Στο δωμάτιο επικρατεί νεκρική ησυχία, αντίστοιχη της ασφυξίας κάθε μικρού χώρου. Στην ξύλινη, εσωτερική σκάλα έχουν σβήσει τα βήματα κι ο μόνος ήχος που προδίδει κάποια ανθρώπινη παρουσία είναι το ανελέητο χτύπημα του καυτού νερού στους σιδερένιους σωλήνες.
Κι έτσι ξύπνησε. Καθώς η ασφάλεια στο προσωπικό του καταφύγιο χάιδευε τη σιωπή, δραπέτευσε βίαια από τα φοβερά όνειρα που τον βασάνιζαν από τη μέρα που έφτασε σ’ αυτή την υγρή πόλη. Το κρύο και δύσμορφο φως που τρύπωνε σε δέσμες από τα κοντινά παράθυρα αποκάλυπτε τις σκοτεινές και ξεχασμένες γωνίες στο συμπαγές του δωμάτιο, αναδιαμορφώνοντας το φυσικό χώρο. Πνιγμένος στον ιδρώτα, έτρεμε ακόμη από τις απόκοσμες εικόνες των ονείρων του κι ένιωθε ακόμη πιο μόνος, αποτραβηγμένος σα θηρίο στην ιδιόκτιστη φυλακή του. Ο διαπεραστικός θόρυβος από τις ράγες του τρένου είχε αγκιστρωθεί στο νου του σε μια σύγχυση αισθήσεων. Εκείνα τα εφιαλτικά πρωινά, όταν το ρολόι πλησίαζε τις έξι, του υπενθύμιζαν ότι ήταν ο μόνος που επέστρεφε.
*
Κάποια στιγμή έφτασε. Δε θυμόταν ποια μέρα ήταν. Απομακρυνόμενος απ’ το σταθμό, άναψε τσιγάρο και βάδιζε γρήγορα. Το μακρύ και πικρό ταξίδι της επιστροφής, γεμάτο σταθμούς, αδιάφορες φάτσες με διαφορετικό προορισμό, ανούσιες, μίζερες μέρες στο νοσοκομειακό φως και τη στενότητα της καμπίνας, είχε πια τελειώσει γι’ αυτόν. Τώρα,η πόλη που γνώρισε σαν παιδί απλωνόταν γύρω του, μα, προς μεγάλη του απογοήτευση, του φαινόταν ανοίκεια και ξένη. Μια μικρή περιπλάνηση τον άφησε άφωνο μπροστά στο απόλυτο τοπίο αποσύνθεσης και φθοράς. Τα γκρίζα κτίρια έμοιαζαν να λιώνουν αργά, ενώ η χάρτινη πόλη μεταμορφωνόταν σε μια αόριστη, μετέωρη μάζα από καρκινώματα. Στη θέα της ανθρώπινης, λειτουργικής ασχήμιας, σάστισε, νιώθοντας τα βήματά του να βουλιάζουν, να ακολουθούν το ρυθμό της πόλης, σα να βρισκόταν μέσα σε κινούμενη άμμο. Στο μοναχικό του ταξίδι βίωνε ένα συνεχή ίλιγγο, συνειδητοποιώντας ότι όσο περισσότερο προχωρούσε μέσα
στο χρόνο, τόσο περισσότερο βυθιζόταν μέσα στην ψυχή του.
*
Πέρασε τη μεγάλη πόρτα και ένιωσε ένα βαρύ κόμπο στο λαιμό και μια γλυκειά ανυπομονησία τον κατέλαβε, στη θέα του παλιού του σπιτιού, που αναρωτιόταν πια αν θα τον καλωσόριζε με τα γνώριμα, ξυλώδη αρώματα, το μεγάλο τζάκι, το πιάνο με το σπαρακτικό του ήχο, ή τα αγαπημένα του πρόσωπα, που τόσο είχε λαχταρήσει να δει. Όμως βρήκε το σπίτι άδειο και νεκρό, γεμάτο νερό που έρρεε από μικρές εσοχές στο ταβάνι και το φουσκωμένο πάτωμα. Τις σκέψεις του διέκοψε το κλάμα ενός μωρού που έμοιαζε να έρχεται από μίλια μακριά. Συνειρμικά, θυμήθηκε τον πρώτο του λυγμό, το παιδικό του πρόσωπο, την τρυφερή αδεξιότητα και την ανασφάλεια της εφηβικής ανησυχίας του, τη συντριβή και την ιδεολογικοποίηση των ώριμων χρόνων του. Δύσκολα μπόρεσε να συγκρατήσει τη συγκίνηση που τον κατέκλυσε καθώς διήνυε με πάθος το μονοπάτι προς την πρώτη του κοιτίδα, προς το διαυγές, αρχικό του κύτταρο.
*
Κάθισε στο βαρύ, ξύλινο γραφείο του, παρατηρώντας με την άκρη του ματιού του τις σκούρες ανάγλυφες λεπτομέρειες που το έκαναν να μοιάζει κρουστό και επιβλητικό, επιστρατεύοντας σχολαστικά τις λέξεις για τη σύνθεση του έργου που έπαιρνε σάρκα και οστά στην αυτοβιογραφούμενη μνήμη του. Δεν ήξερε τι να πει, ήξερε μόνο ότι ήθελε να γράψει. Είχε καιρό να μιλήσει με τον αιώνιο, πιστό φίλο και εχθρό που κατοικούσε μέσα του, μέσα στις απειλητικές, άδειες σελίδες αυτού του έργου, που τον κοιτούσαν κατάματα, διαπεραστικά λες και ήθελαν μονομιάς να γραφτούν για να περάσουν στη σφαίρα του παρελθόντος, όπου όλα παραμένουν αδρανή και γαλήνια. Το άγριο φύσημα του πρωινού αέρα τάραξε την ησυχία των σκέψεών του και παρέσυρε τις σελίδες καταγής. Οι παλιές, τρυπημένες κουρτίνες ξέσπασαν σε μια ανάπηρη κίνηση που στιγμιαία ζάλισε τα μάτια του. Του άρεσε να χάνεται πού και πού. Χαμογελώντας μελαγχολικά, έσκυψε το κεφάλι του στη λευκή σελίδα και έγραψε:
«ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ : ΣΕΝΑΡΙΟ (μέρος πρώτο)»
Υ.Γ. Το κείμενο αυτό είναι η δική μου φαντασίωση σχετικά με το υπαρξιακό ταξίδι και τη γέννηση της ταινίας του Αντρέι Ταρκόφσκι, «Νοσταλγία» (1983) [ Nostalghia (Andrei Tarkovsky, 1983)] , που είναι μία από τις αγαπημένες μου ταινίες όλων των εποχών.