(μια επισκόπηση)
(κείμενο: Θόδωρος Σούμας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_dodo.jpg

Μετά τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο της μεταπολίτευσης, υπήρξε το σινεμά των σκηνοθετών του '90, των Γιάνναρη, Γραμματικού, Μπουλμέτη, Χούρσογλου και Κόκκινου. Με τις ελληνικές ταινίες του Γιώργου Λάνθιμου Κινέτα του 2005 και Κυνόδοντας του 2009 πάνω σε σενάρια του Ευθύμη Φιλίππου, και το Attenberg του 2010 της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη έκανε την εμφάνισή του ένα ελληνικό κινηματογραφικό ρεύμα διαφορετικό και ιδιότυπο, πιο παράξενο αισθητικά και μυθοπλαστικά από το αμέσως προηγούμενο. Στον Κυνόδοντα και το Attenberg ήρθε να συναρμολογηθεί το λεγόμενο greek weird wave, ξεκινώντας γύρω στο 2010 και στη δεκαετία του ’10.
Δεν θα επεκταθούμε στο άρθρο αυτό στα φιλμ των δύο σημαντικότερων Ελλήνων δημιουργών του 21ου αιώνα, του διεθνώς αναγνωρισμένου Γιώργου Λάνθιμου και του αδρού Γιάννη Οικονομίδη, που ήδη μας έχουν απασχολήσει επί μακρόν.

Ο Πάνος Κούτρας σκηνοθέτησε το 2009 την ακραία, δυνατή και δραματική ταινία Στρέλα, πάνω στον κόσμο των ομοφυλόφιλων και των τραβεστί, που αντιστρέφει κατά κάποιο τρόπο το οιδιπόδειο σύμπλεγμα και δίνει μια ομοφυλόφιλη εκδοχή του: παρουσιάζει ως κεντρικό ήρωα ένα νεαρό τρανσέξουαλ που αναζητεί τον φυλακόβιο πατέρα του όταν βγαίνει από τη φυλακή και κάνει έρωτα μαζί του (μιας και εδώ ο πατέρας αποτελεί αντικείμενο της επιθυμίας του και όχι η μητέρα του, όπως συμβαίνει στο κλασικό οιδιπόδειο σχήμα). Ο νεαρός τραβεστί κάνει σεξ μαζί του εν γνώσει του (και όχι εν αγνοία του όπως ο Οιδίποδας, ο οποίος συνευρίσκεται λόγω της μοίρας με τη μητέρα του). Το φιλμ είναι πετυχημένο όσο κινείται σε ένα ρεαλιστικό και λιτό ύφος. Ο τόνος του ίσως φαλτσάρει κάπως και γίνεται λιγάκι γκροτέσκος στις σκηνές των τραβεστί με την παρουσία της Μπέτυ και άλλων.
Βέβαια το γκροτέσκο και το κωμικό υπάρχει στη ματιά του Κούτρα ακόμη και στην πρώτη ταινία του, την Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά (1999). Η Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά είναι μια κοινωνική σάτιρα με διαστάσεις φανταστικού κινηματογράφου και έξυπνα σπέσιαλ εφέ, που κατάφερε να γίνει cult. Ο Κούτρας σκηνοθέτησε επίσης, το 2004, το στιλίστικο οικογενειακό μελόδραμα Αληθινή ζωή.
Το 2014 δημιούργησε την ταινία αναζήτησης ταυτότητας, επώδυνης ενηλικίωσης και περιπλάνησης στον ελλαδικό χώρο, Xenia, με ένα καλοκουρδισμένο σενάριο, δικό του και του Π. Ευαγγελίδη. Πρόκειται για ένα καλό κοινωνικό φιλμ χαρακτήρων, πάνω σε δύο νεαρούς ελληνοαλβανούς, δυο αδέλφια (ο ένας, νεαρός ομοφυλόφιλος), σε αναζήτηση του εξαφανισμένου στη Β. Ελλάδα και σκοτεινού, Έλληνα πατέρα τους, για να τους δώσει την ελληνική ιθαγένεια και χρήματα. Το φιλμ πραγματεύεται το θέμα της διαφορετικότητας, την αφέλεια κι αγριότητα της εφηβείας και την ωρίμανση. Είναι αστείο, συναισθηματικό, σκληρό και ταυτόχρονα γλυκό, ανάλαφρο, μουσικοχορευτικό, περιπετειώδες και σωματικό. Αφορά στη νεολαία και στην αφύπνισή της, είναι άμεσα κοινωνικοπολιτικό με αναφορές στη Χρυσή Αυγή και το ρατσισμό εναντίον των μεταναστών και των ομοφυλόφιλων. Είναι queer φιλμ και φιλμ ποπ (εξ ου οι αναφορές στην Ιταλίδα τραγουδίστρια Πάτυ Πράβο). Το Xenia έχει αμεσότητα, χιούμορ, αυθορμητισμό και ρεαλισμό.
Το Dodo (2023) είναι μια κοινωνική σατιρική κομεντί, σε ένα ελαφρά σατιρικό πνεύμα που διαπερνά αρκετές ταινίας του Κούτρα, όπως την Επίθεση του γιγαντιαίου μουσακά, την Αληθινή ζωή και το Xenia. Η περιγελαστική κοινωνική κριτική συνοδεύεται από ορισμένα σουρεαλιστικά ευρήματα, με κεντρικότερο την αιφνίδια εμφάνιση του εξαφανισμένου, σπάνιου, αφρικάνικου πουλιού dodo! Πρόκειται για μια αστεία και κριτική κοινωνική τοιχογραφία με πολλά, ανομοιογενή πρόσωπα διαφορετικής καταγωγής, που βρίσκονται στην πολυτελή βίλα του πλούσιου κεντρικού ζευγαριού (οι πειστικοί Σμαράγδα Καρύδη και Άκης Σακελλαρίου) με οικονομικά προβλήματα, όπου προετοιμάζεται μέσα σε ένα κωμικό, τρελό και παρανοϊκό  κομφούζιο, ο συμφεροντολογικός γάμος της κόρης τους… Δεν έχουμε να κάνουμε με μια τολμηρή κι εστέτ καλλιτεχνική ταινία τύπου Στρέλλας, αλλά αντίθετα με ένα προσιτό και «λαϊκό», διασκεδαστικό, ζεστό, ανθρώπινο, γενναιόδωρο, αλμοντοβαρικό και παλαβούτσικο φιλμ ευρείας αποδοχής, με στοιχεία φανταστικού σινεμά και ρεαλιστικής ντραμεντί, με έντονη φωτογραφική εικόνα της Μυτιληναίου και ευστοχία στις ερμηνείες και στις αναπαραστάσεις της νεόπλουτης, καλά εγκαταστημένης, υποκριτικής μπουρζουαζίας, με τα προβλήματά της που την υποσκάπτουν, μα τα αποκρύπτει.

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος το 2010 έφτιαξε το πολύ φρέσκο κοινωνικό φιλμ Wasted youth (σε συσκηνοθεσία Γιαν Φόγκελ) που χρησιμοποιεί και την επικαιρότητα της εποχής του, έχοντας σαν θέμα την αιματηρή, μοιραία και φονική, τυχαία συνάντηση ενός ανέμελου, «εξεγερμένου» εφήβου και της παρέας του με έναν βουλιαγμένο στα ψυχολογικά του προβλήματα, αστυνόμο. Δροσερός και εύστοχος ρεαλισμός, άμεση κινηματογράφηση, στυλ που θυμίζει ντοκιμαντέρ. Επίσης, γύρισε το 2008 την αστυνομική κωμωδία Banκ bang.
Το 2014 σκηνοθέτησε το δυνατό και ολοκληρωμένο ερωτικό ψυχογράφημα Suntan. Αφηγείται τη ζωή ενός μοναχικού κι εσωστρεφούς, σαρανταπεντάρη γιατρού στην Αντίπαρο, το καταθλιπτικό χειμώνα και το ηλιόλουστο, γεμάτο τουρίστες καλοκαίρι. Το καλοκαίρι ο γιατρός, για να βγει απ' τη μιζέρια του, θα μπει σε μια παρέα νεαρών, γυμνιστών τουριστών (μερικοί Έλληνες, μερικοί ξένοι), θα φλερτάρει, θα χορέψει σε κλαμπ, θα αρχίσει να απελευθερώνει το ήδη φθαρμένο και πλαδαρό σώμα του, θα πιει πολύ και θα ερωτευτεί –μοιραία– μια εικοσάρα Ελληνίδα, την Άννα. Η Άννα θα του προσφέρει μια φορά, ευκαιριακά κι ανεπαρκώς, το ερωτικότατο κορμί της και ο γιατρός θα κολλήσει... Η νεαρή θα του γίνει έμμονη ιδέα και η επακόλουθη αποστέρηση, μετά την αναχώρηση της μικρής για ένα διάστημα, θα αναδείξει την προβληματική κι ελλειμματική ψυχοσύνθεση του γιατρού. Έχει ήδη προλάβει να μας δηλώσει πως στο παρελθόν έχει περάσει πολλά. Ο συναισθηματικός του κόσμος είναι ευάλωτος, μάλλον διαλυμένος. Μέσα από τις δοκιμασίες του ατελέσφορου έρωτα, σταδιακά θα τρελαθεί και θα ξεπέσει ολοένα και περισσότερο, θα αμελήσει τα ιατρικά καθήκοντά του, θα εξευτελιστεί και θα λοιδορηθεί, θα γίνει ο περίγελως όλων, των νεαρών γυμνιστών της παρέας και των ντόπιων κατοίκων. Η ψυχοσεξουαλική ταυτότητα του κεντρικού ήρωα, υπό το συντριπτικό βάρος του αποτυχημένου έρωτά του, αναδεικνύεται ολοένα και πιο ψυχοπαθολογική.
Tο 2018, ο Παπαδημητρόπουλος γύρισε στην Ελλάδα, με Αμερικανούς πρωταγωνιστές, το Monday, πάνω στην κυμαινόμενη, πολυτάραχη, δοκιμαζόμενη ερωτική σχέση δυο Αμερικανών εραστών που πρωτογνωρίζονται τυχαία στην Ελλάδα, στην Αθήνα και στο Αιγαίο...

Ο Άγγελος Φραντζής έχει σκηνοθετήσει πολλά ενδιαφέροντα φιλμ, διαφορετικού στυλ, αισθητικής, κόστους κι επιπέδου παραγωγής φιλμ: Polaroid (2000), Το όνειρο του σκύλου (2005), Μέσα στο δάσος (2009), Σύμπτωμα (2015), τη διεθνή παραγωγή Το ακίνητο ποτάμι (2017), και τη βραβευμένη κι αποτελεσματική εμπορικά και αφηγηματικά, Ευτυχία (2019), για τη σημαντική στιχουργό του λαϊκού τραγουδιού Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. O Φραντζής επιχειρεί η κάθε ταινία του να αποτελεί ένα διαφορετικό αισθητικό εγχείρημα από την άλλη και τα καταφέρνει. Το τίμημα αυτής της προσέγγισης, η ανομοιογένεια που χαλάει τη μορφική και μυθοπλαστική συνέχεια που (πρέπει να) έχει το έργο ενός δημιουργού (auteur του σινεμά), αποκαθίσταται από ορισμένα αισθητικά και θεματικά νήματα που διατρέχουν, δυσπροσδιόριστα, το κινηματογραφικό σύμπαν του.
Τα τέσσερα πρώτα φιλμ του είναι “διαφορετικές”, εναλλακτικές ταινίες αναζήτησης χαμηλού προϋπολογισμού. Οι ταινίες του Το όνειρο του σκύλου, Μέσα στο δάσος, Σύμπτωμα, και Το ακίνητο ποτάμι διαπερνώνται από μια ισχυρή ποιητική πνοή, μια εμπνευσμένη ποιητική αύρα.
Το πρώτο του φιλμ Polaroid είναι ένα χαμηλού προϋπολογισμού φιλμ παρέας πάνω στην καθημερινότητα μιας ομάδας φίλων που επιθυμεί να κάνει ένα ντοκιμαντέρ και μια παράσταση, διερωτώμενη για το νόημα της συλλογικής πολιτιστικής δράσης στην ελληνική νεολαία του millenium.
Το Όνειρο του σκύλου είναι ένα φιλμ εικαστικής κι αισθητικής πληρότητας, με μεγάλα, φροντισμένα και σύνθετα πλάνα, κατασκευασμένο σαν όνειρο, με κομμάτια της εκτός ονείρου αφήγησης να αναμιγνύονται με τον εφιάλτη.
Το Μέσα στο δάσος μοιάζει με παγανιστικό φιλμ που εξερευνά πρωτογενώς τα σώματα και τους πόθους τριών νέων βυθισμένους στη φύση, τη σχέση τους με τη φυσική ύλη των δένδρων, των βουνών, του νερού, των κορμιών και των φυλλωμάτων. Γυρισμένο με μια απλή ψηφιακή φωτογραφική μηχανή που μετατρέπει τα χρώματα σε πηχτή ύλη, σε εικόνες πίνακα ενός εφευρετικού, “φωβιστή” (fauve) κολορίστα ζωγράφου.
Το Σύμπτωμα μας παρουσιάζει μια μυστηριακή, εφιαλτική, μισοφανταστική ιστορία σε ένα νησί τον χειμώνα, όπου εμφανίζεται και τρομοκρατεί τους ανθρώπους ένας κερασφόρο πλάσμα με πέτσινο μπουφάν. Το αντιμετωπίζει μια ενστικτώδης κοπέλα που επικοινωνεί έμμεσα μαζί του και μοιάζει με αντικατοπτρισμό του.
Τα δύο τελευταία φιλμ του, Το ακίνητο ποτάμι και Ευτυχία αποτελούν κάτι άλλο, μεγάλες και επιτυχημένες παραγωγές, οι οποίες ήρθαν σε επαφή με μεγαλύτερο μέρος του κοινού. Το Ακίνητο ποτάμι θέτει ζητήματα ερμηνείας της περιβάλλουσας πραγματικότητας, όπως άλλωστε κάνει και το Σύμπτωμα. Στη μυθοπλασία του Ακίνητου ποταμιού πρέπει να ερμηνευτεί το πώς έμεινε έγκυος η ηρωίδα χωρίς να έχει πρόσφατα σεξουαλικές σχέσεις με τον άντρα της. Ο ορθολογισμός συγκρούεται με το ανεξήγητο, τη μεταφυσική και την πίστη. Ο Φραντζής στήνει το υπαρξιακό “δράμα” του ζευγαριού και της ηρωίδας μέσα στο χιονισμένο, παγερό, σκληρό τοπίο της βόρειας Ρωσίας, χώρο που ντύνει το δράμα εκφραστικά και συμβολικά.
Η Ευτυχία εκπλήσσει τον θεατή με τη μυθοπλαστική, αφηγηματική και δραματουργική αρτιότητα, επάρκεια και επιδεξιότητά της. Η αφήγηση πηγαινοέρχεται μπρος πίσω στη γεμάτη δοκιμασίες ζωή, στη βιογραφία της στιχουργού του λαϊκού τραγουδιού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, στη νιότη (ερμηνεύτρια η Κ.Γκουλιώνη) και στην ωριμότητά της (η Κ.Καραμπέτη). Ταινία με συναίσθημα, χαρά και βάσανο, με ειλικρίνεια και πορεία προς την αυτεπίγνωση της ηρωίδας. Στην Ευτυχία ο Φραντζής προσπαθεί και καταφέρνει το αντίθετο από τα προηγούμενα φιλμ του (δηλαδή το να πρωτοτυπήσει σε βαθμό που να βρίσκει κάθε φορά μια δική του, αυτοδύναμη γλώσσα). Εδώ θέλει να μας καθηλώσει – και το πετυχαίνει – ακολουθώντας την κλασικότροπη χρήση της φιλμικής γλώσσας του προσιτού και “ανοιχτού” στους πολλούς θεατές σινεμά.
Η γκάμα, η βεντάλια του αισθητικού ύφους του Άγγελου Φραντζή είναι αξιοσημείωτα μεγάλη, από το παράδοξο / παράξενο και την ιδιότυπη, ατμοσφαιρική ποίησή του στα φιλμ Το όνειρο του σκύλου, Μέσα στο δάσος, Σύμπτωμα, Το ακίνητο ποτάμι, ως τη νεανική θεματική στα Polaroid και Μέσα στο δάσος, και ως την αφηγηματική, στιβαρή, αριστοτεχνική, “λαϊκή” μυθοπλασία – όπως το λαϊκό τραγούδι – που σε ελκύει και σε συμπαρασύρει, στην Ευτυχία.

Ο Σύλλας Τζουμέρκας αφηγείται τις μυθοπλασίες του με μη γραμμικό και αποσπασματικό τρόπο, δίνοντας αρχικά στον θεατή ένα μπερδεμένο κουβάρι που του το ξεμπερδεύει σταδιακά. Στην πρώτη ταινία του Χώρα προέλευσης (2010) το παρακάνει ως προς τα πρόσωπα της μυθοπλασίας: Ο θεατής χρειάζεται πολλή ώρα για να καταλάβει ποιος είναι ποιος και τι κάνει. Το αφηγηματικό τοπίο αργεί να ξεδιαλύνει.
Στο Η έκρηξη (2014) απλά παίζει με το μοντάζ και τη μετακίνηση της αφήγησης στο χρόνο: μια πηγαίνει προς τα πίσω και μια προς τα εμπρός, αλλά οι χαρακτήρες είναι ευτυχώς κατανοητοί. Το θετικό του είναι πως ασχολείται με το κοινωνικό περιβάλλον και τα προβλήματά του, πως οι ιστορίες του αναφέρονται στη σύγχρονη κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Καλή, γλαφυρή και στρωτή αφηγηματικά είναι η αστυνομικο-κοινωνική ταινία του, Το θαύμα της θάλασσας των Σαργασσών, του 2019, με πρωταγωνίστρια της Αγγελική Παπούλια, που υποδύεται πειστικά μια επαρχιακή αστυνόμο. Η πόλη και η πόλη είναι το τελευταίο ιστορικο-κοινωνικό φιλμ του συσκηνοθετημένο με τον Χρήστο Πασσαλή (της θεατρικής ομάδας Βlitz με την οποία συνεργάστηκε κι ο Τζουμέρκας), του 2022, για τον πληθυσμό των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη του χθες και του σήμερα, σε ένα φιλμ μίγμα ντοκιμαντέρ, μυθοπλασίας και δοκιμίου.

Ο Φίλιππος Τσίτος γύρισε το 2001, στη Γερμανία, το My sweet home, με θέμα τους μετανάστες, και στην Ελλάδα, το 2008, την κεφάτη, εύθυμη σάτιρα, Ακαδημία Πλάτωνος.
Το 2011 γύρισε το γλυκόπικρο, χαμηλότονο, «καουρισμακικό» τρόπον τινά φιλμ Άδικος κόσμος. Ο Άδικος κόσμος είναι ένας κλαυσίγελος, μια ειρωνική ντραμεντί πάνω σε έναν αστυνομικό που θέλει να κάνει πάντα το ηθικά σωστό μα καταφέρνει να τα θαλασσώσει (κάνει ακούσιο φόνο εκ παραδρομής). Μετά θα ξαναβγεί από αυτήν την αδιεξοδική κατάσταση χάρη στον έρωτα, δηλαδή συναντούμενος στα μισά του δρόμου με μια ωραία καθαρίστρια που υπήρξε μάρτυρας του φόνου του! Το φιλμ του Τσίτου, που περιστρέφεται γύρω από χαρακτήρες losers, έχει αισθητικό ήθος κι ευγένεια, δηλαδή σκηνοθετικό στυλ. Και είναι τρυφερό, μελαγχολικό, αστείο και μινιμαλιστικό, κοινωνικό και συνάμα σουρεαλιστικό σε ένα πετυχημένο κράμα.
Το 2024 σκηνοθέτησε τη μεγάλου μήκους  Δεξιώσεις. Έχει σκηνοθετήσει κι ενδιαφέρουσες αστυνομικές σειρές στη γερμανική τηλεόραση.

Ο στυλίστας Αλέξανδρος Αβρανάς, με εικαστικές καταβολές που περνούν στο κινηματογραφικό έργο του, σκηνοθέτησε το 2008 το ιδιαίτερα φροντισμένο από εικαστική άποψη, υπερστυλιζαρισμένο και αφαιρετικό Without. Το 2013 γύρισε το Miss Violence, δυνατή, ερεβώδη και σοκαριστική ταινία για την ενδοοικογενειακή, ψυχολογική, σωματική και σεξουαλική βία που κρύβεται πίσω από την καλογυαλισμένη βιτρίνα της ελληνικής αγίας οικογένειας, ταινία που βραβεύθηκε και διακρίθηκε ιδιαίτερα στο Φεστιβάλ Βενετίας. Σε πρώτη προσέγγιση μπορούμε να ορίσουμε το Miss Violence ως ένα οικογενειακό δράμα, σκηνοθετημένο ταυτοχρόνως παγερά, ρεαλιστικά και ελλειπτικά, σε μια εύθραυστη ισορροπία. Το Miss Violence είναι στιβαρό, με ισχυρό, τολμηρό σενάριο και στερεή σκηνοθεσία, που ελέγχει επίμονα το χώρο του διαμερίσματος της οικογένειας των κρυμμένων σεξουαλικών εγκλημάτων, καθορίζοντας αυστηρά την έκφραση της βίας, παντού όπου καραδοκεί η απειλή. Ο Αβρανάς, δημιουργώντας μια ασφυκτική ατμόσφαιρα, κατορθώνει να φτιάξει μια εφιαλτική και πνιγηρή ταινία. Παρουσιάζει αμείλικτα και ψυχρά την αδυσώπητη εφαρμογή της πειθαρχίας και την οικογενειακή σεξουαλική βία του παππού-πατέρα-αφέντη-βιαστή-προαγωγού-τέρατος, τη σκληρή επιβολή της στα υποχρεωμένα, εξαναγκασμένα να υπακούσουν μέλη της οικογένειάς του, ιδίως τα πειθαναγκασμένα παθητικά θηλυκά, που εκπορνεύει ή βιάζει. Στο διαμέρισμα της οικογένειας του παππού κυριαρχεί η απόλυτη τάξη και η σιωπή. Το φιλμ είναι αποκαλυπτικό –με όλες τις έννοιες–, σκληρό και ηθικά προκλητικό.
Το 2016 σκηνοθέτησε τη διεθνή παραγωγή True crimes, ένα βραδυφλεγές και σύντομο στο τελικό μοντάζ του από τους παραγωγούς, ατμοσφαιρικό, σκοτεινό θρίλερ, με τον Τζιμ Κάρεϊ, πολύ διαφορετικό από ό,τι συνήθως. To 2017 γύρισε το ελληνικό φιλμ Love me not, ένα ακόμη βίαιο, ανελέητο, ψυχρό και προκλητικό, οικογενειακό, ψυχολογικό θρίλερ. Τελευταίο του φιλμ, του 2024, η διεθνής συμπαραγωγή Quiet Life.

Η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη το 2000 σκηνοθέτησε το «διαφορετικό» φιλμ Η διαρκής αναχώρηση της Πέτρα Γκόινγκ (Ελλάδα-ΗΠΑ), ταινία με ατμόσφαιρα που θυμίζει αντεργκράουντ και Σαντάλ Ακερμάν. Το 2010 γύρισε το Attenberg, που πήρε βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο φεστιβάλ Βενετίας. Το Attenberg περιγράφει με κλινική, σχεδόν βιολογική ματιά, τη γυναικεία φιλία και το ξύπνημα της γυναικείας σεξουαλικότητας, παράλληλα με την έλευση του θανάτου (του πατέρα της κοπέλας που είναι η ηρωίδα). Παρακολουθούμε, δηλαδή, στο φιλμ, το ξεκίνημα της ενήλικης ζωής, την αφύπνιση του έρωτα και το τέλος, το πλησίασμα του θανάτου. Η Τσαγγάρη περιγράφει τις πράξεις μα και τα συναισθήματα των ηρώων της με ηθελημένα ψυχρό και διαυγή τρόπο, με έναν τρόπο που να μπορεί να διατηρεί την απόσταση της κλινικής παρατήρησης, μα και να αναδεικνύει διακριτικά τα συναισθήματα των προσώπων (σχέση κόρης-πατέρα κλπ).     
Το 2014 γύρισε το Chevalier, σε ένα σκάφος, με τους Γ.Πυρπασόπουλο, Σάκη Ρουβά, Γ.Κέντρο, Β.Μουρίκη και Μ.Παπαδημητρίου, πάνω στις ανδρικές σχέσεις ανταγωνισμού, που βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ του Λονδίνου. Πρόκειται για την ιστορία μιας παρέας κάπως macho ανδρών, πετυχημένων επαγγελματικά κι απομονωμένων σε ένα γιοτ, οι οποίοι επιδίδονται σε ένα αυτοσχέδιο συγκρουσιακό παιχνίδι για το ποιος είναι ο καλύτερος.
Το σενάριο και κατά προέκταση η μυθοπλασία της Τσαγγάρη έχουν τη σφραγίδα του Ευθ. Φιλίππου. Αν και το φιλμ έχει χαρακτηρισθεί κωμωδία ή σάτιρα, αυτό που το χαρακτηρίζει είναι η σεναριακή δομή του Φιλίππου, έχει δηλαδή τα χαρακτηριστικά ταινίας κεκλεισμένων των θυρών. Παρακολουθούμε τα διαδραματιζόμενα σε έναν απομονωμένο χώρο, το γιοτ, τον τόπο μιας σαρκαστικής και τρόπον τινά αλληγορικής δράσης. Η προσέγγιση εμπεριέχει την ειρωνεία και την αφαίρεση. Τα πράγματα μισολέγονται, εκφράζονται διακριτικά. Ίσως εκεί εστιάζεται και το όποιο πρόβλημα της ταινίας, σχετικά δηλαδή με τους κενούς από δράση χρόνους. Καταρχήν, εάν εξαιρέσεις το τελευταίο μέρος του φιλμ λείπει η ένταση, η πυκνότητα. Κατά δεύτερο λόγο, οι προαναφερόμενοι κενοί από δράση χρόνοι θα έπρεπε ίσως να είναι κατοικημένοι από σκηνές ας πούμε αντονιονικού τύπου, δηλαδή από καθαρές κι άδειες, οπτικές εικόνες οι οποίες θα γέμιζαν την κενότητα των νεκρών χρόνων. Τελευταίο της φιλμ, του 2024, η διεθνής συμπαραγωγή Harvest.

Ο πολλά υποσχόμενος, ταλαντούχος, Μπάμπης Μακρίδης είναι ένας ενδιαφέρων, πρωτότυπος, στυλίστας και ατμοσφαιρικός σκηνοθέτης που γύρισε δύο αξιόλογα φιλμ σε σενάρια που έγραψε με τον Ευθύμη Φιλίππου, σεναριογράφο του Λάνθιμου. Το L, το 2011, και κυρίως τον πολύ καλό και βραβευμένο Οίκτο (2018), ζοφερό, ατμοσφαιρικό κι αλλόκοτο, ένα ιδιόμορφο, ιδιοσυγκρασιακό ψυχογράφημα που σε βάζει σε ένα παράξενο, ψυχαναγκαστικό κλίμα... Σκηνοθέτησε επίσης το ποιητικό ντοκιμαντέρ Όρνιθες (ή πώς να γίνεις πουλί), το 2020.

Αξιοσημείωτα φιλμ σκηνοθέτησε κι ο Στράτος Τζίτζης, τα 45 m2 (2010), Σώσε με (2001), Καύση, (2015), Night Out (2018), αλλά και την εμπορική κωμωδία Η αγάπη είναι ελέφαντας (2000), πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Οι ταινίες του 45 m2 και Σώσε με είναι οι πιο πετυχημένες, συμπαθητικές, ευαίσθητες κι εκφραστικές που έφτιαξε, με ηρωίδες σύγχρονες γυναίκες της Αθήνας, ταινίες που αντανακλούν τα αντίστοιχα κοινωνικά και γυναικεία ζητήματα, τη σχέση της σημερινής γυναίκας με την πόλη, την εργασία της, τον έρωτα, τη μοναξιά και τον αγώνα της για την υλική επιβίωση, την αξιοπρέπεια, την αγάπη και τη ζωή. Μόλις τελείωσε την ταινία του Έχω κάτι να πω.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_animal.jpg
Η Ελίνα Ψύκου είναι καλή, δραστήρια, ρεαλιστής σκηνοθέτις, η οποία δημιούργησε τις αξιοπρόσεκτες αφηγηματικές μυθοπλασίες Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά (2013) και το Ο γιος της Σοφίας (2016). Το σινεμά της αφήνει ένα ξεχωριστό, ζωντανό και εναργές αποτύπωμα, σταράτο, εκφραστικό, αντιπροσωπευτικό των κοινωνικών ζητημάτων και ειλικρινές. Το 2023 έφτιαξε το ντοκιμαντέρ Αδέσποτα κορμιά, για τα συμπιεσμένα και καταπιεσμένα σώματα τριών γυναικών, μιας που θέλει να κάνει έκτρωση, μιας που θέλει να κάνει τεχνητή γονιμοποίηση και μιας άλλης που ποθεί την ευθανασία.

Είχα ξεχωρίσει τη νέα σκηνοθέτιδα Σοφία Εξάρχου το 2016, με την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Park για την έντονη και σημαίνουσα, ταυτόχρονα νατουραλιστική και ρεαλιστική απεικόνιση του πάσχοντος και ευχαριστούμενου, ατομικού σώματος, που συν τω χρόνω γίνεται και κοινωνικό, θέλω να πω προσδιορισμένο όχι μόνο λιβιδινικά μα και κοινωνικά. Τα στοιχεία αυτά βρίσκουμε και στην τελευταία ταινία της, Animal, του 2023. Το Park αποδομούσε το όνειρο των Ολυμπιακών αγώνων του 2004, δείχνοντας τα φθαρμένα, ερειπωμένα κι εγκαταλειμμένα ολυμπιακά ακίνητα, όπου έπαιζαν βίαια οι μικροί ρωσοπόντιοι και άλλα αγόρια (μαζί με την Βλαγκοπούλου) και τελικά κορυφωνόταν με το φλερτ, τη βιαιότητα και το σεξ του νεαρού ήρωα Δημήτρη με έναν γκέι, ξένο τουρίστα, μάλλον για υλικά οφέλη.
Και οι δύο μέγαλου μήκους ταινίες της Σοφίας Εξάρχου είναι ιδιαίτερα καλές και κρύβουν μέσα τους έντονη δυναμική, παρά τις – ηθελημένες – επαναλήψεις τους. Στο "Animal" η μετεξέλιξη της ιστορίας και το κορύφωμά της είναι συνειδησιακού χαρακτήρα, αναφέρεται στην αυτεπίγνωση, στη συνειδητοποίηση της κεντρικής ηρωίδας Κάλιας, μέσα από τις δοκιμασίες και τα κακοπαθήματα του σώματός της, πως «δεν πάει άλλο», πως έφτασε στα ψυχολογικά, ηθικά και οργανικά όριά της, στο μέχρι εδώ και μη παρέκει…


Η Κάλια (η εκφραστικότατη, βιωματική, εκστατική κι αυθόρμητη, βραβευμένη στο Λοκάρνο, Δήμητρα Βλαγκοπούλου) είναι η επικεφαλής μιας τρελούτσικης, κιτς ομάδας νέων ανιματέρ, διασκεδαστών σε ένα ξενοδοχείο όπου κάνουν διακοπές, κυρίως, Ρώσοι και βαλκάνιοι τουρίστες, σε κάποιο ελληνικό νησί. Ανιματέρ λίγο λούμπεν, αμφισεξουαλικών, άταχτων, παθιασμένων κι αυθόρμητων, τρελούτσικων εργαζόμενων νέων, διαφορετικής καταγωγής. Η ψυχαγωγία των εύπορων και μεσηλίκων τουριστών, πελατών του ξενοδοχείου, είναι δύσκολη κι επίπονη, πολύ απαιτητική γιατί χρειάζεται πρόβες, χορό, κωμικότητα, τραγούδι, σεξαπίλ, χούφτωμα, νάιλον κοστούμια, κωλοτούμπες, γκλίτερ, αστεία, περιπτωσιακό σεξ, μπρίο, χάρτινα ντεκόρ, ανέκδοτα, καραόκε, χαμόγελα, πολύ αλκοόλ, ευρηματικότητα, ρουτίνα και αυτοσκηνοθεσία μέσα σε ένα μελαγχολικό περιβάλλον… Οι νέοι ανιματέρ, άλλοι Έλληνες, άλλοι Ρώσοι και μια άλλη ίσως Πολωνή, τα δίνουν όλα, μα για να βρουν τόση ενέργεια, καλή διάθεση και το κέφι που χρειάζονται, καταναλώνουν μπόλικο αλκοόλ, ντοπάρονται, αλληλοπηδιούνται μερικές φορές, τρέχουν με τα μηχανάκια τους και πάνε νυχτερινές εκδρομές.
Η ματιά της σκηνοθέτιδος είναι απομυθοποιητική, τα όνειρα επιτυχίας των απόκληρων των ψυχαγωγικών βιοτεχνιών της χαράς, αν και σκληρά εργαζόμενων, διαψεύδουν για τους μετανάστες και τους φτωχούς το «ελληνικό όνειρο» της ευμάρειας, του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης από την οποία υποτίθεται πως θα επωφεληθούν όλοι.
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_fantasmata-tis-epanastasis.jpg
Ο Θάνος Αναστόπουλος, η Πέννυ Παναγιωτοπούλου, κ.α. απετέλεσαν τη γέφυρα του σινεμά των Γιάνναρη, Γραμματικού, Μπουλμέτη, Χούρσογλου με αυτό της δεκαετίας του 2010. Το ίδιο ισχύει για τον Πάνο Καρκανεβάτο (Μεταίχμιο,1995, Χώμα και νερό,1999, Καλά κρυμμένα μυστικά – Αθανασία, 2008, Όχθες, 2014), τον Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο (βασικά ντοκιμαντερίστα, Ύψωμα 33, 1998, Ο γιος του φύλακα, 2006, Daniel ’16, 2020,  και τα ντοκιμαντέρ Ο μανάβης, 2013, Ηθοποιοί: Ημερολόγιο σπουδής, 2014, Σιωπηλός μάρτυρας,2016, Ο Ηρακλής, ο Αχελώος και η Μεσοχώρα, 2019, Υφάντρες, 2020), την ντοκιμαντερίστα Εύα Στεφανή (Ακρόπολη, 2001, Λουόμενοι 2008, Μέρες και νύχτες της Δήμητρας Κ., 2021, κ.α.) και την Ελισάβετ Χρονοπούλου (Μικρή Άρκτος, 2015, Ο Αννίβας προ των πυλών, 2011, και Ένα τραγούδι δεν φτάνει, 2003).
Ο Θάνος Αναστόπουλος γύρισε ταινίες καθαρά καλλιτεχνικές, με προσωπική αισθητική σφραγίδα και δικό του ύφος, που εξελίχθηκε από ένα στυλ πιο ποιητικό σε μια αισθητική περισσότερο λιτή και ρεαλιστική: Όλο το βάρος του κόσμου,2003, Διόρθωση, 2007 και Η κόρη (2012), ταινία με πιο απλό και αδρό κοινωνικό ρεαλισμό από τις προηγούμενές του. Το 2016 συμμετείχε στο Φεστιβάλ των Καννών το δημιουργικό ντοκιμαντέρ του Η τελευταία παραλία γύρω από τον αυθαίρετο διαχωρισμό των φύλων και των ανθρώπων, απομεινάρια σήμερα μιας ξεπερασμένης παλαιής αντίληψης... To 2022 γύρισε Τα φαντάσματα της επανάστασης, μια ιστορική και συνάμα φανταστική, υβριδική ταινία.

Η Πέννυ Παναγιωτοπούλου  σκηνοθέτησε το 2002 το συναισθηματικό φιλμ αναμνήσεων Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου, για ένα αγόρι που χάνει τον αγαπημένο του νέο πατέρα, και το 2013 το πιο διαυγές και ψύχραιμο, πιο ελεγχόμενο σκηνοθετικά, September. To 2024 δημιούργησε το μεγάλου μήκους Wishbone. Το September διηγείται τις προσπάθειες μιας μοναχικής κοπέλας, μετά το θάνατο του σκύλου της, να ενσωματωθεί στη «γεμάτη» ζωή μιας γειτονικής οικογένειας, κοντά στο σπίτι της, που της επιτρέπει να θάψει το σκύλο στην αυλή της. Το September είναι ένα καλοσκηνοθετημένο ψυχολογικό φιλμ πάνω στην απελπισία της μοναξιάς και της δυσκολίας επικοινωνίας του μοναχικού, προβληματικού λόγω απομόνωσης ανθρώπου, εδώ μιας παράταιρης, δυσλειτουργικής, μονομανούς, τριαντάρας κοπέλας που υποδύεται με μεγάλη εσωτερικότητα η Νόρα Καρβούνη. Αλλόκοτη υποκριτική παρουσία για ένα κυριολεκτικά αλλόκοτο φιλμ (το οποίο ανταποκρίνεται στο χαρακτηρισμό «ελληνικό αλλόκοτο κύμα»). Το September, γυρισμένο ψηφιακά, με καλή και λειτουργική μορφική-αισθητική προσέγγιση, αποτελεί σίγουρα ένα αποφασιστικό βήμα προς τα μπρος της Π.Παναγιωτοπούλου, προς ένα σκηνοθετικά σκεπτόμενο σινεμά.


Ο σκηνοθέτης και μουσικός Αλέξανδρος Βούλγαρης (The Boy) έχει γυρίσει ενδιαφέροντα φιλμ: Κλαις; (2003), αστείος, γνήσιος κι ειλικρινής πίνακας της σύγχρονης νεολαίας του millenium· Ροζ (2006), πάνω στη σχέση συμπάθειας και παρέας ενός νέου με ένα κοριτσάκι προεφηβικής ηλικίας· Νήμα (2016), ένα εναλλακτικό, προσωπικό φιλμ για τη φυλακισμένη επί δικτατορίας, αντιστασιακή μητέρα του και τη σχέση της με το αγόρι της, τον ίδιο, μικρό.  Και το αισθαντικό Winona (2019), για τέσσερις ωραίες κοπέλες στην ακρογιαλιά με μπικίνι, που κουβεντιάζουν ανέμελα, εν τη απουσία μιας φίλης τους που πνίγηκε στη θάλασσα. Σκηνοθέτησε ακόμη το Γυμναστήριο (2020), βασισμένο σε 17 μονολόγους επί καραντίνας και το ατελέσφορο, μικρής δυναμικής πειραματικό φιλμ Χιγκίτα (2012).
Στο Πολύδροσο (2023), για την τρυφερή, νοσταλγική σχέση μητέρας και κόρης στο προάστιο Πολύδροσο, εκδηλώνονται τα χαρακτηριστικά, ήτοι οι αρετές και τα μειονεκτήματα του σινεμά του Αλέξανδρου Βούλγαρη. Λυρισμός, συναίσθημα, ατμόσφαιρα, ποίηση, στοιχεία από docufiction και αυτοσχεδιασμό και εικαστικά πλάνα, σενάρια βασισμένα σε μια ενδιαφέρουσα, καλή ιδέα, ανεπαρκώς ανεπτυγμένα, επαναλήψεις λόγω έλλειψης ανάπτυξης της μυθοπλασίας· σ’αυτό το φιλμ παρακολουθούμε το ξετύλιγμα μιας επίμονης, υπερβολικής ευαισθησίας. Γενικά η φιλμογραφία του Αλέξανδρου Βούλγαρη παρουσιάζει την αντίθεση λυρισμού και επαναληπτικότητας, ευαισθησίας και τόλμης. Διαθέτει εικαστικό μάτι, ευαίσθητο, δεκτικό αυτί (είναι μουσικός) κι ενσυναίσθηση. Μα επαναλαμβάνοντας τα ατού του σε φιλμ που τα σενάριά τους κάνουν για συντομότερες ταινίες, στομώνει αυτά τα ατού. Ο ιδιοσυγκρασιακός σκηνοθέτης δημιουργεί και μας δίνει πιο αξιόλογες και ενδιαφέρουσες ταινίες όσο εκθέτει κι αναπτύσσει τη μυθοπλασία (Κλαις;, Νήμα) και απομακρύνεται από τον πειραματισμό που αποτελεί δύσκολη, ευάλωτη ισορροπία σε τεντωμένο σκοινί (Χιγκίτα).

Ενδιαφέρουσες ταινίες  έχουν φτιάξει οι: Ζαχαρίας Μαυροειδής (O ξεναγός, 2010, Απόστρατος, 2019, Το καλοκαίρι της Κάρμεν, 2023)· ο Χρήστος Νίκου με τα βραβευμένα Μήλα, 2020, και την αγγλική παραγωγή Fingernails, μια αλληγορική, αισθηματική ντραμεντί επιστημονικής φαντασίας· η Ευαγγελία Κρανιώτη με δύο ποιητικά δημιουργικά ντοκιμαντέρ (Exotica, Erotica, etc, 2015, Obscuro Barroco, 2018)· ο Γιώργος Κωνσταντάτος (Luton, 2013, Μικρά όμορφα άλογα, 2020)· ο Αλέξης Αλεξίου (Ιστορία 52, 2008, Τετάρτη 04:45 , 2014)· ο Κύπριος Ηλίας Δημητρίου (Fish 'n' chips, 2011, SMAC, 2015)· η Κωνσταντίνα Βούλγαρη (Valse sentimental, 2007, Συγχαρητήρια στους αισιόδοξους;, 2012)· ο Γιώργος Γεωργόπουλος (Tungsten, 2010, Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό,2019, και το υπό παραγωγή Πολύ κοριτσίστικο όνομα το Πάττυ)· ο Γιάννης Φάγκρας (Πες στη Μορφίνη ακόμα την ψάχνω, 2001, Forget me not, 2013),  ο Κώστας Χαραλάμπους (Αγάπη στα 16, 2004, Δεμένη κόκκινη κλωστή, 2011, Louger, 2021, Ο καπετάν Μιχάλης, 2023), ο Γιώργος Γκικαπέππας (Η πόλη των παιδιών, 2012, Silent, 2015), ο Γιάννης Σακκαρίδης με τα Amerika Square (2017) και Wild Duck (2013), η Χριστίνα Ιωακειμίδη (Medium, 2023 και Χάρισμα, 2010), ο Αθανάσιος Καρανικόλας (Στο σπίτι, 2014, και ορισμένες γερμανικές παραγωγές, Echolot, 2013, Elli Makra, 2007), ο Ντένης Ηλιάδης (Hardcore, 2004, Buzzheart, 2024, και 4 αμερικάνικα θρίλερ), κ.α.
Επίσης, δημιούργησαν μία καλή ταινία μυθοπλασίας, η Ασημίνα Προέδρου (Πίσω από τις θημωνιές, 2022), ο Στιβ Κρικρής (The Waiter, 2018), ο Τζώρτζης Γρηγοράκης (Digger, 2020), ο Έκτορας Λυγίζος (Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού, 2012), o Φωκίων Μπόγρης (Πρόστιμο, 2021), ο Δημήτρης Μπαβέλλας (Η αναζήτηση της Λώρα Ντουράντ, 2021), η Τζάνις Ραφαηλίδου (Kala Azar, 2021), ο Σωτήρης Τσαφούλιας με το αστυνομικό μυστηρίου Έτερος εγώ (2016), ο Δημήτρης Τσιλιφώνης με το ψηφιακό αστυνομικό Do it yourself (2017), η Ρηνιώ Δραγασάκη (Cosmic Candy, 2019), ο Γιάννης Βεσλεμές (Νορβηγία, 2014), η Ζακλίν Λέντζου (Σελήνη, 66 ερωτήσεις, 2022) και αρκετοί άλλοι.