Metro Kino. Κινηματογράφος της δεκαετίας του 20. Υπέροχα διατηρημένος. Και απόλυτα εναρμονισμένος με την αισθητική και την ατμόσφαιρα της πόλης.
Σ' αυτόν προβάλλεται η ταινία Attenberg της Αθηνάς Τσαγγάρη. Ίσως η πιο μοντέρνα ταινία του ελληνικού σινεμά. Μια ταινία για τη σχέση πατέρα - κόρης. Μια απροσδόκητα πολιτική ταινία, για το τέλος μιας εποχής (και την αρχή μιας άλλης;). (Ο τόπος της ταινίας -τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας- έχει τις κοινωνικές και πολιτικές συμπαραδηλώσεις τους.)
Αλλά και μια ταινία πάνω στη γυναικεία σεξουαλικότητα και το ξύπνημα της ερωτικής επιθυμίας, την αναζήτηση μιας σεξουαλικής ταυτότητας, ενός προσώπου.
Το πιο σημαντικό στοχείο αυτής της σημαντικής ταινίας; Η ταινία είναι στεγνή από κάθε είδους μελοδραματισμό, η παγίδα του συναίσθηματος αποφεύγεται (αν και η δραματική κορύφωση δεν απουσιάζει απ' αυτήν). Υπάρχει ένα είδος σωματικής υποκριτικής των ηθοποιών, ένα είδος χορογραφίας, μοναδικό στο τοπίο του σημερινού σινεμά. Τη καταγωγή του, όπως επεσήμανε και η σκηνοθέτις, θα πρέπει να την αναζητήσουμε στα ντοκιμαντερ για ζώα του David Attenborough (εξ ου και ο τίτλος).
Trailer. Μετά από τους Leo Carax, Agnes Varda, Jean-Luc Godard φέτος είναι ο Apitchatpong Weerasethakul που γυρίζει το trailer της Viennale. Τίτλος Empire. Ένας δύτης στο βυθό της θάλασσας. Το εσωτερικό μιας σπηλιάς με τους σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Όστρακα (;) στο χώμα. Ένα χέρι. Σκοτάδι και φως.
Ο ταϊλανδός σκηνοθετεί επαναπροσδιορίζει την έννοια του χώρου στον κινηματογράφο. Ο θεατής μοιάζει χαμένος, αποπροσανατολισμένος σ’ ένα τόπο ανοίκειο και άγνωστο, και αναζητά απεγνωσμένα τα σημεία προσανατολισμού.
Carancho. Pablo Trapero. Έχοντας στον κεντρικό ρόλο έναν αληθινό σταρ του κινηματογράφου, τον Ricardo Darin, ο αργεντίνος σκηνοθέτης εστιάζει στους καταραμένους της ζωής. Δύο πρόσωπα: μια εθισμένη στα ναρκωτικά γιατρός, ένας δικηγόρος που έχει χάσει την άδεια του. Ο κόσμος της νύχτας ως μια φυλακή. Οι απεγνωσμένες (και εντέλει μάταιες) απόπειρες για απόδραση. Οι τραγικές συμπτώσεις ως κορυφώσεις του δράματος. Ένα μελόδραμα στην παράδοση του Χόλιγουντ, η ταινία είναι εν τέλει ένα σκοτεινό νουάρ.
Carlos. Olivier Assayas. Ένας πολεμιστής του ψυχρού πολέμου, ο διαβόητος ήρωας της ταινίας ανήκει περισσότερο στη μυθολογία του κινηματογράφου παρά στο σύμπαν της πολιτικής. Αυτή η σχεδόν 6ωρη επεισοδιογραφική στη δομή της ταινία είναι καταρχήν μια αναφορά στις παλιές περιπετειώδεις σειρές του σινεμά με ήρωες σκοτεινούς και ηθικά διφορούμενους. Ένα κινηματογραφικό είδος που γοητεύει το σκηνοθέτη: ας θυμηθούμε την ταινία Irma Vep και την αναφορά σ' αυτήν στη κινηματογραφική σειρά του Louis Feuillade, Les vampires.
Ωστόσο η ταινία θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως μια άλλη "πολιτική" εκδοχή της τριλογίας του Bourne. Η γοητεία και η σαγήνη του κακού, δράση και καταδίωξη, ηδονισμός και αριστερισμός, πολυπολιτισμικότητα και παγκοσμιοποίηση. Αυτού του είδους ο κινηματογράφος είναι οικείος στον σκηνοθέτη αφού τον έχει υπηρετήσει με πίστη και αφοσίωση στις ταινίες Demonlover και Boarding Game.
«Δεν είναι μια πολιτική ταινία, αλλά μια ταινία για την πολιτική και τι κάνει την πολιτική να’ ναι σύγχρονη, μοντέρνα: δηλαδή την πολυπλοκότητα και τις διεθνείς διασυνδέσεις», δηλώνει ο Olivier Assayas.
Winter’s Bone. Debra Granik. Ένα πορτραίτο μιας νεαρής έφηβης που αναζητά ένα χαμένο πατέρα είναι αυτή η ταινία του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά. Αμερικάνικη επαρχία. Η ηρωίδα, μια 17χρονη, βρίσκεται αντιμέτωπη με απρόσμενες δυσκολίες και οικογενειακά βάρη: είναι υπεύθυνη για τα μικρά της αδέλφια και την άρρωστη μητέρα. Ο κίνδυνος απώλειας της οικογενειακής εστίας διαταράσσει τις ήδη ασταθές ισορροπίες. Μόνη σωτηρία μια μακάβρια αναζήτηση. Μια πορεία προς την ενηλικίωση επώδυνη και συναισθηματικά σκληρή.
Film Socialisme. Jean Luc Godard. Ένα σχόλιο για την σημερινή κατάσταση του κόσμου, η Ιστορία και οι αντανακλάσεις στο σήμερα, το χρήμα, το χάος, η αστάθεια.. Αποτίοντας ένα φόρο τιμής σε μια ταινία που εκτιμά ιδιαίτερα, στη Mediterranee του Jean-Daniel Pollet, ο Godard κάνει ένα σχόλιο τόσο για το σύγχρονο κόσμο όσο και για την ίδια τη Μεσόγειο και τον πολιτισμό της.
Η ταινία συγκροτείται από τρία μέρη. Το πρώτο διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός κρουαζιερόπλοιου που διαπλέει τη Μεσόγειο. Το δεύτερο σ’ ένα γκαράζ-βενζινάδικο στη Cote d’ Azur. Και το τρίτο είναι μια γκονταρική παρουσίαση στο ύφος των Histoire(s) du Cinema των πολιτισμών της Μεσογείου: Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Οδησσός, Ελλάς, Νάπολη, Βαρκελόνη.
Ο Godard χρησιμοποιεί μια πληθώρα μέσων: ψηφιακό βίντεο, φιλμ, αναλογικό βίντεο, ταινίες αρχείου, φωτογραφίες, παράλληλα με τα αποσπάσματα από βιβλία, αμετάφραστα λογοπαίγνια και την ιδιαίτερη χρήση του ήχου και της μουσικής.
Το ερώτημα που κινητοποιεί την αφήγηση: «Quo Vadis Europa?». Το αίτημα που αναδύεται μέσα από το χάος του κόσμου: «Μια κοινωνία, όχι ένα κράτος».
Im Schatten. Thomas Arslan. Ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της σχολής του Βερολίνου, που αναζωογόνησε το γερμανικό σινεμά. Αφηγείται την ιστορία ενός άρτι αποφυλακισθέντος κλέφτη που διαπράττει μια ληστεία χρηματαποστολής. Η αισθητική λιτή, οι εικόνες γυμνές από κάθε τι περιττό είναι καίριες και ουσιαστικές. Ο ήρωας (τον υποδύεται Misel Maticevic) μοιάζει να χει βγει μέσα από ταινία του Bresson. Ένας ήρωας ανέστιος, χωρίς δεσμούς και δεσμεύσεις που βρίσκεται διαρκώς σε κίνηση. Ο Arslan αποτίει ένα φόρο τιμής στο ευρωπαϊκό νουάρ και στον Jean-Pierre Melville.
Στη συζήτηση που ακολουθεί την προβολή μοιάζει να αδυνατεί να δώσει μια επαρκή απάντηση που να ικανοποιεί τους θεατές για τις επιλογές που ΄χει κάνει στην ταινία. Όπως ακριβώς και ο ήρωας του στην ταινία.
Verano de Goliat. Nicolas Pereda. Ο τόπος, μία απομακρυσμένη αγροτική περιοχή του Μεξικού. Τα πρόσωπα, οι κάτοικοι της: μία σύζυγος, που την έχει εγκαταλείψει ο άνδρας της, ο γιος της που υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία, ο συνάδελφος του στον στρατό, τρεις φίλοι που αφηγούνται μια περίεργη ιστορία για ένα 16χρονο που δολοφόνησε τη φίλη του. Οι ιστορίες τους διαπλέκονται και κάθε προσωπική αφήγηση, με τα ερωτήματα που θέτει, αντανακλάται σ' αυτήν ενός άλλου προσώπου που αναζητά απαντήσεις.
Ντοκιμαντέρ και μυθοπλασία, ο τόπος και τα πρόσωπα, η αλήθεια και το ψέμα, ο μύθος και η πραγματικότητα. Θραύσματα της αφήγησης που ποτέ δεν γίνονται ένα σύνολο, αφηγηματικές ελλείψεις, παρανοήσεις και συγχύσεις συνιστούν τη αφηγηματική στρατηγική του σκηνοθέτη. Μέσα από την ταινία όμως αναδύεται ατόφια η ατμόσφαιρα ενός τόπου και των ανθρώπων που κατοικούν σ' αυτήν.
Woman on Fire Looks for Water. Woo Ming Jin. Ένα μικρό ψαροχώρι. Ο νεαρός ήρωας και ο ηλικιωμένος πατέρας του. Οι ανεκπλήρωτοι έρωτες. Οι δυσκολίες και τα διλήμματα του έρωτα. Ο σκηνοθέτης εστιάζει κυρίως στο πρόσωπο του νεαρού ήρωα που βρίσκεται μπροστά σ' επιλογές ζωής που θα σφραγίσουν το μέλλον του. Ως αντίστιξη απέναντι του τοποθετεί τον πατέρα: καθώς αισθάνεται το θάνατο να πλησιάζει θέλει να κλείσει τους ανοιχτούς λογαριασμούς του έρωτα. Και τα δύο αυτά πρόσωπα αλλά και τα δευτερεύοντα στιγματίζονται από την παραδείσια ομορφιά του τοπίου.
Agua Fria del Mar. Paz Fabrega. Δύο παράλληλες ιστορίες. Ένα νεαρό μεσοαστικό ζευγάρι που φθάνει για διακοπές σε μια παραλία της Costa Rica. Μια οικογένεια που κάνει διακοπές στην ίδια παραλία. Δύο πρόσωπα: η νεαρή γυναίκα γεμάτη ανασφάλειες, άγχη απέναντι σ' ένα μέλλον που δείχνει συναισθηματικά αβέβαιο και απειλητικά επερχόμενο. Το 7χρονο κορίτσι της οικογένειας που αισθάνεται παραμελημένο.
Τα δύο αυτά γυναικεία πρόσωπα μοιάζουν να συνθλίβονται από το βάρος των συναισθημάτων τους: δυσθυμία, μοναξιά, ο φόβος (και το άγχος) της απόρριψης, μελαγχολία, αποξένωση. Το διφορούμενο και το ασαφές συνθέτουν την αφήγηση. Εξάλλου ο κόσμος της ταινίας είναι ο κόσμος των γυναικείων συναισθημάτων: μυστηριώδη, απροσδιόριστα και αξεδιάλυτα.
Han Jia. Li Hongqi. Και στη δεύτερη του ταινία, ο εκτός των άλλων και ποιητής σκηνοθέτης ακολουθεί με πιστότητα το δρόμο που ως προς την αισθητική χάραξε στη πρώτη του Hao Duo Da Mi, ενώ παράλληλα επεκτείνει τη θεματική που ανέπτυξε στη δεύτερη του ταινία με τίτλο Huangjin zhou .
Η Εσωτερική Μογγολία. Μια ομάδα μαθητών του σχολείου που περνά τις χειμερινές διακοπές της. Ένας παππούς και ο μάλλον ανήσυχος εγγονός της. Συζητήσεις για τον έρωτα, τις σχέσεις, τις σπουδές τους. Μακρινά στατικά πλάνα, άδειοι αχανείς χώροι και οι φιγούρες των ηρώων που κινούνται ράθυμα μέσα σ' αυτόν.
Το σύμπαν του σκηνοθέτη είναι μοναδικό για το χώρο του κινέζικου κινηματογράφου. Αυτός ο αργός ρυθμός (σχεδόν τελετουργικός) καμία σχέση δεν έχει με την ξέφρενη κινητικότητα της κινέζικης κοινωνίας. Οι ήρωες της ταινίας στιγματίζονται από κάποιου είδους ανία, μία μελαγχολία που ανάλογη της μπορούμε να δούμε στις ταινίες του Aki Kaurismaki. Αλλά και μια ειρωνική και συχνά αυτοσαρκαστική προσέγγιση της πραγματικότητας, όπως αυτή της ταινίας Clerks (Kevin Smith) του ανεξάρτητου αμερικάνικου σινεμά.
Ο ειρωνικός τόνος με τις οποίες κοιτάζει τις επίσημες "μυθολογίες" του κινέζικου κράτους είναι σύμφωνος με την "αρνητικότητα" -την νωχέλεια και την ραθυμία- των εφήβων ηρώων. Μουσική από την ανεξάρτητη ροκ σκηνή της Κίνας -Zuoxiao Zuzhou και The Top Floor Circus- συνοδεύει τις εικόνες της ταινίας.
Ha ha ha. Oki's Movie. Hong Sang-Soo. Δύο ταινίες από τον πιο σημαντικό διαλογίστα σκηνοθέτη του σημερινού κινηματογράφου. Στην πρώτη ταινία ένας κριτικός και ένας σκηνοθέτης ανταλλάσσουν τις εμπειρίες τους από την επίσκεψή τους (σε διαφορετικό χρόνο ο καθένας) σε μια μικρή παραλιακή πόλη. Ενώ η δεύτερη είναι σπονδυλωτή και αποτελείται από τέσσερις μικρού μήκους με παρόμοιο θέμα (την ερωτική συνάντηση ενός άνδρα και μιας γυναίκας).
Οι πολλές εναλλακτικές όψεις μιας πραγματικότητας, οι παραλλαγές μιας ιστορίας. Αν και η σύνδεση των δύο ταινιών με ανάλογα εγχειρήματα –όπως η ταινία Smoking/No Smoking του Alain Resnais- είναι αναπόφευκτη, ωστόσο ο Hong Sang-soo γρήγορα διαλύει τα προφανή συμπεράσματα του βιαστικού θεατή.
Ο χώρος των αργόσχολων και εγωκεντρικών διανοούμενων, η αισθηματική ζωή και οι περίπλοκες, οι αμφιθυμίες του ερωτικού βλέμματος, οι δισταγμοί: αυτές είναι οι συντεταγμένες του σινεμά του Hong Sang-soo. Όμως πίσω και πέρα απ’ αυτά υπάρχει ένα παιχνίδι με την κινηματογραφική αφήγηση, ένας στοχασμός για τον κινηματογράφο (και τα μέσα με τα οποία σαγηνεύει τον θεατή).
Απομακρυνόμενος από την ρομερική παράδοση, ο παραγωγικότατος Hong Sang -soo εστιάζει τόσο στα πρόσωπα (και στο ψέμα, τις αυταπάτες, και την εθελοτυφλία τους) όσο και στην ίδια την κινηματογραφική αφήγηση (και στο ψέμα, την αυταπάτη και την εθελοτυφλία που προκαλεί στον θεατή).
Γυρισμένες με ψηφιακό βίντεο και φτωχές ως προς τον προϋπολογισμό, οι ταινίες του Hong Sang-soo είναι πάντα ένα είδος χειροποίητου, ευρηματικού, ζωντανού και στοχαστικού κινηματογράφου. Κάτι τόσο σπάνιο στο σημερινό κινηματογραφικό τοπίο.
Δημήτρης Μπάμπας