν Μπαρτ, στο βιβλίο του “Κριτική και αλήθεια “σελ. 70, εκδόσεις ΘΕΩΡΙΑ). [↑]