doc1.jpg

της Καλλιόπης Πουτούρογλου
[Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]

Πώς κινηματογραφείς τις διαχωριστικές γραμμές που παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα; Μια χώρα ή πόλη διχοτομημένη; Τον αποκλεισμό και την απομόνωση προσφυγικών κοινοτήτων ή ολόκληρων λαών; Τα τείχη γύρω μας;
Ανάμεσα στις ταινίες που προβλήθηκαν στο 12ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ήταν κι αυτές που προσπάθησαν να καταγράψουν άμεσα ή να αποτυπώσουν έμμεσα μια αμείλικτη πραγματικότητα. Με διαφορετική κινηματογραφική προσέγγιση, όλες όμως με τη συνεπικουρία της προσωπικής μαρτυρίας εστιάζουν στον άνθρωπο που διώκεται, μετακινείται βίαια, απομονώνεται. Και παρόλο που τα προβλήματα παραμένουν στο μεγαλύτερο βαθμό άλυτα, είναι η συνείδηση που αποκτούμε για αυτά το πρώτο βήμα για μια διαφορετική και πιο ώριμη θέαση του κόσμου.
doc2.jpg
17 August (Alexander Gutman)
Ένα τοπίο τυλιγμένο στην πρωινή ομίχλη. Μια ξύλινη αποβάθρα και ο απόηχος της θάλασσας και των γλάρων. Φιγούρες ανθρώπων που αναδύονται μέσα από το αμυδρό φως και πλησιάζουν αργά προς την κάμερα. Πέρασμα της κάμερας στο ασπρόμαυρο εσωτερικό ενός κελιού. Το μικροσκοπικό κελί φωτίζεται και ο φυλακισμένος ξυπνά. Πρόκειται για Ρώσο ισοβίτη, καταδικασμένος για τριπλό φόνο. Ο κόσμος του είναι οι τέσσερις τοίχοι και η θέα από το παράθυρο. Μια αράχνη και ένα εικόνισμα με το πρόσωπο του Εσταυρωμένου. Ο φακός εστιάζει συχνά σε αυτά. Στη σιωπή του κελιού ένας άνθρωπος μόνος του με τον εαυτό του, με τις σκέψεις και τις αγωνίες του, συνομιλεί φωναχτά με το θεό. Προσεύχεται και ελπίζει. Σαν άλλος ντοστογιεφσκικός ήρωας βυθίζεται στο έρεβος της αδυσώπητης μοίρας του. Μετράει τις δυνάμεις του. Εναντιώνεται στον έξω κόσμο που τον αντιμάχεται. Και αντιστέκεται στην πραγματική μετάνοια. Η στενότητα του χώρου και η βραδύτητα του χρόνου τον διαβρώνουν. Σωματικά και ψυχικά. Ένα ανερμάτιστο πήγαινε-έλα σε έναν τόπο που οριοθετείται από το βλέμμα του θεατή μέσα από ένα παράθυρο, το βλέμμα της κάμερας. Και σε έναν χρόνο που τον ορίζουν βασανιστικά ένα ημερολόγιο και μια βρύση που στάζει. Η άχρονη διαδοχή της μέρας από τη νύχτα, των εποχών του χρόνου, η διαρκής απουσία των άλλων, ο ζωντανός θάνατος. Σύμφωνα με δηλώσεις του σκηνοθέτη της Alexander Gutman, η ταινία «17 August» αντανακλά τη σκληρή πραγματικότητα της καθημερινής ζωής στη σημερινή Ρωσία. Ο κόσμος μέσα και έξω από τη φυλακή-την πρώτη φυλακή για ισοβίτες στη Ρωσία- είναι ένας κόσμος που βιώνει τον εγκλεισμό με τον ίδιο τρόπο. Φύλακες και φυλακισμένοι πίσω από τα ίδια σκουριασμένα κάγκελα, τους ίδιους φθαρμένους τοίχους, τα συρματοπλέγματα. Με μια εξαιρετική φωτογραφία που κινείται από το καταθλιπτικό ασπρόμαυρο και τις σκιές των εσωτερικών χώρων στο φωτεινό χρώμα του ακινητοποιημένου προαύλιου χώρου ο Gutman παρατηρεί τον ήρωα και το περιβάλλον του, χωρίς να κρίνει, με μια απίστευτα όμως ενδελεχή και σχολαστική ματιά. Στην τελευταία σκηνή η πρωινή ομίχλη που τύλιγε το τοπίο ξαναεμφανίζεται για να καταπιεί μια αργά κινούμενη άμαξα-νεκροφόρα, σε ένα ταξίδι προς τη λύτρωση ή την κόλαση.
Η ταινία βραβεύτηκε μέσα στο 2009 ως το καλύτερο ντοκιμαντέρ του φεστιβάλ του Μουμπάι της Ινδίας και με ειδικές μνείες των κριτικών επιτροπών των φεστιβάλ Τεργέστης και Λειψίας.
doc3.jpg
Cycling The Frame (Cynthia Beatt, 1988): «Τείχος, ω Τείχος, θα ήταν αστείο αν κάποτε έπεφτες και οι άνθρωποι μπορούσαν απλά να περάσουν από πάνω σου»
Ένα χρόνο πριν πέσει το τείχος του Βερολίνου, μια ποδηλάτισσα ξεκινάει από την πύλη του Βραδεμβούργου μια διαδρομή προς τα δυτικά. Άλλοτε σιγοτραγουδώντας κι άλλοτε ψιθυρίζοντας «I am a Wall Train» η Tilda Swinton μεταμορφώνεται σε τραίνο που κινείται κατά μήκος της δυτικής συνοριογραμμής. Οι μικρές στάσεις της σε τοπία αστικά ή υπαίθρια γεννούν συναισθήματα και συλλογισμούς-κάποιες φορές προφητικούς- για τη διχοτομημένη πόλη. Κυρίως όμως την απορία για το πώς το τείχος φαίνεται να παραμένει αόρατο στους δυτικούς, οι οποίοι προσποιούνται ότι το αγνοούν. Η ποδηλάτισσα διαπιστώνει ότι είναι αυτή ακριβώς η ηθελημένη μη αποδοχή του, που σε συνδυασμό με την έντονη αίσθηση παρακολούθησης από την ανατολική πλευρά , το κάνει ιδιαίτερα ορατό.

The Invisible Frame (Cynthia Beatt, 2009)
Eίκοσι ένα χρόνια μετά η σκηνοθέτις επιστρέφει με την ίδια ποδηλάτισσα στο ενωμένο πια Βερολίνο. Η Tilda Swinton ακολουθεί με το ποδήλατό της την αόρατη γραμμή του τείχους με μεγαλύτερη ελευθερία αυτή τη φορά. Από το δυτικό τμήμα στο ανατολικό και πάλι πίσω αναζητάει τα σημάδια μιας πρώην διχοτόμησης, που τείνει να ξεχαστεί. Μπορούν όμως να ανιχνευτούν οι μνήμες; Τα αισθήματα της χαράς και της πίκρας που άφησε η επανένωση; Μια σιωπηλή στο μεγαλύτερο μέρος της «αναγνωριστική διαδρομή» , που παρατηρεί χωρίς να κρίνει και με τις συνεχείς αλλαγές πορείας της υφαίνει ένα νήμα, που προσπαθεί να επουλώσει τα τραύματα του παρελθόντος. Διαδρομή η οποία θα καταλήξει στο σημείο από όπου ξεκίνησε είκοσι ένα χρόνια πριν, με μια προοπτική τώρα ιδιαίτερα αισιόδοξη, μπροστά στον ανοιχτό ορίζοντα της πόλης.
doc4.jpg
Budrus (Julia Bacha)
Το 2003 το ισραηλινό τείχος απειλεί να καταστρέψει το παλαιστινιακό χωριό Μπουντρούς. Να περιορίσει τον ήδη ασφυκτικό του ορίζοντα και να ξεριζώσει τα λιόδεντρα , μοναδική πηγή πλούτου για τους κατοίκους του και σύμβολο μιας μακράς παράδοσης. Στο μικρό αυτό χωριό, τριάντα ένα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Ραμάλλα, ζουν 1500 άνθρωποι. Η ταινία παρακολουθεί επί πέντε χρόνια τον αγώνα τους για τη ματαίωση του ισραηλινού σχεδίου με κεντρικό άξονα ένα πρόσωπο . Με πρωτοβουλία αυτού του σημαντικού αλλά μετριοπαθούς μέλους της κοινότητας και τη δυναμική υποστήριξη της νεαρής κόρης του αλλά και ξένων ακτιβιστών οργανώνεται στα κατεχόμενα ένα ειρηνικό κίνημα διαμαρτυρίας, που πετυχαίνει το αδύνατο. Να ενώσει τις αντιμαχόμενες παλαιστινιακές φατρίες και να παρακινήσει για πρώτη φορά Ισραηλινούς να σταθούν στο πλάι των Παλαιστινίων. Η σκηνή, στο τέλος της ταινίας , με το νεαρό διαδηλωτή σκαρφαλωμένο στο συρμάτινο τείχος είναι από τις πιο εμβληματικές ενός δύσκολου αλλά καρποφόρου αγώνα.

Road to Nahr Al Bared (Sebastian Talavera)
Με επίκεντρο ένα σχολείο σε ένα παλαιστινιακό στρατόπεδο προσφύγων στο Λίβανο ξετυλίγονται οι προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν στο νέο τους προσφυγικό καταυλισμό. Με τα σπίτια τους στο Nahr Al Bared κατεστραμμένα από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς του 2007, χωρίς δουλειά και με συνθήκες που δυσκολεύουν την εκπαίδευση, αγόρια και κορίτσια μιλάνε για τα προβλήματά τους, τα όνειρα και τις επιθυμίες τους. Ο λόγος τους, ιδιαίτερα αιχμηρός εκπλήσσει με την ωριμότητά του. Η ιδέα της πατρίδας, ως οικογενειακής εστίας, αλλά και ενός επικείμενου εθνικού ή θρησκευτικού φανατισμού επανέρχονται ως προβληματισμοί στην ταινία. Με συνεχείς μετακινήσεις από το εξωτερικό συχνά ερειπωμένο φυσικό τοπίο στο εσωτερικό των γεμάτων ζωή τάξεων και με μια υποβλητική μουσική, που συνοδεύει διακριτικά χωρίς να φορτίζει, το ντοκιμαντέρ προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στην επώδυνη επίγνωση ενός τέλους και το ξεκίνημα μιας καινούριας αρχής.
doc5.jpg
Still (Alana Kakoyiannis)
Μια ποιητική προσέγγιση του προβλήματος της διχοτόμησης και των μετατοπίσεων πληθυσμών επιχειρείται σε αυτήν τη μικρού μήκους ταινία, που θα μπορούσε να ονομάζεται «Το παράδοξο της Κύπρου». Η πολυσημία όμως του τίτλου «Still», που παραπέμπει τόσο στην ακινησία όσο και στην επιμέρους εικόνα, αντανακλά καλύτερα τις καλλιτεχνικές προθέσεις της δημιουργού. Χωρισμένη σε ενότητες, με μια ενδιαφέρουσα μείξη ντοκουμέντου της εποχής, προσωπικών συνεντεύξεων και παράλληλων εικόνων (split screen), που συνομιλούν με έναν ιδιαίτερο τρόπο, η ταινία είναι ένας διάλογος ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν με πρωταγωνίστριες δύο γυναίκες, εκατέρωθεν της πράσινης γραμμής. Το σπίτι που εγκαταλείπεται με όλα του τα αντικείμενα για να περάσει στον ξένο, οι ρίζες που μένουν από την άλλη πλευρά, η αίσθηση του άδικου που βιώνει αυτός που εκτοπίζεται, είναι πληγές που αναζητούν έναν τρόπο επούλωσης. Η ελληνοκυπριακής καταγωγής σκηνοθέτις έχει παρουσιάσει και στο παρελθόν μια σειρά εικαστικών έργων με ανάλογο θέμα. Στο Still εμπλέκεται και η ίδια, ως εξωτερική παρατηρήτρια, σε μια ταινία που ακροβατεί μεταξύ ντοκιμαντέρ και πειραματικού σινεμά.
(σ.τ.ε. Η ταινία συμμετείχε στο τμήμα Doc Market του Φεστιβάλ)

Kimjongilia (N.C. Heikin)
Για την απομόνωση του λαού της Βόρειας Κορέας από τον έξω κόσμο, τη μακρόχρονη και συνεχιζόμενη καταπίεση του από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, τις διώξεις του και τα βασανιστήρια σε εφιαλτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, κάνει λόγο αυτό το πρωτότυπο ντοκιμαντέρ. Με βασικό κορμό τις συγκλονιστικές μαρτυρίες διαφορετικών ανθρώπων που κατάφεραν να δραπετεύσουν και να καταφύγουν στη Νότια Κορέα, η ταινία ξεδιπλώνει σαν μια πολύχρωμη ταπετσαρία εικόνες και ιστορικές πληροφορίες σε μορφή γραφικών, animation, αποσπάσματα από προπαγανδιστικές ταινίες αρχείου και σκηνές από performance σύγχρονου χορού. Τα ιδιαίτερα κοντινά πλάνα, οι παραμορφωτικές μεγεθύνσεις του εικονιζόμενου αντικειμένου, οι έντονες χρωματικές αλλά και εννοιολογικές αντιθέσεις, η υποβλητική μουσική προκαλούν μια διάχυτη ανησυχία που συνοδεύει τις αφηγήσεις των προσώπων ως το τέλος. Η θητεία της σκηνοθέτιδος στο χορό και το θέατρο επηρέασε θετικά το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Οι εικόνες σύγχρονου χορού, που απεικονίζουν σκηνές βίας και βασανιστηρίων και επανέρχονται σαν ιντερμέδια στην ταινία, δε λειτουργούν μόνο ως αναπαράσταση γεγονότων, αλλά αισθητοποιούν και τα ψυχικά τραύματα που αναδύονται μέσα από τις συνεντεύξεις.