greeks2.jpg
του Κωνσταντίνου Κυρίμη [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]

Οι περισσότεροι από εμάς, όταν ακούμε γιά ξένες ταινίες που αναφέρονται σε ελληνικούς χαρακτήρες, φέρνουμε στο μυαλό μας σπουδαίες και ηρωικές προσωπικότητες. Σε γενικότερα πλαίσια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το ξένο κινηματογραφικό στερεότυπο των ελλήνων, εξεφράζετο σε τρείς υπο-κατηγορίες. Όσον αφορά τους αρχαίους Έλληνες κυριάρχησε το πρότυπο των ηρωικού πολεμιστή (Οι Τριακόσιοι Σπαρτιάτες, Σύγκρουση Τιτάνων κ.α.). Έπειτα, στις περισσότερες χολυγουντιανές περιπέτειες, οι Έλληνες παρουσιάστηκαν ως γνήσιοι αγωνιστές και "παλληκάρια" (Τα κανόνια του Ναβαρόνε, Γιά τα μάτια σου μόνο κ.α.). Ενώ ένα από τα κλασσικότερα στερεότυπα, ήταν αυτό το μποέμ "μάγκα" που ήξερε να ζει και να πετυχαίνει πάντα τον στόχο του (Αλέξης Ζορμπάς, Ωνάσης: Ο Έλληνας Εκατομμυριούχος). Ακόμα και αν ο Έλληνας υποδυόταν τον κακό της ταινίας (όπως ο Κρίστοφερ Λη, στον Άνθρωπο με το χρυσό πιστόλι), αυτό γινόταν με ένα ιδιαίτερα εκλεπτυσμένο στυλ, που είχε ως αποτέλεσμα ο κακός να επισκιάζει ακόμα και τον ίδιο τον πρωταγωνιστή.
Όμως όλα τα παραπάνω, κολακευτικά ομολογουμένως προφίλ, ίσχυαν μόνο γιά τον λεγόμενο "εμπορικό" κινηματογράφο. Στο υπο-είδος του φανταστικού, οι Έλληνες, έμελε να έχουν ένα τελείως διαφορετικό προφίλ. Σκοπός του δοκίμιου αυτού, είναι να σκιαγραφήσει τις προσωπικότητες των Ελλήνων, όπως αυτές παρουσιάζονται στα φίλμ τρόμου.
Η πρώτη φιλμική απόπειρα με παρουσία Έλληνα χαρακτήρα, ήταν το 1945. Ο παραγωγός Val Lewton, σε συνεργασία με το αμερικάνικο στούντιο RKO, μετατρέπει το ασπρόμαυρο σε μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και χαρίζει στον κόσμο του σκοτεινού κινηματογράφου, μια σειρά από διαχρονικά διαμαντάκια (The Cat People, I walked with a Zombie, The Body Snatcher κ.α.). Ένα από τα λιγότερα γνωστά έργα εκείνης της περιόδου, είναι και το Isle of the Dead με τον μεγάλο Boris Karloff.
greeks1.jpgΗ ταινία τοποθετείται χρονικά στα 1912, στο απώγειο του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Ο Karloff, υποδύεται τον Νικόλαο Φερίδη. Έναν αυστηρό και αφοσιομένο στο έργο του, Έλληνα στρατηγό. Ο στρατηγός επισκέπτεται ένα απομακρυσμένο νησί, στο οποίο βρίσκεται ο τάφος της γυναίκας του. Ο τάφος όμως είναι συλημένος και το πτώμα έχει εξαφανιστεί. Στο νησί αποκαλύπτεται ότι έχει ξεσπάσει μια επιδημία πανώλης και έτσι ο Φερίδης και ο αμερικανός ρεπόρτερ που τον συνοδεύει, θέτει το νησί σε καραντίνα, μη μπορώντας, ακόμα και ο ίδιος να ξεφύγει. Η πανώλη αρχίζει να μειώνει δραστικά τον πληθυσμό του νησιού, ενώ κάποιοι από τους κατοίκους, φαίνεται να έχουν διαφορετική εξήγηση. Σε αντίθεση με τον "λογικό" Δρ.Δρόσσο (Ernst Deutsch), η αινιγματική «Κυρά» (Helene Thimig) ισχυρίζεται ότι ο πραγματικός υπαίτιος είναι μιά νεαρή νοσοκόμα, η «Θεία» (;) (Ellen Drew), την οποία κατηγορεί ότι είναι βρυκόλακας («vurvolaka» !). Η «Θεία», μη μπορώντας να ξεφύγει από το σκοτεινό περιβάλλον των προκαταλήψεων και του σκοταδισμού, αυθυποβάλλεται και αρχίζει και η ίδια να πιστεύει ότι είναι ένας «βουρβόλακας». Με την πρόοδο του έργου, και ο ίδιος ο στρατηγός βυθίζεται ολοένα και βαθύτερα, σε μιά κρίση συνείδησης. Πρέπει ως νοήμων, σοβαρός και μορφωμένος στρατηγός να εμμείνει στη θεωρία της πανώλης, ή να ενδώσει στις λαικές προκαταλήψεις που τον περιτριγυρίζουν, εξολοθρεύοντας το δαιμονικό πλάσμα της νύχτας, που μαστίζει το νησί ; Τελικά μια από τις ασθενείς που φροντίζει η «Θεία» αποδυκνείεται καταληπτική (εμφανίζει δηλαδή συμπτώματα νεκροφάνειας). Έτσι όταν περνιέται γιά νεκρή και κλείνεται σε ένα φέρετρο, θα ξανασηκωθεί παρασύροντας όσους αδίκησαν τη «Θεία», σε ένα απαράμιλο όργιο εκδίκησης.
Η σκηνή της πρόωρης ταφής, είναι ένα αξεπέραστο δείγμα γοτθικού τρόμου. Τελικά στο υποτιθέμενο "δίλημμα" που θέτει το φίλμ, η απάντηση είναι σαφής: Πρέπει να αφήνουμε τη φαντασία και τις προκαταλήψεις, να κυριαρχούν έναντι της επιστήμης και της λογικής ; Σαφώς όχι ! Η ταινία είναι ομολογουμένως αργόσυρτη (όπως εξάλλου και τα περισσότερα φιλμ τρόμου του 40) αλλά όταν η ατμόσφαιρα χτιστεί, είναι αναμφισβήτητα κλειστοφοβική και πετυχημένη. Ακόμα και οι σκηνές "μέρας" έχουν μιά απόκοσμη σκοτεινότητα, που βυθίζει το θεατή, στο αρρωστημένο κλίμα της ταινίας. Ο Karloff δίνει μια πραγματικά πειστική ερμηνεία, στο ρόλο του στρατηγού που ταλανίζεται ανάμεσα σε δύο κόσμους, ενώ το ευρύτερο αισθητικό στύλ της ταινίας (καθώς βέβαια και ο τίτλος της) είναι επηρεασμένος από τον ομώνυμο πίνακα του Σουηδού ζωγράφου Arnold Bocklin.
greeks3.jpgΟι «Έλληνες», θα δούν ξανά το φώς του κινηματογραφικού προβολέα, σχεδόν 20 χρόνια αργότερα ! Και συγκεριμένα το 1963, όταν ο βετεράνος του avant-garde και πειραματικού κινηματογράφου, Curtis Harrington, γράφει και σκηνοθετεί το Night Tide.
Ο ναύτης Johny (ένας νεαρότατος Dennis Hopper), γνωρίζει και ερωτεύεται την ελληνικής καταγωγής Mora (Linda Lawson). Από το πρώτο κιόλας βράδυ, στο μπαράκι όπου γνωρίζονται, το μέλλον τους διαγράφεται δυσοίωνο: Μια μυστηριώδης γυναίκα, πλησιάζει την Mora, απειλώντας και τρομοκρατώντας την (σε σπαστά ελληνικά !). H Mora εργάζεται στο τοπικό λούνα-παρκ, υποδυόμενη τη γοργόνα. Αν αυτό σας φαίνεται αρχικά περίεργο, σκεφτείτε την έκπληξη του Johny, όταν η ίδια του δηλώνει πως πιστεύει πραγματικά ότι είναι γοργόνα ! Με την πάροδο του χρόνου, ο Johny ανακαλύπτει πως όσοι άντρες σχετιζόντουσαν με την Μora κατά το παρελθόν, έχασαν μυστηριωδώς τη ζωή τους. Μήπως ο Johny θα είναι ο επόμενος ; Τελικά η αλήθεια αποκαλύπτεται και είναι έκτος της σφαίρας του φανταστικού: Ο ιδιοκτήτης του λούνα-παρκ και παλιός καπετάνιος, είχε περιμαζέψει την Mora όταν ήταν μικρή, από τη Μύκονο οπου και είχε γεννηθεί. Για να μην την χάσει ποτέ από κοντά του και να εξασφαλίσει τη φροντίδα της, μέχρι τα γεράματά του, της εμφύσησε τον μύθο των "σειρήνων". Την έπεισε δηλαδή, ότι ήταν καταραμένη και έμμελε να προξενεί το θάνατο όλων των αντρών που την προσέγγιζαν ερωτικά, ενώ ο ίδιος ήταν αυτός που φρόντιζε ώστε να χάνουν "μυστηριωδώς" τη ζωή τους, όλοι οι επίδοξοι εραστές της.
Ο Harrington, ακροβατώντας επιτυχημένα μεταξύ παραμυθιού και αρχαίας τραγωδίας, συνδιάζει τις ανθρώπινες φοβίες και την ψυχοσεξουαλικότητα, με το μεταφυσικό. Καταγράφει δηλαδή μιά ετεροχρονισμένη και νοσηρή μετάβαση της Mora, από την εφηβεία στην ωριμότητα και την ερωτική ολοκλήρωση. Τελικά η ταινία κλείνει με μια δόση μυστηρίου, όπως ακριβώς είχε αρχίσει: Αφού όλα ήταν σκηνοθετημένα από τον ιδιοκτήτη του λούνα-παρκ, ποιά ήταν η αινιγματική γυναίκα που απειλούσε την Mora ; Μήπως τελικά η ράτσα των "σειρήνων" υπήρχε και η άτυχη κοπέλα, ήταν όντως μιά από αυτές ;
Η ταινία, αν και γυρισμένη με έναν πενιχρότατο προυπολογισμό (28.000$), είναι στημένη αριστοτεχνικά. Οι πρωταγωνιστές πείθουν, ο καθένας στον ρόλο του, ενώ η όλη αίσθηση του θεατή, είναι ότι βιώνει ένα όνειρο. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε το Night Tide ως ένα "αλληγορικό παραμύθι γιά ενήλικες". Πολλοί μάλιστα το συγκρίνουν, με το εξίσου cult και ονειρικό Carnival of Souls.
Η τελευταία ασπρόμαυρη ταινία με "Έλληνες", γυρίζεται δύο χρόνια αργότερα. Το 1965, μιά ισπανική παραγωγή σε σκηνοθεσία Jose Antonio Nieves Conde. Η ταινία ήταν το The sound of horror (ή Sound from a million years ago). Το χαμηλού προυπολογισμού και ποιότητας, αυτό φίλμ, έμμελε να χαθεί στην κινηματογραφική λήθη και όχι αδίκως.
Η πλοκή είχε ως εξής: Κάπου στα ελληνικά βουνά, μιά ομάδα κυνηγών θησαυρών, εξερευνά μιά σειρά από σπήλαια, με σκοπό να ανακαλύψει (τι άλλο ;) έναν κρυμμένο θησαυρό. Οι ντόπιοι τους προειδοποιούν ότι η σπηλιά είναι καταραμένη (αμάν πια αυτοί οι Έλληνες, με τις προκαταλήψεις τους !). Εκείνοι όμως συνεχίζουν το έργο τους ακάθεκτοι, ώσπου βρίσκουν μιά φωλιά γεμάτη προιστορικά αυγά. Μιά έκρηξη που προκαλούν, έχει ως αποτέλεσμα να σπάσει ένα αυγό, απελευθερώνοντας έναν. .. αόρατο δεινόσαυρο, που σπέρνει τον θάνατο στο διάβα του. Το μοναδικό ενδιαφέρον του έργου έγκειται στο γεγονός ότι σε αυτό πρωταγωνιστούν δύο από τις (μετέπειτα) μεγαλύτερες ντίβες του ευρωπαικού κινηματογράφου του τρόμου: Το αστέρι της Hammer, Ingrid Pitt και η μούσα του Jesus Franco, Soledad Miranda. Καθαρά λόγω των χαρακτήρων τους οποίους ενσαρκώνουν, αναφέρουμε και τους: Lola Gaos ("Καλλιόπη") και Francisco Piquer ("Σταύρος").
greeks4.jpgΗ δεκαετία του 70, θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα παραγωγική για τις ταινίες με "Έλληνες", καθώς οι μισές από τις ταινίες που εξετάζουμε, γυρίζονται αυτή τη δεκαετία.
Το 1970, κυκλοφορεί η ταινία Incense for the damned, του Michael Burrowes. Η ταινία είναι αγγλική παραγωγή, ενώ απαντάται και με τους εναλλακτικούς τίτλους Bloodsuckers και Doctors wear scarlet. Η πλοκή θέλει έναν βρετανό καθηγητή, να ταξιδεύει στην Ελλάδα. Ο εν-λόγω καθηγητής λοιπόν, εξαφανίζεται μυστηριωδώς κατά τη διάρκεια μιας έρευνάς του, σχετικά με αποκρυφιστικές Μινωικές τελετουργίες. Τελικά αποκαλύπτεται ότι έχει πέσει στα δίχτυα μιας "σατανιστικής" οργάνωσης, της οποίας ηγείται η «Χρυσηίς Κωνσταντίνου» (Immogen Hassal).
Στην πραγματικότητα βέβαια, η οργάνωση είναι περισσότερο νεοπαγανιστική, παρά σατανιστική. Και αυτή ακριβώς η εσφαλμένη ταύτιση, είναι που κάνει την ταινία καταδικαστέα από το νοήμον κομμάτι των θεατών. Σαν να μην έφτανε δε η βεβιασμένη αυτή ταύτιση, ο σκηνοθέτης προχωράει ακόμα περισσότερο την υπερβολή του, εμπλέκοντας ακόμα και τον. .. βαμπιρισμό με τα αρχαία μυστήρια. Οι γνώστες της ιστορίας, δεν θα ξέρουν αν πρέπει να γελάσουν ή να λυπηθούν. Ακόμα δε, αποτυγχάνει οικτρά να αποτυπώσει φιλμικά, το φαινόμενο του νεοπαγανισμού (με όποιον τρόπο και αν το κρίνει), μην αποφεύγοντας να πέσει σε τετριμένα σεναριακά και φιλμικά κλισέ. Όσοι από εσάς αναζητάτε μια κινηματογραφική σπουδή του νεοπαγανισμού (πάντα με δόσεις τρόμου), προτιμήστε το αξεπέραστο The Wicker Man του Robin Hardy. Ακόμα και η χρήση ελληνικών τοπίων (Μύκονος, Υδρα κ.α.), σε ένα σημαντικό μέρος του έργου, δεν αποδίδει την αναμενόμεη αισθητική επάρκεια. Οι παρουσίες φημισμένων ηθοποιών, όπως οι Patrick Macnee και Peter Cushing, δεν ειναι από μόνες τους αρκετές, ώστε να "ανεβάσουν" τα χαμηλά επίπεδα ενδιαφέροντος της ασυνήθιστης αυτής ταινίας. Ξεπερνώντας κάθε δυνατή σεναριακή αυθαιρεσία, η ταινία κλείνει τον κύκλο της υπόθεσής της, με την "θεωρία" ότι ο βαμπιρισμός είναι απλώς μιά μορφή ερωτικής διαστροφής. Ο δε καθηγητής, παρουσιάζεται ως ένας σεξουαλικά ανίκανος, που στρέφεται στις συγκεκριμένες τελετές, γιά να αναβιώσει τη χαμένη σεξουαλικότητά του ! Γιά να μη μείνει κανείς δε "ατσαλάκωτος", υπονοείται εν τέλει, ότι και το ίδιο το ακαδημαικό σύστημα, (ενεργό μέρος του οποίου είναι ο καθηγητής), αποτελεί μια μορφή "σκοτεινής οργάνωσης" ή "ασθένειας" που λόγω των έντονων πιέσεων που ασκεί στα μέλη του, παρομοιάζεται με το σατανισμό και με όλα όσα η ταινία υποτίθεται ότι καταδικάζει. Γιά λόγους πληρότητας και μόνο, αναφέρουμε ανάμεσα στους "ελληνικούς" ρόλους και την Madeleine Hinde ως «Πηνελόπη».
greeks5.jpgΗ δεκαετία του 70 έχει μπει για τα καλά. Είναι πλέον 1972. Η χώρα που γνωρίζει ιδιαίτερη επιτυχία, είναι η Ιταλία, κυρίως με το υπο-είδος των "giallo" (αστυνομικά θρίλλερ, με πλοκή «βρες τον δολοφόνο»). Ονομάστηκαν έτσι, επειδή το σενάριό τους, ήταν συνήθως εμπνευσμένα από αστυνομικά μυθιστορήματα της σειράς, τυπωμένα σε φθηνό κίτρινο χαρτί (giallo=κίτρινο).
Ένας από τους πρωτοδιδάξαντες του είδους, είναι ο Sergio Martino. Μια από τις πιό άρτιες δουλειές του (ταινία ορόσημο στο είδος της) είναι και το The case of the scorpion's tale. Γυρισμένο ως επί τω πλείστω στην Αθήνα, οπτικά θα γεμίσει με οικοιότητα όσους έχουν την ευκαιρία να το απολαύσουν. Ο κορμός του σεναρίου, γραμμένο από τον Ernesto Gastaldi, είναι απλός, αν και κάθε giallo που σέβεται τον εαυτό του, φροντίζει μέχρι το τέλος της ταινίας, να έχει περιπλέξει τους πάντες και τα πάντα με τις ανατροπές του: Ο ξαφνικός θάνατος ενός πλούσιου επιχειρηματία, έχει σαν αποτέλεσμα να δικαιούται να εισπράξει η γυναίκα του, ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο, αξίας ενός εκατομμυρίου δολλαρίων. Η Lisa λοιπόν (περί ούτης ο λόγος) καταφθανει στην Αθήνα, για να εισπράξει το ποσό (ποιός είπε ότι οι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρίες, δεν πληρώνουν αμέσως ;). Εκεί όμως παραμονεύει ένα "μωσαικό" εχθρών: Ο πρώην αρραβωνιατικός της που την εκβιάζει, ένας ντέτεκτιβ σταλμένος από την ασφαλιστική εταιρία, η ερωμένη του συζύγου της με τον σωματοφύλακά της και τέλος (το χειρότερο) ένας μαυροντυμένος φονιάς με ξυράφι ! Κρατάμε την εξέλιξη της πλοκής μυστικό, γιά κάθε επίδοξο θεατή, καθώς η ταινία κυκλοφορεί και στα ελληνικά βίντεο-κλάμπ, αν και με την πάροδο του χρόνο, οι πιθανότητες να την εντοπίσετε είναι μάλλον μηδαμινές.
Ότι και να πεί κανείς γιά την ταινία αυτή, θα είναι λίγο. Συγκρίσιμη (αν όχι ανώτερη) με οποιοδήποτε άλλη "κλασσική"ταινία giallo, συχνά ξεπερνάει σε αισθητική και κλίμα, ακόμα και τα έργα του "μαέστρου" Dario Argento. Όσο γιά τη βία, ούτε λόγος. Κοιλιές, λαιμοί, μάτια, όλα μετατρέπονται σε λωρίδες, από το ξυράφι του μανιακού. Οι προσωπικότητες των "Ελλήνων" της ταινίες πάντως, κάθε άλλο παρά αξιόλογες είναι. Ο «Επιθεωρητής Σταύρος» (Luigi Pistilli), εμφανίζεται ανεπαρκής στο να συλλάβει το δολοφόνο, χωρίς όμως να χάνει το χιούμορ του: Επιθεωρητής: «Κατά τη γνώμη μου, ο δολοφόνος είναι σεξομανής !» Ντέτεκτιβ: «Ένας σεξομανής που σκοτώνει εξίσου, άντρες και γυναίκες και έχει βάλει στο μάτι ένα εκατομμύριο δολλάρια ;» Επιθεωρητής: «Ακόμα και ένας σεξομανής, έχει λογαριασμούς να εξοφλήσει!». Επίσης, η Janine Reynaud ενσαρκώνει τη «Λάρα Φλωράκη», ερωμένη του νεκρού επιχειρηματία. Παρουσιάζεται ως μιά αμείλικτη φιλοχρήματη γυναίκα, που δε διστάζει σε τίποτα, προκειμένου να κορέσει το πάθος της για χρήμα.
Ένα χρόνο αργότερα (το 1973), σειρά έχει ένα ακόμα giallo. Ο Armando Crispino, γυρίζει το Τhe Etruscan kills again. Μια κοινή Ιταλο- Γερμανο- Γιουγκοσλαβική παραγωγή. Σε πολλές χώρες κυκλοφόρησε ως The dead are alive ενώ πρόσφατα έκανε την εμφάνισή του στα ελληνικά βίντεο-κλάμπ, με τον (απταίστως μεταφρασμένο) τίτλο «Οι νεκροί χτυπούν τα μεσάνυχτα» ! To σενάριο θέλει τον αρχαιολόγο Jason Porter, να προβαίνει στην εκσκαφή ενός ετρουσκικού τάφου. Παράλληλα, παρακολουθούμε τις προσπάθειες του, γιά επανένωση με την πρώην ερωμένη του, «Μύρα Σαμαράκη» (Samantha Egger). Το γεγονός έχει υποπέσει στην αντίληψη του άντρα της «Νίκου Σαμαράκη» (John Marley), γνωστού μουσικοσυνθέτη, ο οποίος δε φαίνεται να χαίρεται ιδιαίτερα. Τελικά καθώς η πλοκή εξελίσσεται, ολοένα και περισσότερα πτώματα βρίσκονται φρικτά δολοφονημένα, μέσα στον αρχαίο τάφο.
greeks6.jpgΗ ταινία έχει καταφέρει να θεωρηθεί cult από μιά σημαντική μερίδα κοινού και κριτικών, κάτι που δεν ισχύει όμως και με τον γράφοντα. Ο Crispino είναι ένας μάλλον υπερεκτιμημένος σκηνοθέτης, ιδιαίτερα συγκρινόμενος με τα πραγματικά "μεγαθήρια" της ιταλικής σχολής, όπως Soavi, Bava, Argento, Martino, Fredda κ.α. Η δε συχνή εναλλαγή των αντιφατικών σκηνικών στα οποία διαδραματίζεται το σενάριο (ο μουχλιασμένος τάφος και η χλιδάτη όπερα), κάθε άλλο παρά βοηθούν στην ταύτιση του θεατή με τους ήρωες και την ευρύτερη πλοκή. Εν γένει το έργο είναι αργοκίνητο, ακόμα και για φίλμ της δεκαετίας του 70. Οι "Ελληνες" σε αυτό το φίλμ, ξεδιπλώνονται ως άτομα αδύναμα, ανήμπορα να ξεφύγουν από το παρελθόν και τα πάθη τους (Μύρα) ή εκκεντρικοι, με εμμονές και βίαιες εξάρσεις (Νίκος).
Οι Έλληνες έχουν πλέον την τιμητική τους, καθώς φιλοξενούνται για τέταρτο συναπτό έτος σε ταινία τρόμου και μάλιστα σε μία την οποία, δίκαια χαρακτηρίζουν πολλοί, ως την καλύτερη και τρομακτικότερη όλων των εποχών. 1973 λοιπόν και περί Εξορκιστή ο λόγος ! Η ταινία είναι αν μη τι άλλο πασίγνωστη, ώστε να μη χρειάζεται να παραθέσουμε ιδιαίτερες πληροφορίες. Ο συνδιασμός William Friedkin (στη σκηνοθεσία) και William Peter Blatty (στο σενάριο), απέδωσαν τα μέγιστα. Γιά το έργο θα μπορούσε κάποιος να γράψει ολόκληρο βιβλίο (πολλοί μάλιστα το έκαναν !).
Ο χαρακτήρας που θα μας απασχολήσει εδώ, είναι ένας εκ των δύο εξορκιστών, ο πάτερ Damien Karras (τον υποδύεται ο ο Jason Miller). Στο θεάρεστο έργο του, τον συνδράμει o Max von Sydow, ενώ απέναντί τους, έχουν μιά πειστικότατα δαιμονισμένη Linda Blair. To πρώτο γεγονός που ξενίζει κάθε Έλληνα θεατή, είναι ότι ο πάτερ Καρράς είναι καθολικός. Σε μιά χώρα όπου το ποσοστό των χριστιανών ορθόδοξων αγγίζει το 97%, κάτι τέτοιο φαντάζει τουλάχιστον περίεργο. Ο ίδιος ο σεναριογράφος, ισχυρίζεται ότι επέλεξε το επίθετο «Καρράς», λόγω της ομοιότητάς του με τη λέξη «χάρις», τη Θεία δηλαδή αγάπη. Ο "Έλληνας" παππάς λοιπόν, παρουσιάζεται με μιά βαθύτατα κλονισμένη πίστη. Μάλιστα δεν μπαίνει καν στον κόπο να προσφέρει μια μικρή ελεημοσύνη σε έναν φουκαρά ζητιάνο που συναντά στο μετρό. Aκόμα πιό συγχισμένος είναι, με την απόφασή του να κλείσει τη μητέρα του σε ένα γηροκομείο, γνωρίζοντας ότι θα της προκαλέσει αβάσταχτη θλίψη. Βλέπουμε τους δυό τους να συνομιλούν σε άπταιστα ελληνικά, στο σπίτι της μητέρας του, ενώ η φωνή της Ρίτας Σακελαρίου (στο τραγούδι «Ιστορία μου, Αμαρτία μου») πλαισιώνει το ελληνικότατο φιλμικό κάδρο.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιστορία της γυναίκας που υποδύθηκε την μητέρα του πάτερ Καρρά. Ήταν όντως Ελληνίδα (κάτι έκδηλο και από την προφορά της στο έργο) και το πραγματικό της όνομα ήταν Βασιλική Μαλαίρου. Ευρέθη σε ένα ελληνικό εστιατόριο της Αμερικής, από τον ίδιο τον σκηοθέτη, σε μιά απεγνωσμένη προσπάθειά του, να βρεί μιά γυναίκα που να ταίριαζε στο ρόλο και να μπορούσε να μιλήσει άψογα ελληνικα !
greeks7.jpgΣτο τέλος του έργου, η σχέση με τη μητέρα του, η κλονισμένη πίστη του και ο εξορκισμός, θα σφραγίσουν με τον τραγικότερο τρόπο την ήδη ταλαιπωρημένη ζωή του ιερέα. Αν και οι Έλληνες έχουν γενικότερα την εικόνα των βαθιά θρησκευόμενων ατόμων και παρόλο που ο πάτερ Καρράς παρουσιάζεται ως "άνθρωπος Του Θεού", ο Έλληνας ιερέας κάθε άλλο παρά υπόδειγμα πιστού, είναι. Εγκλωβισμένος στα μοραλιστικά και υπαρξιακά προβλήματά του, φαντάζει ανήμπορος να αντιδράσει και ουσιαστικά υποδεέστερος, όλων των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει. Μιά τυχαία αντίθεση ή μιά αλληγορική επίθεση προς την υποτιθέμενη δύναμη που χαρίζει Ο Θεός στους πιστούς του ;
Μιά από τις πιό χαρακτηριστικές ταινίες τρόμου της δεκαετίας το 70, ήταν ο O σχιζοφρενής δολοφός με το πριόνι (The Texas Chainsaw Massacre). Η ωμή βία που απεικόνιζε, σόκαρε το κοινό, όπου και αν προβλήθηκε. Η χώρα μας δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα. Μόνο που ένας εκ των σοκαρισμένων θεατών, αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα. Όταν ο Νίκος Μαστοράκης βγήκε από τον κινηματογράφο όπου είχε δει τον «Σχιζοφρενή», υποσχέθηκε να γυρίσει μιά ταινία, πιο βάναυση, πιο ωμή και πιό ακραία.
Το 1975, η υπόσχεσή του, ελάμβανε σάρκα και οστά, ως Ιsland of Death. Είτε πάντως υπό αυτό τον τίτλο, είτε υπό τους εναλλακτικούς Island of Perversion, Devil in Mykonos και Τα παιδιά του Διαβόλου, η ταινία του Μαστοράκη, όχι μόνο σοκάρισε, αλλά συνεχίζει να σοκάρει ακόμα και σήμερα, 3 δεκαετίες μετά την αρχική της προβολή. Το σενάριο θέλει ένα ζευγάρι (αδελφός και αδελφή), να αποφασίζουν να περάσουν ορισμένες ημέρες χαλάρωσης στη Μύκονο. Μπαίνοντας όλο και περισσότερο στο ακραίο πνεύμα του νησιού, αισθάνονται μιά βδελυγματική αηδία έναντι όσων "μολύνουν" την αγνότητα του νησιού, με την ακραία συμπεριφορά τους.
Ο Μαστοράκης κατάφερε στην μιάμιση ώρα περίπου, που διαρκεί το φίλμ, να απεικονίσει κάθε γνωστό ταμπού και σεξουαλική διαστροφή: Αιμομιξία, ουρολαγνεία, ομοφυλοφυλία, κτηνοβασία, δολοφονίες, είναι μερικά από τα κομμάτια που συμπληρώνουν το ανίερο αυτό παζλ. Οι δε θάνατοι, είναι κάτι περισσότερο από ευρηματικοί: Σπρέυ που μετατρέπονται σε φλογοβόλα, σταύρωση, θάνατος από ασβέστη, σφαγή με σπαθί, πυροβολισμός στο κεφαλι με καραμπίνα, καμάκωμα με ψαροντούφεκο, πνίξιμο, έως και αποκεφαλισμός με μπουλντόζα ! Ομοφυλόφυλοι και πάσης φύσης φύσης αμαρτωλοί, βρίσκουν το θάνατο που τους αξίζει (πάντα κατά τους "άγιους" και "μοραλιστές" πρωταγωνιστές). Δεν είναι όμως η ωμή βία καθεαυτή που σοκάρει, όσο η υπόνοια ότι οι πρωταγωνιστές πραγματικά απολαμβάνουν το έργο τους και το μήνυμα ότι κάθε ακραία συμπεριφορά, πρέπει να τιμωρείται με βάναυσο τρόπο. Αν και το καστ αποτελείται αποκλειστικά από ξένους, ο "δικός μας" Νίκος Τσαχιρίδης, κάνει μιά σύντομη αλλά χαρακτηριστική εμφάνιση, στο ρόλο ενός καθυστερημένου βοσκού.
Από τη στιγμή που η ταινία προβλήθηκε στο εξωτερικό, σημείωσε τεράστια επιτυχία, και "έβαλε την Ελλάδα στο χάρτη", όσον αφορά τις ταινίες τρόμου. Στη δε Αγγλία, η κυκλοφορία της ταινίας απαγορευόταν μέχρι και πρόσφατα. Ο σκηνοθέτης της, φιλοξενείται μέχρι και σήμερα στις στήλες ξένων περιοδικών που καταπιάνονται με το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, ενώ πρόσφατα η ταινία επανακυκλοφόρησε σε ένα πολυτελέστατο συλλεκτικό DVD !
greeks8.jpgΗ επόμενη ταινία που θα μας απασχολήσει, τυγχάνει να είναι η δεύτερη που γυρίστηκε από Έλληνα σκηνοθέτη, αν και η παραγωγή ήταν Αμερικανο-Αγγλο-Ελληνική. Το 1978 λοιπόν, ο υπερ-παραγωγικός Κώστας Καραγιάννης, γυρίζει το Land of the Minotaur. Στο εξωτερικό κυκλοφόρησε επίσης ως The Devil's Men, ενώ στη χώρα μας προβλήθηκε με τους τίτλους Οι Διαβολάνθρωποι και Η μάσκα του Διαβόλου. Το έξοχο ξένο καστ (Peter Cushing και Donald Pleasance) πλαισιώνουν αρκετοί έλληνες (Κώστας Σκούρας, Ανέστης Βλάχος κ.α.). Η πλοκή διαδραματίζεται στη χώρα μας (όπου είναι γυρισμένη η ταινία) και είναι πέρα-για-πέρα αναμενόμενη: Τουρίστες που εξαφανίζονται μυστηριοδώς, έχουν πέσει στην πραγματικότητα θύματα μιάς αίρεσης που τους θυσιάζει στο όνομα του μυθικού Μινώταυρου. Συγκεριμένα, σε ένα μικρό χωριό, κάπου στην ελληνική επαρχία, κατοικεί ο (εκ Καρπαθίων) βαρώνος Corofax (Peter Cushing). Πίσω από τον μανδύα του ευγενούς, κρύβεται ο αρχηγός της "σατανιστικής" αίρεσης. Αλλοίμονο λοιπόν στους τουρίστες που θα βρεθούν στα σπήλαια, πλησίον του κάστρου του !
Κάθε ομοιότητα με το «Incense for the damned» που αναλύσαμε προτύτερα, είναι εντελώς (;) συμπτωματική. Ο σκηνοθέτης, αν και Έλληνας, ακολουθεί το ίδιο μοτίβο με αυτό των ξένων συναδέλφων του. Παρουσιάζει τους Έλληνες ως δεισιδαίμονες, με μιά επικύνδυνη και αρρωστημένη εμμονή στο θρησκευτικό παρελθόν τους. Το δέ λάθος του, να συνεχίσει την άτυπη παράδοση που θέλει να παρουσιάζει τα αρχαία μυστήρια ως αιμολάγνα, είναι αδιαμφισβήτητα ασυγχώρητο. Μάλιστα, αντιγράφοντας όλα τα "Ελληνικά" στερεότυπα των ξένων ταινιών (βλέπε «Case of the scorpion's tale»), ο τοπικός αστυνόμος «Βέντρης» (Fernando Bislani) παρουσιάζεται όχι μόνο ανίκανος να επιληφθεί της κατάστασης, αλλά η όλη παρουσία του μπορεί να χαρακτηρισθεί ως και μισητή.
Βλέποντας πάντως το έργο από καθαρά τεχνοκρατική σκοπιά, πρέπει να παραδεχθούμε ότι ο Κώστας Καραγιάννης, χωρίς να διεκδικεί κάποιο έπαθλο σκηνοθεσίας, φέρνει εις πέρας ένα φίλμ, ατμοσφαιρικό, αγωνιώδες και ομολογουμένως καλογυρισμένο. Το μουσικό μέρος της ταινίας, επιμελήθηκε ένας (πρωτοεμφανιζόμενος τότε) πρωτοπόρος της ηλεκτρονικής μουσικής, ο μετέπειτα διάσημος Brian Eno. Γεγονός που από μόνο του, επέδωσε στην ταινία μια (περιορισμένη) cult φήμη.
Με την αυγή της νέας δεκαετίας (1980), το ρεύμα των ταινιών τρόμου έχει σαφώς αλλάξει. Ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για μυστήριο, ατμόσφαιρα και μαυροντυμένους μανιακούς δολοφόνους, αλλά αναζητά απεγνωσμένα, οτιδήποτε μπορεί να τέρψει την ακόρεστη επιθυμία του για αιματοχυσία. Η δεκαετία του λεγόμενου "splatter" κινηματογράφου έχει μόλις αρχίσει, με την Ιταλία να έχει πάλι τα ηνία !
Μια από τις πιο ακραίες ταινίες εκείνης της εποχής, ήταν το Anthropophagus του Joe D'Αmato (καλλιτεχνικό ψευδόνυμο του Ιταλού Aristide Massacessi). Υπό τους εναλλακτικούς τίτλους «The Grim Reaper» και «The Savage Island», αποτελεί φιλμικό ορόσημο, ακραίας κινηματογραφικής βίας. Το σενάριο αφηγείται την ιστορία του «Νίκου Καραμανλή» (George Eastman). Ένα ναυάγιο, έχει ως αποτέλεσμα να παγιδευτεί μεσοπέλαγα, μέσα σε μία βάρκα, μαζί με τη γυναίκα του «Ειρήνη Καραμανλή» (Rubina Rey). Όντας πολλές μέρες νηστικός, αποδεικνύει περίτρανα ότι «ο έρωτας περνάει πό το στομάχι» καταβροχθίζοντας την αγαπημένη του γυναίκα ! Αν και καταφέρνει να βρεθεί σε ένα νησί, δε φαίνεται διατεθημένος να εγκαταλείψει τις νεοαποκτηθείσες συνήθειές του, με αποτέλεσμα να επιφέρει τον χαμό, τόσο στους κατοίκους του νησιού, όσο και σε κάθε άτυχο τουρίστα που θα αποφασίσει να κάνει το μπανάκι του εκεί.
Η ταινία έμεινε διαβόητη γιά δύο σκηνές: Στην πρώτη, ο ανθρωποφάγος σκοτώνει μιά έγκυο γυναίκα, και αφού ξεριζώσει με τα ίδια του τα χέρια το έμβρυο από τη μήτρα της, το τρώει ! Η δε σκηνή, γίνεται αποκλειστικά εντός κάδρου, με τον φακό να αποθανατίζει κάθε μπουκιά, με ότι αυτό συνεπάγεται για το φιλοθεάμον κοινό που έκανε το λάθος να μην κλείσει τα μάτια του ! Αργότερα και κατόπιν θύελλας αντιδράσεων από κοινό, κριτικούς και τύπο, ο σκηνοθέτης αποκάλυψε ότι το υποτιθέμενο "έμβρυο", ήταν στην πραγματικότητα ένα μαγειρεμένο κουνέλι, πασπαλισμένο με μπόλικη κέτσαπ. Η δήλωσή του αυτή πάντως, δε φάνηκε να μειώνει τα εμετικά φαινόμενα που συνεχίζει να προκαλεί η θέαση της συγκεκριμένης σκηνής, ιδαίτερα στο "ευαίσθητο" φύλο ! Στη δεύτερη διαβόητη σκηνή, η πείνα του ανθρωποφάγου, ξεπερνάει κάθε προηγούμενο, όταν δέχεται μιά τσεκουριά στην κοιλιά. Όχι μόνο βλέπουμε τα εντόσθιά του να σκορπίζονται, αλλά με μιά ευλαβική όρεξη, ακάθεκτος, τα μαζεύει και αρχίζει. .. να τα καταβροχθίζει ! Γιά όσους ξένους πίστευαν ότι οι ιδιαιτερότητες της ελληνικής κουζίνας περιορίζονταν αποκλειστικά στον μουσακά και το τζατζίκι, η ταινία στάθηκε πρώτης τάξης ευκαιρία να αναθεωρήσουν !
Το φίλμ απαγορεύτηκε εν ριπή οφθαλμού στην Αγγλία και πρίν την έλευση του Internet και του DVD, η ταινία έγινε η πιο πολυζητημένη και ακριβοπληρωμένη στην ιστορία της Αγγλικής μαύρης αγοράς. Κόπιες της, φέρεται να έχουν πουληθεί εώς και 200 λίρες Αγγλίας ! Οι "Έλληνες" ήταν πλέον διάσημοι κα περιζήτητοι ! Μάλιστα η πιο πολυζητημένη βερζιόν στις ξένες αγορές, ήταν αυτή που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα, κατά την λεγόμενη "χρυσή εποχή" του βίντεο (περί το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 80). Το φαινόμενο πήρε έκταση παράκρουσης για τους μυημένους. Γνώστες ή συλλέκτες, αναζητούσαν τη συγκεριμένη βιντεοταινία από γειτονιά σε γειτονιά, πληρώνοντας ένα μικρό τίμημα στον ανυποψίαστο ιδιοκτήτη για να την αγοράσουν και στη συνέχεια τη διοχέτευαν στην Αγγλική μαύρη αγορά, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη. Ο γράφων σε προσωπικές συζητήσεις με άτομα που βίωσαν αυτές τις καταστάσεις, άκουσε ιστορίες ανθρώπων που πήγαν στην Αγγλία με άδειες τσέπες και μερικές χιλιοπαιγμένες βιντεοκασσέτες και έκαναν δωρεάν διακοπές για αρκετό διάστημα ! Όταν βέβαια οι Έλληνες ιδιοκτήτες βίντεο-κλαμπ έμαθαν την αλήθεια, ταινίες όπως «Ο Ανθρωποφάγος», «Η Έβδομη Πύλη της Κολάσεως» ή «Το Ολοκαύτωμα των Καννιβάλλων» έφτασαν να αλλάζουν χέρια σε τιμές από 25 έως και 50 χιλιάδες δραχμές!
Ένα μόλις χρόνο αργότερα (το 1981), ο ίδιος σκηνοθέτης, εκμεταλευόμενος την επιτυχία του «Ανθρωποφάγου», γυρίζει μιά "άτυπη" συνέχεια: Absurd ή Horrible ή Antropophagus 2 ή Grim Reaper 2 ή Monster Hunter. Πίσω από τους πολλούς εναλλακτικούς τίτλους, κρύβεται η ίδια αιματοβαμένη συνταγή και ο ίδιος πρωταγωνιστής (George Eastman), ενώ οι "Έλληνες" κλέβουν πάλι την παράσταση.
Η ταινία ξεκινάει με έναν ιερέα να καταδιώκει έναν μεγαλόσωμο άντρα. Ο άντρας στην προσπάθειά του να ξεφύγει, μπλέκεται στην μυτερή κορυφή ενός φράχτη, με αποτέλεσμα να απωλέσει ένα σημαντικό μέρος των εσωτερικών του οργάνων, προς μεγάλη τέρψη των αιμοδιψών θεατών, που πλέον ξέρουν τι να περιμένουν από την ταινία. Παραδόξως ο άντρας δεν πεθαίνει. Διαμετακομίζεται στο νοσοκομείο, όπου οι γιατροί μένουν αποσβολωμένοι από την αφύσικη κράση του. Τελικά η αλήθεια αποκαλύπτεται: Ο καθολικός (;) ιερέας (Edmund Pardom) είναι "Έλληνας". Αυτή η "αυθαιρεσία" (Ιερέας Έλληνας-Καθολικός), υποδηλώνει ατράνταχτα ότι ο σκηνοθέτης είχε δει τον «Εξορκιστή» ! Πρόκειται όμως γιά έναν ιδιαίτερο ιερωμένο, που όταν έχει ελεύθερο χρόνο και δεν δοξάζει Το Θεό, εντριφεί σε μοντέρνους επιστημονικούς τομείς. Ο ίδιος δηλώνει ότι «Υπηρετώ Τον Κύριο, περισσότερο με τη βιο-χημεία, παρά με τελετές» ! Τελικά τα πειράματά του δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα "χριστιανικά" καθώς ο μεγαλόσωμος άντρας στο νοσοκομείο, εχρησιμοποιείτο ως πειραματόζωο σε ένα από αυτά ! Το πείραμα πήγε (όπως ήταν αναμενόμενο σε μιά Ιταλική ταινία) εντελώς στραβά και έτσι ο "Έλληνας" «Νίκος Θανόπουλος» (George Eastman), είναι πλέον ένας αιμασταγής φονιάς με υπερφυσικές δυνάμεις !
Η ταινία μας δίνει ένα μάθημα, γιά το πώς δεν πρέπει να χρησιμοποιούμε πάσης φύσης ηλεκτρικές συσκευές: Ένα χειρουργικό τρυπάνι διαπερνά το κρανίο μιάς άτυχης νοσοκόμας, μιά πριονοκορδέλλα διχοτομεί το κεφάλι ενός άντρα, μιά γυναίκα "δοκιμάζει" από πολύ κοντά τον φούρνο της, κ.λ.π. Στο τέλος αποκεφαλίζεται και ο ίδιος o Θανόπουλος και ο σκηνοθέτης αποδυκνύεται γιά μιά ακόμη φορά πιστός, στα χνάρια του «Antropophagus». Φυσικά δε χρειάζεται να επισημάνουμε ότι τίποτα δεν αφήνεται στη φαντασία. Κάθε αιμοτοβαμμένη σκηνή, αποθανατίζεται με μεγαλοιώδη close-up πλάνα, από τον διψασμένο γιά αίμα, φακό !
Ειδικής μνείας χρήζει η σκηνή, όπου ένας αστυνομικός επιθεωρητής, ψάχνει το σακάκι του Θανόπουλου και βρίσκει μέσα. .. ελληνικές δραχμές ! Η σκηνή αυτή, είναι αρκετή γιά να προκαλέσει ρίγη συγκίνησης, σε όσους θυμούνται την αξία που είχε η δραχμή, τη δεκαετία του 80 !
Ο προ-τελευταίος φιλμικός μας σταθμός, είναι το 1982, με την ταινία Blood Tide ή The Red Tide, μιά Αγγλο-Ελληνική παραγωγή, σε σκηνοθεσία Richard Jeffries. Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα ελληνικό νησί. Ένας αμερικάνος κυνηγός θησαυρών (James Earl Jones) ξυπνάει κατά λάθος ένα αρχαίο θαλάσσιο τέρας, με τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Τώρα πλέον, οι κάτοικοι του νησιού πρέπει να αντιμετωπίσουν από κοινού την τρομερή απειλή, υπό την καθοδήγηση του αινιγματικού «Νηρέα» (Jose Ferrer), που φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα από κάθε άλλον, γιά το πανάρχαιο τέρας. Σύμφωνα με έναν παλιό μύθο, μόνο η θυσία μιάς παρθένας, θα σταθεί ικανή να κατευνάσει την οργή του θαλάσσιου τέρατος. Άλλοι "ελληνικοί" χαρακτήρες είναι η «μοναχή Άννα» (Lila Kedrova) που περνάει το χρόνο της κινδυνολογόντας και προειδοποιώντας τους πάντες για την επικείμενη καταστροφή. Ακόμα ένα παράδειγμα χαρακτήρα "Έλληνα ιερωμένου", που στέκει παθητικός θεατής των γεγονότων, όντας αναποτελεσματικός στο να τα μεταβάλει. Διάφοροι Έλληνες ηθοποιοί ενσαρκώνουν μικρότερους ή μεγαλύτερους ρόλους (Δέσποινα Τομαζάνη, Ράνια Φωτίου, Ειρήνη Τρίπκου, Σπύρος Παπαφρατζής,.κ.α.).
Το φίλμ γυρίστηκε όντως σε ελληνικά νησιά και επωφελείται της φωτογραφίασ του Έλληνα Άρη Σταύρου και της συνδρομής του Νίκου Μαστοράκη, κυρίως στον τομέα του σεναρίου. Η ταινία, χωρίς να είναι αξιοσημείωτη, "κυλάει" γρήγορα, ενώ οι πλούσιες (ποτέ όμως υπερβολικές) σκηνές αίματος και γυμνού, θα ικανοποιήσουν τον μέσο (μη-απαιτητικό) θεατή.
Το κύκνειο άσμα των "Ελλήνων", γράφτηκε από έναν σκηνοθέτη που μας απασχόλησε πάλι, μερικά χρόνια πρίν. Το 1987, ο Νίκος Μαστοράκης γυρίζει το Edge of terror ή Άνεμος Θανάτου. H Meg Foster υποδύεται μια συγγραφέα, που αποσύρεται σε μιά μικρή Ελληνική πόλη, γιά να γράψει το νέο της βιβλίο. Ο "Ηλίας" (Robert Morley), ιδιοκτήτης της βίλλας που έχει νοικιάσει, την προειδοποιεί γιά τον λυσσαλέο άνεμο που φυσάει τα βράδυα. Τελικά εκτός από σφοδρούς ανέμους, η πόλη έχει και έναν μανιακό δολοφόνο, που τον υποδύεται πειστικά ο βετεράνος των b-movies, Wings Hauser. Αφού σκοτώσει τον Ηλία και τη γυναίκα του, επόμενο θήραμά του, είναι η τρομοκρατημένη συγγραφέας. Η ταινία είναι καλογυρισμένη και γεμάτη σασπένς, αν και το αδύναμο φινάλε, τελικώς προδίδει. Πάντως θετκό είναι το γεγονός, ότι οι "Ελληνικοί" χαρακτήρες της ταινίας, δεν φαίνεται πουθενά, να συγκλίνουν με τα γνωστά κλισέ των προηγούμενων ταινιών.
Εν κατακλειδι, μέσω των ταινιών τρόμου, το προφίλ των Ελλήνων, σκιαγραφείται κάθε άλλο, παρά θετικό. Ο λαός μας παρουσιάζεται με διάφορα υποτιμητικά στερεότυπα. Άνθρωποι, αναποτελεσματικοί, εγλωβισμένοι στο παρελθόν τους και τα προσωπικά τους πάθη, ανήμποροι να αντιδράσουν αποτελεσματικά και να επιλύσουν τα όποια προβλήματα ανακύπτουν. Εμφανίζονται δε ως προσκολλημένοι έντονα στη θρησκεία (χριστιανική ή παγανιστική), αλλά πάντα με ολέθριες ή επικίνδυνες προεκτάσεις. Ακόμα και οι απλοί άνθρωποι, φέρονται να είναι δεισιδαίμονες, τρομολάγνοι, προληπτικοί και θρησκόληπτοι. Η μόνη "ακίνδυνη" εμμονή των ξένων σκηνοθετών και σεναριογράφων, είναι αυτή με την Μύκονο, που είτε ως φυσικός χώρος, είτε ως μέρος του σεναρίου, απαντάται στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών που εξετάσαμε.
Αν προσεγγίσουμε με ελαφρά τη καρδία, την άποψη αυτή των ξένων, δε μένει παρά να χαμογελάσουμε (όπως πολλοί θα έκαναν, βλέποντας το Γάμος αλα Ελληνικά). Όταν όμως αναλογιστεί κανείς, ότι αυτή είναι η εικόνα που έχει ο μέσος ξένος, γιά τη φυλή που γέννησε τον πολιτισμό σε όλες του τις εκφάνσεις, δε μένει παρά να απορήσουμε: Άγνοια, ζήλεια, ή απλή σύμπτωση ; Τα συμπεράσματα δικά σας. ..